Τις πρώτες εβδομάδες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είχαν προειδοποιήσει ότι το κόστος του πολέμου θα ήταν σημαντικό για την ΕΕ καθώς ανέμεναν επιβράδυνση της ανάπτυξης και επιτάχυνση του πληθωρισμού, ο οποίος είχε ήδη αυξηθεί σε ιστορικά υψηλά για την περιοχή επίπεδα.

Με τον πόλεμο να έχει εισέλθει στην έκτη εβδομάδα, οι παραπάνω δυσοίωνες προβλέψεις έχουν επιβεβαιωθεί και ο κίνδυνος, όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, είναι να οδηγηθούμε στα πιο δυσμενή σενάρια που είχαν καταρτιστεί στις αρχές της σύγκρουσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είχε τον Μάρτιο πολύ πιο έντονη αύξηση σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, φθάνοντας σε διψήφια ποσοστά σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε την Παρασκευή η Eurostat έδειξαν ετήσια αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή 15,6% στη Λιθουανία και 14,8% στην Εσθονία, κατά 11,9% στην Ολλανδία και 9,8% στην Ισπανία.

Συνολικά στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 7,5% από 5,9%, ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 8% από 6,3%, αντίστοιχα.

Στην αιχμή βρίσκονται οι τιμές της ενέργειας που αυξήθηκαν 44,7% στην Ευρωζώνη καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας οδήγησαν σε πρωτοφανή επίπεδα τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, με τις τελευταίες να επιβαρύνουν υπερβολικά και την τιμή του ρεύματος.

Μεγάλες αυξήσεις, της τάξης του 7,8%, υπήρξαν και στις τιμές των νωπών τροφίμων, καθώς μηδενίστηκαν οι εξαγωγές σιτηρών, καλαμποκιού και ηλιέλαιου από την Ουκρανία, η οποία είναι ο σιτοβολώνας της Ευρώπης, ενώ μειώθηκαν και οι ρωσικές εξαγωγές σιτηρών.

Οι αυξήσεις στην ενέργεια, όπως και σε άλλες πρώτες ύλες που παράγουν οι δύο εμπόλεμες χώρες, όπως το παλλάδιο ή το νέον που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των chips, διαχέονται όλο και περισσότερο στο σύνολο σχεδόν των οικονομικών κλάδων. Ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των νωπών τροφίμων – επιταχύνθηκε τον Μάρτιο στο 3,2% από 2,9% τον προηγούμενο μήνα.

Βαριά σκιά έχει ρίξει ο πόλεμος και στο μέτωπο της ανάπτυξης. Την περασμένη εβδομάδα, ο ΟΟΣΑ εκτίμησε ότι η αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα είναι φέτος μικρότερη κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης ήταν πιο απαισιόδοξο στην πρόβλεψη του για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ της θα αυξηθεί φέτος μόνο 1,8% αντί του 4,6% που εκτιμούσε πριν τον πόλεμο. Σύμφωνα με τους «πέντε σοφούς», όπως αποκαλούνται στη Γερμανία τα μέλη του Συμβουλίου, οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται σημαντικά από την εκτίναξη των τιμών ενέργειας και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Για την Ελλάδα, οι έως τώρα προβλέψεις δείχνουν πιο περιορισμένο αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Το ΔΝΤ προέβλεψε την Παρασκευή έναν ρυθμό ανάπτυξης 3,5% για φέτος, μόλις μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από την πρόβλεψη που είχε κάνει πριν τον πόλεμο. Αντίστοιχα, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS, ο οποίος αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο την περασμένη εβδομάδα, εκτίμησε ότι ο αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία θα είναι μία ποσοστιαία μονάδα.

Η Λαγκάρντ τόνισε ότι η ανάπτυξη επηρεάζεται αρνητικά κυρίως με δύο τρόπους. Πρώτον, με τη μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, η οποία εκδηλώθηκε πολύ έντονα τον Μάρτιο, με βάση έρευνα που έκανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι αυξήσεις των τιμών μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση την κατανάλωσή τους. Μερικό «ανάχωμα» σε αυτή τη μείωση αποτελούν οι υψηλές καταθέσεις που είχαν σωρεύσει τα νοικοκυριά την περασμένη διετία.

Δεύτερον, με τη μείωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης ως συνέπεια της αβεβαιότητας και της μείωσης της ζήτησης. Η έρευνα της Κομισιόν δεν έδειξε μεγάλη μείωση της εμπιστοσύνης αυτής, αλλά η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα υπάρξει κάποια επίπτωση που θα αποτυπωθεί τελικά στη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων.


Πηγή