Oι χαμηλές τιμές πετρελαίου έδωσαν τη χαριστική βολή στο πολυδάπανο κοίτασμα του Πρίνου, με κόστος εξόρυξης στα 21,5 δολάρια το βαρέλι, όταν για παράδειγμα το αντίστοιχο κόστος στην Αίγυπτο είναι κάτω από τα 3 δολάρια.
Οταν η διπλή κρίση κορωνοϊού και τιμών πετρελαίου αποσταθεροποίησε έναν ολόκληρο κλάδο στις ΗΠΑ, υποχρεώνοντας εκατοντάδες εταιρείες παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου να βάλουν λουκέτο και τις μεγάλες πολυεθνικές να «παγώσουν» τα επενδυτικά τους σχέδια διεθνώς, η πορεία του γηρασμένου κοιτάσματος του Πρίνου μοιάζει μάλλον μοιραία.
Το κατά πόσον θα αποτραπεί το μοιραίο θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δώσει η κυβέρνηση στο δίλημμα της συμμετοχής ή όχι του Δημοσίου στον Πρίνο. Η εφαρμογή του μοντέλου «Lufthansa» είναι ένα από τα σενάρια που εξετάζει η κυβέρνηση για την περίπτωση του Πρίνου και ίσως το μόνο ρεαλιστικό, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να βρεθούν τα αναγκαία κεφάλαια κίνησης για να κρατηθεί το κοίτασμα ζωντανό με δανεισμό, καθώς η δραστηριότητα του Πρίνου δεν πληροί τα απαιτούμενα τραπεζικά κριτήρια.
Η παραγωγή του Πρίνου είχε καταστεί ζημιογόνος πολύ νωρίτερα από την υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου, υποχρεώνοντας την Energean να περικόψει κατά 80 εκατ. δολάρια το επενδυτικό της πρόγραμμα. Το 2019 ο Πρίνος, με μειωμένη παραγωγή στα 3.300 βαρέλια σε σύγκριση με τα 4.000 βαρέλια του 2018, επιβάρυνε την Εnergean με λειτουργικές ζημίες 70 εκατ. δολαρίων.
Oι χαμηλές τιμές πετρελαίου έδωσαν τη χαριστική βολή στο πολυδάπανο κοίτασμα του Πρίνου, με κόστος εξόρυξης στα 21,5 δολάρια το βαρέλι, όταν για παράδειγμα το αντίστοιχο κόστος στην Αίγυπτο είναι κάτω από τα 3 δολάρια. Η παραγωγή μάλιστα πωλείται στην ΒP βάσει μακροχρόνιας σύμβασης με την Εnergean, που διαχειρίζεται το κοίτασμα του Πρίνου, με έκπτωση 7-8 δολάρια κάτω από τη διεθνή τιμή, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του αργού σε θείο. Το τελευταίο φορτίο που αγοράστηκε από την BP πληρώθηκε προς 9 δολάρια το βαρέλι, δηλαδή 60% κάτω του κόστους παραγωγής.
Δέσμευση
Η εταιρεία έχει διαμηνύσει στην κυβέρνηση ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του Πρίνου επί ζημία και ότι θα πρέπει να υπάρξει άμεσα χρηματοδότηση για να μην κλείσουν τα πηγάδια και σταματήσει η παραγωγή.
Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα, διά του υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γεράσιμου Θωμά, για τη συνέχιση της αδιάλειπτης παραγωγής του Πρίνου και τη διασφάλιση των 270 θέσεων εργασίας στο κοίτασμα.
Αυτό που θα πρέπει να συνεκτιμηθεί στην τελική απόφαση συμμετοχής ή μη του Δημοσίου είναι το υψηλό ρίσκο. Το Δημόσιο με τη συμμετοχή του θα πάρει πάνω του μέρος της ζημίας από τη σημερινή παραγωγή, ενώ θα πρέπει να χρηματοδοτήσει και τις νέες επενδύσεις για να διασφαλίσει τη συνέχισή της σε μια δραστηριότητα που αντιμετωπίζει παγκοσμίως πρόβλημα χρηματοδότησης λόγω της μετάβασης σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Μόνο για την ανάπτυξη του πεδίου «Ε», χωρίς την οποία η παραγωγή του Πρίνου θα φθίνει μέχρι να σβήσει, απαιτούνται 50 εκατ. δολάρια.
Καθοριστική για την πορεία των διαπραγματεύσεων με την Εnergean θα είναι η τηλεδιάσκεψη που θα πραγματοποιηθεί μέσα στην εβδομάδα με τα συναρμόδια υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Οικονομικών.
Η κυβέρνηση θα προσέλθει στην τηλεδιάσκεψη με πρόθεση επίλυσης του προβλήματος στο νέο πλαίσιο της Κομισιόν για τις κρατικές ενισχύσεις, το οποίο παρέχει ευελιξία, αλλά και του ευρύτερου πλαισίου σχέσεων και συμβατικών υποχρεώσεων της Εnergean με το Δημόσιο, δηλαδή και των παραχωρήσεων των κοιτασμάτων στα Ιωάννινα και στο Κατάκολο.
Η Εnergean φέρεται να επιδιώκει συμμετοχή του Δημοσίου μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών. Η κυβέρνηση από την πλευρά της κοιτάζει και άλλες εναλλακτικές, όπως η χορήγηση κεφαλαίων μέσω μετατρέψιμων ομολόγων.
«Θα πρέπει να σκεφτούμε εάν θέλουμε το κράτος να γίνει μέτοχος, δεδομένου ότι το Δημόσιο είναι και συμβασιούχος στην παραχώρηση του Πρίνου», τονίζει στην «Κ» αρμόδιος κυβερνητικός παράγοντας, επισημαίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή του Δημοσίου, εάν και εφόσον αποφασιστεί, θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους και να έχει βραχυχρόνιο ορίζοντα.
Απόθεμα
Τα βεβαιωμένα και δυνητικά αποθέματα του Πρίνου ανέρχονται σε 95 εκατ. βαρέλια. To κοίτασμα ανακαλύφθηκε το 1976, ενώ η παραγωγή του από την κοινοπραξία της καναδικής Denison ξεκίνησε το 1981 και αναπτύχθηκε σταδιακά καλύπτοντας την περίοδο 1982-1990 σχεδόν το 30% των μέσων αναγκών της χώρας. Το 1998, η κοινοπραξία της Denison αποχωρεί, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν εκδίδει τις απαιτούμενες άδειες για τις ερευνητικές δραστηριότητες στην περιοχή «Μπάμπουρας» ανατολικά της Θάσου, λόγω της κρίσης που έχει προκληθεί στις σχέσεις με την Τουρκία.
Με την αποχώρηση της κοινοπραξίας, το 1998, και για μια δεκαετία η παραγωγή και οι έρευνες υποχωρούν, ενώ στο επιχειρηματικό σκέλος επικρατεί πλήρης αδιαφάνεια που ξεκινάει με την ανάθεση με νόμο το 1999 της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος στην Κavala Oil, κοινοπραξία του συνεταιρισμού εργαζομένων στον Πρίνο, και της εταιρείας «Ευρωτεχνική», που είχε αναλάβει τη συντήρηση των εγκαταστάσεων. Το 2002 η «Ευρωτεχνική» μεταβίβασε τις μετοχές της στην Kavala Oil (67%) στη Regal Petroleum με έδρα το Λονδίνο, τον έλεγχο της οποίας είχε ο αμφιλεγόμενος Ρουμάνος επιχειρηματίας Frank Timis.
H Regal Petroleum αποχώρησε το 2006 από την κοινοπραξία εν μέσω σκανδάλων και ενώ στο μεταξύ οι χρηματιστηριακές αρχές του Λονδίνου την κατηγόρησαν για χειραγώγηση της μετοχής λόγω ψευδών ειδήσεων για το κοίτασμα του Πρίνου. Τον Δεκέμβριο του 2007, τις μετοχές της «Ευρωτεχνικής» εξαγόρασε η Εnergean, η οποία επενδύοντας μέχρι σήμερα περί τα 460 εκατ. ευρώ ανέπτυξε σειρά ερευνητικών προγραμμάτων ανακαλύπτοντας νέες ποσότητες απολήψιμου πετρελαίου.
Κύμα πτωχεύσεων στον κλάδο λόγω της πτώσης του πετρελαίου
Αναπόφευκτο παρεπόμενο της κατάρρευσης που σημείωσαν τους τελευταίους μήνες οι τιμές του πετρελαίου ήταν ένα κύμα μαζικών πτωχεύσεων στον ενεργειακό κλάδο των ΗΠΑ. Οι εταιρείες του κλάδου ήσαν ήδη υπερχρεωμένες και παρουσίαζαν χαμηλή κερδοφορία πολύ προτού καταρρεύσουν οι τιμές του πετρελαίου.
Ακόμη και μεγάλα ονόματα της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας προσέφευγαν σε συμβούλους για την αναδιάρθρωση των ιλιγγιωδών χρεών τους. Ανάμεσά τους και ο πετρελαϊκός κολοσσός Occidental Petroleum, που ευελπιστούσε ότι πωλώντας περιουσιακά του στοιχεία θα κατόρθωνε να περιορίσει το χρέος του. Είχε προβεί παλαιότερα σε κύμα εξαγορών, με αποτέλεσμα στα τέλη του περασμένου έτους το χρέος του να πλησιάζει τα 39 δισ. δολάρια μετά την εξαγορά της Anadarko Petroleum.
Εκτιμάται πως έως το τέλος του έτους ενδέχεται να έχει μειωθεί ο αριθμός των νέων πετρελαιοπηγών κατά σχεδόν 90%.
Την ίδια στιγμή, κολοσσοί όπως οι ExxonMobil, Chevron και ConocoPhillips αναγκάζονταν να περικόψουν τις δαπάνες όταν οι τιμές του πετρελαίου υποχωρούσαν επί μήνες. Εκείνες, όμως, που οδηγήθηκαν σε κύμα μαζικών πτωχεύσεων ήταν οι αμερικανικές σχιστολιθικές.
Περίπου έξι εβδομάδες από τη στιγμή που άρχισε η ασύλληπτη πτώση, μια πτώση που κάποια στιγμή οδήγησε σε αρνητικές τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων, οι περισσότερες αμερικανικές σχιστολιθικές είχαν διακόψει την παραγωγή τους ή την είχαν μειώσει δραματικά, είχαν απολύσει υπαλλήλους και κήρυσσαν μαζικά πτώχευση.
Ηταν ο κλάδος χάρη στον οποίον οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε πρώτη δύναμη στον κόσμο σε παραγωγή «μαύρου χρυσού» εξορύσσοντας υδρογονάνθρακες από σχιστολιθικά πετρώματα με τη διαφιλονικούμενη μέθοδο της υδραυλικής ρηγμάτωσης. Με την πυρετώδη δραστηριότητά τους προσέφεραν στον Ντόναλντ Τραμπ την ευκαιρία να υπερηφανευτεί για την ενεργειακή αυτάρκεια της υπερδύναμης. Δεδομένου, όμως, ότι έχουν πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος, στάθηκε αδύνατον να επιβιώσουν με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου.
Μέσα στον Απρίλιο εγκατέλειπαν τη μία στις τρεις πετρελαιοπηγές ενώ είχαν απολύσει περισσότερους από 50.000 υπαλλήλους. Πολλές προσπάθησαν μάταια να ισορροπήσουν μειώνοντας τους μισθούς. Στις αρχές Απριλίου, ανακοίνωσε την πτώχευσή της η Whiting Petroleum, ενώ άλλες προσέλαβαν συμβούλους για να μελετήσουν τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης των χρεών τους. Ανάμεσά τους η Chesapeake Energy Corp αλλά και η Salt Creek Midstream, που δραστηριοποιείται στη λεκάνη του Ντελαγουέαρ στο Τέξας. Αυτή προσέλαβε μάλιστα την Jefferies Financial και νομικούς συμβούλους της Kirkland & Ellis, προκειμένου να καταλήξουν σε κάποιου είδους συμφωνία με τους πιστωτές τους.
Καθώς ήταν ορατό το επικείμενο κύμα πτωχεύσεων, οι αμερικανικές τράπεζες που τις είχαν δανείσει αγόρασαν περιουσιακά στοιχεία των ενεργειακών και συμπεριλάμβαναν στα χαρτοφυλάκιά τους πετρελαιοπηγές και κοιτάσματα φυσικού αερίου. Στη διάρκεια του Μαΐου, άλλωστε, έχει διακοπεί η παραγωγή 1,75 εκατ. βαρελιών την ημέρα, ενώ σύμφωνα με την HIS Markit μέχρι το τέλος του έτους ενδέχεται να έχει μειωθεί ο αριθμός των νέων πετρελαιοπηγών κατά σχεδόν 90%. Σύμφωνα μάλιστα με σχετική μελέτη της Evercorre ISI, τουλάχιστον η μία στις τρεις εισηγμένες σχιστολιθικές θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει κάθε δραστηριότητα στο άμεσο μέλλον.
Και την ίδια στιγμή, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratings προεξοφλεί πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του κλάδου θα φτάσουν φέτος το 18% του συνόλου.