Για περισσότερα από τριάντα χρόνια, η Ελβετή Κορνέλια Έσε-Χόνεγκερ, επιστημονική εικονογράφος στο Ινστιτούτο Ζωολογίας του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, παρατηρεί με το μικροσκόπιό της και καταγράφει παραμορφώσεις σε έντομα και φυτά από την πυρηνική ακτινοβολία.

Στα 77 της χρόνια, έχει ταξιδέψει σε περιοχές κοντά σε πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στην έρευνά της, εστίασε στην καταγραφή και αναγνώριση των επιπτώσεων της ακτινοβολίας σε οργανισμούς, ακόμη και στα χαμηλότερα επιτρεπτά επίπεδα, όπως αυτή που εκπέμπονται σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων.

Υποστηρίζει ακόμη και οι μικρές δόσεις ακτινοβολίας επιδρούν στη χλωρίδα και στην πανίδα. Οι ειδικοί διαφωνούν, αμφισβητώντας τη μεθοδολογία της.

Τα ερωτήματα ωστόσο πληθαίνουν για την ασφαλή χρήση της πυρηνικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής, μετά και την πρόταση της Κομισιόν να ενταχθεί (μαζί με το φυσικό αέριο) στις βιώσιμες «πράσινες επενδύσεις» της Ε.Ε., ως μεταβατική λύση για την απεξάρτηση των οικονομικών των «27» από τα ορυκτά καύσιμα και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.

Πέραν των προφανών κινδύνων -από τις καταστροφικές συνέπειες ενός πυρηνικού ατυχήματος έως το ακανθώδες ζήτημα της αποθήκευσης των πυρηνικών αποβλήτων- ο προβληματισμός πλέον εντείνεται και για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των εκλύσεων ραδιενέργειας στα κατώτερα επιτρεπόμενα όρια, υπό κανονικές συνθήκες.

Θέμα, που έχει τώρα απασχολεί τον δημόσιο διάλογο ακόμη και στη Γαλλία, η οποία ήδη στηρίζεται κατά τουλάχιστον 78% στην πυρηνική ενέργεια για την κάλυψη των δικών της αναγκών σε ηλεκτρισμό, κάνοντας παράλληλα εξαγωγή και σε άλλες χώρες.

Πλέον, προωθείται με ζέση η χρήση της ως «φιλικής προς το περιβάλλον» εναλλακτικής λύσης στον ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης.

Σύμφωνα μάλιστα με την εφημερίδα Les Echo, η γαλλική κυβέρνηση προσανατολίζεται -ενόψει και των αμφίρροπων προεδρικών εκλογών της άνοιξης- στην επιτάχυνση της κατασκευής νέων αντιδραστήρων.

Πυρηνική «επιτάχυνση» σε θολό τοπίο

«Τι γνωρίζουμε σήμερα για τον αντίκτυπο που έχουν οι ραδιενεργές εκλύσεις από πυρηνικούς σταθμούς στη Γαλλία στην πανίδα και χλωρίδα, που βρίσκονται στην περίμετρό τους;», θέτει το ερώτημα η γαλλική εφημερίδα Liberation.

Αναζητώντας απαντήσεις, απευθύνθηκε -με αφορμή τη δημοσίευση νέας σχετικής μελέτης– στο Ινστιτούτο Ακτινοπροστασίας και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRSN).

Ενα δημόσιο ίδρυμα, που βρίσκεται υπό την κοινή εποπτεία των γαλλικών υπουργών Άμυνας, Περιβάλλοντος, Βιομηχανίας, Έρευνας και Υγείας και έχει ως αντικείμενο τη διενέργεια ερευνών για τους κινδύνους που συνδέονται με τη ραδιενέργεια σε οικοσυστήματα.

«Δεν έχουμε μελέτες που να σχετίζονται ειδικά με έντομα και δυσπλασίες, όμως αξιολογούμε τακτικά τα επίπεδα ραδιενέργειας στο περιβάλλον, γύρω από κάθε υποδομή, μέσω δειγμάτων που λαμβάνονται από το έδαφος, την ατμόσφαιρα και τους υδάτινους πόρους», ανέφερε ο Ροντόλφ Ζιλμπέν, ερευνητής στο IRSN.

«Στη Γαλλία», τόνισε καθυσηχαστικά, «είμαστε ακόμα πολύ κάτω από το όριο» των δέκα microgray ανά ώρα (μGy/h: μονάδα μέτρησης της απορροφούμενης δόσης ιονίζουσας ακτινοβολίας), στο οποίο -σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα- δεν υπάρχει «καμία επίδραση στο περιβάλλον».

Τα δείγματα λαμβάνονται από την γαλλική κρατική εταιρεία ενέργειας EDF, η οποία διαχειρίζεται τους εγχώριους πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Όμως «η προσέγγιση του IRSN έχει τα όριά της», παρατηρεί η γαλλική εφημερίδα.

Πρώτον, εξηγεί, οι έρευνες γίνονται στο εργαστήριο και όχι επί τόπου. Και δεύτερον, αφορούν μόνο είκοσι είδη χλωρίδας και πανίδας, που δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα όλα τα οικοσυστήματα ανά τη γαλλική επικράτεια.

«Κάθε ζώο και φυτό έχει επίσης τη δική του ευαισθησία στη ραδιενέργεια, κάτι που στην πραγματικότητα δεν λαμβάνεται υπόψη», επισημαίνει το δημοσίευμα.

Διευρύνοντας τις έρευνες

Πράγματι, παραδέχεται ο Ροντόλφ Ζιλμπέν, «στο εργαστήριο είναι πιο απλό να κάνεις πειράματα σε ένα ψάρι-ζέβρα, που είναι τροπικής προέλευσης, αναπαράγεται γρήγορα και στο οποίο μπορούν να μελετηθούν ευκολότερα οι επιπτώσεις της ραδιενέργειας, απ’ ότι σε έναν κυπρίνο ή μια κατσαρίδα, που έχουν αργό αναπαραγωγικό κύκλο και είναι δύσκολο να διατηρηθούν σε συνθήκες εργαστηρίου».

Αναγνωρίζοντας αυτές τις ελλείψεις, το IRNS αποφάσισε να αποκτήσει δεδομένα για είδη που είναι πιο αντιπροσωπευτικά των γαλλικών οικοσυστημάτων, ενώ εντείνει πλέον τις έρευνες για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των χαμηλών δόσεων ραδιενέργειας στους οργανισμούς.

Θα πρέπει βέβαια να συνυπολογιστούν επίσης κι «άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, κοντά στις πυρηνικές εγκαταστάσεις, που είναι εξίσου πιθανό να διαταράξουν το περιβάλλον», προσθέτει ο Γάλλος ερευντής: από τη χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργική παραγωγή, έως τις βιομηχανίες.

Προς το παρόν, τονίζει ο ειδικός του IRSN, δεν υπάρχουν διεθνείς μελέτες ή έστω επαρκή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν όντως επιπτώσεις στην πανίδα και στη χλωρίδα από χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας. Τουλάχιστον όχι κάτω από το όριο αναφοράς.

Κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων πειραμάτων στο ινστιτούτο, αναφέρει, «δεν υπήρξαν ενδείξεις για κάποια επίδραση στην αναπαραγωγή ψαριών, κάτω από τα 50 microgray και σε βάθος τριών γενεών».

Για παλαιότερες γενιές ωστόσο, επισημαίνει, δεν υπάρχουν στοιχεία και απαντήσεις. «Συνεπώς, η απουσία τοξικότητας δεν αποτελεί απόλυτη απόδειξη»…

Πηγή