Με ένα ακόμη «χαμένο» έτος μοιάζει το 2020 για τον κατασκευαστικό κλάδο και τα δημόσια έργα, λίγες μόλις ημέρες μετά το πέρας του πρώτου τριμήνου. Οι ακυρώσεις διαγωνισμών κι έργων βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, ενώ όσοι διαγωνισμοί μεγάλων έργων είναι ακόμη «ζωντανοί» χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις μηνών, συχνά και ετών, εξαιτίας εκατέρωθεν προσφυγών σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, ή προβλημάτων στην προετοιμασία. Στην τελευταία ετήσια έκθεση της PwC για τις υποδομές, υπολογίστηκε ότι πάνω από 30 έργα αξίας άνω των 8 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιας μορφής καθυστέρηση. Ως εκ τούτου, η χρόνια αδυναμία της παραγωγής δημοσίων έργων όχι μόνον δεν μοιάζει ικανή να επιλυθεί άμεσα, αλλά αντιθέτως φαίνεται ότι η κατάσταση είναι πιο δύσκολη από ποτέ, ιδίως αν συνυπολογιστούν και οι νέες καθυστερήσεις που θα επέλθουν λόγω της πανδημίας.
Είναι σαφές δε ότι, μετά 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και κατακόρυφης πτώσης των επενδύσεων στις υποδομές, οι εταιρείες που έχουν επιβιώσει έχουν υιοθετήσει τη λογική «ο θάνατός σου η ζωή μου», με τα νομικά επιτελεία των εταιρειών να δουλεύουν υπερωρίες και συχνά πιο σκληρά ακόμη και από τους μηχανικούς στα εργοτάξια. Αλλωστε, από την επιτυχία των πρώτων θα εξαρτηθεί η μελλοντική απασχόληση των δεύτερων – μια πρωτόγνωρη κατάσταση για τον κλάδο. Είναι εξάλλου ελάχιστα τα έργα που έχουν ανατεθεί χωρίς να προηγηθεί κάποια προσφυγή κατασκευαστή, ακόμη και πριν ξεκινήσει η διαδικασία του διαγωνισμού, π.χ. για τους όρους της προκήρυξης.
Οπως σημείωνε, πάντως, στέλεχος μεγάλου κατασκευαστικού ομίλου για τον «πόλεμο προσφυγών» σε δεκάδες έργα, μικρά και μεγάλα, «το τελευταίο διάστημα διαπιστώνουμε ένα μοτίβο, βάσει του οποίου λύση σε κάποιο έργο δίνεται μόνον αν υπάρξει απόφαση από το ΣτΕ ή ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αυτό δείχνει ότι οι υπόλοιποι θεσμοί για την ανάθεση δημοσίων έργων δεν λειτουργούν». Με τον τρόπο αυτό, όμως, το ζήτημα των καθυστερήσεων στις διαγωνιστικές διαδικασίες θα είναι μόνιμο, καθώς πάντα θα υπάρχουν εταιρείες που θα προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη, θεωρώντας ότι μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες πρακτικές.
Οι πρόσφατες εξελίξεις με τον διαγωνισμό για τη νέα γραμμή 4 του μετρό της Αθήνας είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά. Το έργο του 1,8 δισ. ευρώ ήταν σαφές ότι θα κατέληγε στις δικαστικές αίθουσες ήδη από την προκήρυξή του, πριν από τρία χρόνια, ακριβώς λόγω της σημασίας του για όποιον το αναλάβει.
Διαγωνισμοί «κολλάνε» πριν καν ξεκινήσουν
Ενας ακόμα «βαλτωμένος» διαγωνισμός από τον προηγούμενο Αύγουστο, όταν και προκηρύχθηκε, αφορά τη νέα σύμβαση για τη διαχείριση και λειτουργία του Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων (ΚΕΛ) της Ψυττάλειας, συνολικού ύψους 324 εκατ. ευρώ.
Επί του παρόντος, η ΕΥΔΑΠ αναμένει τη γνωμοδότηση του ΤΕΕ για το πρακτικό της επιτροπής του διαγωνισμού, ώστε να φανεί ποιες από τις τρεις κοινοπραξίες θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στο τελικό στάδιο του διαγωνισμού (άνοιγμα οικονομικών προσφορών), μετά τον αρχικό φερόμενο αποκλεισμό των σχημάτων ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-Suez-Intrakat και Μυτιληναίος-Κωνσταντινίδης. Σημειωτέον, ότι σε περίπτωση που επιτραπεί τελικά η συμμετοχή τους, η τρίτη κοινοπραξία και νυν διαχειριστής του ΚΕΛ, δηλαδή το σχήμα Ακτωρ-Αβαξ αναμένεται να καταθέσει προσφυγή στο ΣτΕ…
Ενα ακόμα έργο, το οποίο φαίνεται ότι θα απαιτήσει δικαστική επίλυση είναι και το ΣΔΙΤ για την κατασκευή του οδικού άξονα Καλαμάτα-Ριζόμυλος-Πύλος, εκτιμώμενου προϋπολογισμού άνω των 310 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα έργο που προκηρύχθηκε με τη διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου. Αυτή προβλέπει τη διαβούλευση της αναθέτουσας αρχής με τους υποψηφίους, ώστε να διαμορφωθεί το τελικό τεύχος διαμόρφωσης και να κατατεθούν οι δεσμευτικές προσφορές. Στο πλαίσιο αυτό είχαν προκριθεί πέντε σχήματα και συγκεκριμένα η κοινοπραξία Acciona Concesiones – Μυτιληναίος και οι ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Intrakat, Αβαξ και «Ακτωρ Παραχωρήσεις».
Ωστόσο, πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι κατατέθηκε προσφυγή από την Intrakat εναντίον της συμμετοχής στον διαγωνισμό της «Ακτωρ Παραχωρήσεις» και της κοινοπραξίας των Acciona-Μυτιληναίου. Η προσφυγή έγινε δεκτή από την Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ), με αποτέλεσμα οι δύο όμιλοι να προσφύγουν στο ΣτΕ εναντίον της σχετικής απόφασης.