Η μελέτη – η πρώτη του είδους της- δείχνει ότι ο υψηλότερος δείκτης μάζας σώματος της μητέρας, λίγο πριν από την εγκυμοσύνη, σχετίζεται με μικρότερο μήκος τελομερών στο νεογέννητο μωρό, έναν δείκτη για τη βιολογική ηλικία του.
Τα τελομερή είναι τμήματα του DNA στο τέλος των χρωμοσωμάτων – όπως οι πλαστικές άκρες των κορδονιών- που προστατεύουν το γονιδίωμα ενός ανθρώπου. Με το πέρασμα του χρόνου και όσες περισσότερες φορές τα κύτταρα διαιρούνται μέσα στο σώμα, τόσο τα τελομερή μικραίνουν.
Το μικρό μήκος των τελομερών στους ενηλίκους, που αποτελεί ένδειξη γήρανσης, έχει σχετιστεί με διάφορες παθήσεις, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη τύπου 2, καθώς και με πρόωρη θνησιμότητα. Στα νεογέννητα το μήκος των τελομερών δεν είχε μελετηθεί έως τώρα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάσλετ, με επικεφαλής τον καθηγητή Τιμ Νάουροτ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMC Medicine», μελέτησαν 743 μητέρες ηλικίας 17 έως 44 ετών και τα μωρά τους, συσχετίζοντας το βάρος των πρώτων πριν μείνουν έγκυες, με το μήκος των τελομερών των παιδιών μετά τη γέννα. Η μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση δειγμάτων αίματος που ελήφθησαν από τον ομφάλιο λώρο των μωρών αμέσως μετά τη γέννησή τους.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι φυσιολογικά οι άνθρωποι χάνουν κάθε χρόνο 32 έως 45 ζεύγη βάσεων DNA από τα τελομερή τους. Η έρευνα έδειξε ότι για κάθε παραπάνω μονάδα στο δείκτη μάζας σώματος της μητέρας, τα τελομερή του παιδιού ήσαν κατά 50 ζεύγη βάσεων κοντύτερα. Αυτή η μείωση ισοδυναμεί με μια αύξηση της βιολογικής ηλικίας του παιδιού κατά 1,1 έως 1,6 χρόνια (τόσο μήκος τελομερών χάνει σε αυτό το χρονικό διάστημα ένας ενήλικας).
Ο Νάουροτ επεσήμανε ότι «η επίπτωση των ευρημάτων από άποψη δημόσιας υγείας είναι σημαντική, αν σκεφτεί κανείς ότι στις ευημερούσες κοινωνίες περίπου το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας είναι υπέρβαρες».
Πηγή