Χωρίς αντίκρισμα είναι η έναρξη της διαδικασίας για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, καθώς οι συνθήκες της οικονομίας που επηρεάζουν τη διαμόρφωσή του είναι αρνητικές και υποδεικνύουν μείωση(!) του μισθού, αντί για αύξησή του.
Υπάρχουν 4 λόγοι που φρενάρουν την όποια αναπροασαρμογή του κατώτατου μισθού, συν η απόλυτη αντίθεση του ΣΕΒ ακόμα και στη σκέψη, μιας τέτοιας εξέλιξης.
Στο πλαίσιο αυτό, το «πράσινο φως» που άναψε από τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, για την έναρξη του διαλόγου, σχετικά με τον κατώτατο μισθό είναι μια καθαρά προσχηματική και επικοινωνιακή κίνηση, η οποία δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αύξηση των κατώτατων αποδοχών.
Αντίθετα μάλιστα, οι συνθήκες της οικονομίας, που λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωσή του, με αντικειμενικά κριτήρια συνηγορούν υπέρ της μείωσής του!
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Εργασίας και η κυβέρνηση συνολικά εμφανίζονται να μην αναβάλουν για τέτερτη φορά τις διαδικασίες αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθούς γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πρόταση αύξησή του και στην καλύτερη περίπτωση, θα μείνει παγωμένος στα 650 ευρώ ή 534 ευρώ, καθαρά.
Υπενθυμίζεται ότι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, (ήταν παγωμένος από το 2012) και διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ, από τα 586,08 ευρώ, ενώ τότε καταργήθηκε και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους εργαζόμενους ηλικίας έως 25 ετών.
Ο κατώτατος μισθός επρόκειτο να αυξηθεί ξανά τον Φεβρουάριο του 2020, αλλά το υπουργείο Εργασίας ανέβαλε την έναρξη των σχετικών διαδικασιών. Ακολούθησαν και άλλες αναβολές λόγω της πανδημίας, ενώ είχε προηγηθεί οξεία κριτική από τον ΣΕΒ στην προοπτική να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Στις 13 Φεβρουαρίου 2020, ο ΣΕΒ είχε «συστήσει», όπως «επιδειχθεί σύνεση από την πολιτεία στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2020, καθώς μια επανάληψη της μαξιμαλιστικής πολιτικής του 2019 θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία». Μάλιστα υποστήριζε ότι οι αυξήσεις μισθών που έγιναν πέρυσι «φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της απασχόλησης».
Γιατί δεν θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός
Σύμφωνα με τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία, προβλέπει την υποβολή τεκμηριωμένων προτάσεων από φορείς μεταξύ των οποίων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Αρχή, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε./ΑΔΕΔΥ (ΙΝΕ−Γ.Σ.Ε.Ε.), το Ινστιτούτο ΙΜΕ−Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝ. ΕΜ.Υ. ΕΣΕΕ).
Οι συγκεκριμένοι φορείς θα συντάξουν έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2021 και θα αποφασιστεί αν θα αναπροσαρμοστεί ή όχι ο κατώτατος μισθός.
Όμως οι φορείς, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους, σύμφωνα με την σχετική διάταξη, την ειδική ρήτρα που προβλέπεται στον νόμο του 2013, που αναφέρει ότι: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Οι 4 λόγοι που ανάβουν «κόκκινο»
Παρατηρείται όμως, ότι, όλοι οι παράγοντες αυτοί είναι αρνητικοί για να υποστηρίξουν οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού και συγκεκριμένα:
- Η οικονομία έρχεται από ύφεση 8,2% το 2020, ύφεση θα παρουσιάσει και στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ενώ αβεβαιότητα επικρατεί για τη συνέχεια, καθώς, λόγω της πανδημίας όλα είναι στον αέρα.
- Ο δείκτης τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός) είναι σταθερά αρνητικός από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2021 και όσο παραμένουν τα lockdown και η χαμηλή ζήτηση, δεν αναμένεται να ανακάμψει.
- Η παραγωγικότητα της εργασίας (ΑΕΠ/συνολική απασχόληση) το 2020 μειώθηκε κατά 8,4%, από αύξηση 0,6% το 2019 και αύξηση 0,15% το 2018, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
- Η ανεργία συγκρατείται με τεχνητές «αναπνοές» στα επίπεδα του 15,8% (Δεκέμβριος 2020), λόγω των αναστολών συμβάσεων εργασίας σε περισσότερους από 600.000 εργαζόμενους. Επίσης θετικά επιδρούν στη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης και οι περιορισμοί που βάζουν οι επιστρεπτέες προκαταβολές, καθώς, όσες επιχειρήσεις λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις απαγορεύεται να μειώσουν τις θέσεις απασχόλησης, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Με τη λήξη των μέτρων στήριξης, οι εργατολόγοι αναμένουν έκρηξη των απολύσεων.
Πηγή