Στα λόγια, οι τράπεζες της Κίνας και το εγχώριο σύστημα πληρωμών της θα μπορούσαν να προσφέρουν στη Ρωσία μια διέξοδο από τις στραγγαλιστικές κυρώσεις της Δύσης. Στην πράξη, όμως, δεν είναι τόσο απλό, σημειώνουν σε άρθρο τους οι Jing Yang και Rebecca Feng στη Wall Street Journal.

Το αδιέξοδο καταδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για το Πεκίνο και τη Μόσχα να παρακάμψουν το δολαριοκεντρικό διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα – παρά την κοινή του πρόθεση και παρότι η Κίνα έχει κάποια πρότερη εμπειρία στο να βοηθά άλλες χώρες να αποφύγουν κυρώσεις.

Οι δυτικές χώρες έχουν επιβάλει σειρά κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας την τελευταία εβδομάδα, που κυμαίνονται από το “πάγωμα” μεγάλους μέρους των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας της χώρας έως την “αποβολή” ορισμένων ρωσικών τραπεζών από το SWIFT, το δίκτυο πληρωμών που χρησιμοποιείται ευρέως στις διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές.

Η Κίνα από τη μεριά της ανησυχεί εδώ και πολύ καιρό γι’ αυτό που χαρακτηρίζει “ηγεμονία του δολαρίου”, ειδικά μετά την επιδείνωση του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, και έχει βρει ένα σύμμαχο στο Κρεμλίνο, σε βάρος του οποίου επιβλήθηκαν κυρώσεις μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Οι δύο χώρες διευρύνουν συνεχώς τις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις χωρίς τη χρήση δολαρίου, γεγονός που προσφέρει στη Ρωσία μια σημαντική διέξοδο για την πώληση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων προϊόντων χωρίς να εμπλέκει το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι τον προηγούμενο Σεπτέμβριο μόλις το ένα τρίτο και κάτι των ρωσικών εξαγωγών στην Κίνα διακανονίστηκε σε δολάρια, όπως καταδεικνύουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, έναντι του 96% των εξαγωγών το 2013. Επίσης, κάτι περισσότερο από το ήμισυ των κινεζικών εξαγωγών στη Ρωσία διακανονίστηκε σε δολάρια, έναντι ποσοστού 90% το 2013.

Ωστόσο, η αξία του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ωχριά μπροστά στο μέγεθος των αγορών από τις οποίες αποκλείεται πλέον σε σημαντικό βαθμό η Ρωσία. Και παρότι το Πεκίνο προσφάτως τάχθηκε σθεναρά κατά των κυρώσεων, οι μεγάλες κινεζικές τράπεζες δεν είναι πιθανό να σπεύσουν προς διάσωση της Ρωσίας.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ λιγότερο πρόθυμα να εξυπηρετήσουν Ρώσους πελάτες από ό,τι η πολιτική ηγεσία της χώρας.

Ο καθηγητής Zhiwu Chen, πρόεδρος του τμήματος Οικονομικών της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, συμμετείχε στη διεξαγωγή πρώιμων συναντήσεων μεταξύ κινεζικών τραπεζών και ρωσικών επιχειρήσεων το 2014 και το 2015. Εκείνη την εποχή, “τα τραπεζικά στελέχη της Κίνα δεν έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις με τη Ρωσία”, τονίζει.

Οκτώ χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, “το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί”, προσθέτει ο καθηγητής Chen. “Όταν αυτοί οι ‘αναγκαστικοί γάμοι’ επιβλήθηκαν και δύο πλευρές άρχισαν να συνυπάρχουν, άρχισαν να αναπτύσσονται ορισμένοι δεσμοί”, σημειώνει, προσθέτοντας ωστόσο ότι “η ώθηση από την ανώτατη ηγεσία είχε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά όχι στον βαθμό που η ηγεσία θα ήθελε”.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα αφορά έναν αμερικανικό νόμο του 2017 που επιτρέπει στις ΗΠΑ να “τιμωρούν” ξένες οντότητες που συναλλάσσονται με εταιρείες, χώρες και ιδιώτες που υπόκεινται σε κυρώσεις. Για κάθε τράπεζα που θέλει να συναλλάσσεται σε δολάρια, οι συνέπειες μπορεί να είναι δραματικές.

“Τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν αυτές τις κυρώσεις πολύ σοβαρά υπόψη και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση των κινδύνων που ενέχουν”, σημειώνει ο Chen Zhu, εταίρος στη Morrison & Foerster LLP στο Χονγκ Κονγκ. Λόγω της ευρείας γκάμας των δυτικών κυρώσεων “το περιθώριο των κινεζικών εταιρειών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να συναλλάσσονται με ομολόγους τους από τη Ρωσία είναι πολύ μικρότερο πλέον”, προσθέτει.

Αυτές οι δευτερογενείς κυρώσεις εμπόδισαν τις κινεζικές τράπεζες στο παρελθόν. Αφότου οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις σε βάρος της επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ Carrie Lam το 2020, η ίδια δήλωσε ότι απώλεσε την πρόσβασή της σε τραπεζικές υπηρεσίες και αναγκάστηκε ακόμη και τον μισθό της να τον λαμβάνει σε μετρητά. Ούτε οι τράπεζες της ηπειρωτικής Κίνας ούτε αυτές του Χονγκ Κονγκ μπόρεσαν να “μεσολαβήσουν”.

Το Διασυνοριακό Διατραπεζικό Σύστημα Πληρωμών της Κίνας, γνωστό και ο CIPS, έχει παρουσιαστεί ως δυνητική εναλλακτική για τις ρωσικές τράπεζες που αποβλήθηκαν από το SWIFT. Αλλά αναλυτές και νομικοί αναφέρουν ότι δεν ενδείκνυται γι’ αυτόν τον σκοπό, τουλάχιστον όχι ακόμη.

Το CIPS, που τέθηκε σε λειτουργία το 2015, αναπτύχθηκε από την κεντρική τράπεζα της Κίνας για να προωθήσει τη διεθνή χρήση του γουάν, και σε μεγάλο βαθμό διαχειρίζεται στις συναλλαγές μεταξύ της χώρας και χωρών του εξωτερικού που διακανονίζονται σε γουάν. Αλλά έως και το τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους διαχειριζόταν κατά μέσο όρο μόλις 13.000 συναλλαγές την ημέρα, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πόσο γρήγορα θα μπορούσε να διευρυνθεί. Αν και η σύγκριση δεν είναι ακριβής, το SWIFT επεξεργαζόταν περισσότερες από 40 εκατομμύρια συναλλαγές την ημέρα στο ίδιο διάστημα λειτουργίας.

“Δεν θεωρώ ότι αποτελεί μια βιώσιμη εναλλακτική είτε για την αποφυγή κυρώσεων είτε για την αντικατάσταση του συστήματος SWIFT στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές αυτήν τη στιγμή”, σημειώνει ο Josh Lipsky, διευθυντής του Κέντρου Γεωοικονομικών του Ατλαντικού Συμβουλίου. “Το CIPS δεν είναι έτοιμο”, προσθέτει.

Οποιαδήποτε τράπεζα χρησιμοποιήσει το CIPS για να παρακάμψει το SWIFT θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να υποστεί δευτερογενείς κυρώσεις, αναφέρει ο Nicholas Turner, δικηγόρος στην Steptoe & Johnson LLP. “Οι δευτερογενείς κυρώσεις εφαρμόζονται σε αρκετά συνήθεις εμπορικές δραστηριότητες”, προσθέτει.

Τα δύο δίκτυα είναι επίσης συμπληρωματικά όσο και ανταγωνιστικά, αφού το SWIFT κατά κύριο λόγο αποτελεί ένα σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων. Περισσότερο από το 80% των συναλλαγών του CIPS βασίζονται στα μηνύματα του SWIFT, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οικονομολόγου της ANZ Raymond Yeung και των συνεργατών του.

Σε ανακοίνωσή της η SWIFT αναφέρει: “Από το 2016, το SWIFT και το CIPS συνεργάζονται στην παροχή του Swift ως το ασφαλές, αποτελεσματικό και αξιόπιστο κανάλι σύνδεσης του CIPS με την παγκόσμια κοινότητα χρηστών του SWIFT”. To CIPS δεν ανταποκρίθηκε στο ερώτημα της WSJ να σχολιάσει τη σχέση αυτή.

Άλλωστε το SWIFT υποστηρίζει τις συναλλαγές μεταξύ του υποκαταστήματος της Industrial and Commercial Bank of China Ltd. στη Μόσχα και της μόνης τράπεζας στη Ρωσία που εκκαθαρίζει συναλλαγές σε γουάν, αλλά με των κεντρικών γραφείων της ICBC στο Πεκίνο, σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή Wang Xiaoquan της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών.

Μια επιλογή με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, εάν οι κυρώσεις της Δύσης διατηρηθούν και προκαλέσουν μακροπρόθεσμη ζημιά στη ρωσική οικονομία και στα στρατηγικά συμφέροντα της Κίνας, θα ήταν το Πεκίνο να αξιοποιήσει μικρότερες τράπεζες για τις συναλλαγές του με τη Μόσχα.

“Είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθούν πολλές τράπεζες ειδικού σκοπού μόνο και μόνο για να εμπλακούν σε δραστηριότητες αποφυγής των κυρώσεων ώστε να βοηθήσουν τους φίλους της Κίνας”, σημειώνει ο καθηγητής Chen. “Εάν η σύγκρουση στην Ουκρανία διαρκέσει για μερικά χρόνια, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ως οχήματα αρκετές τέτοιες μικρές τράπεζες ειδικού σκοπού”, συμπληρώνει.

Ορισμένες μικρές κινεζικές τράπεζες είχαν στο παρελθόν διευκολύνει το εμπόριο με χώρες που υπόκειντο σε κυρώσεις, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν.

Το 2009, ο πετρελαϊκός κολοσσός China National Petroleum Corp. εξαγόρασε μια εμπορική τράπεζα με έδρα τη Σιντζιάνγκ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Bank of Kunlun. Στη συνέχεια, η τράπεζα στηρίχθηκε σε καταθέσεις και άλλες δραστηριότητες που σχετίζονται με τον όμιλο της CNPC, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της.

Το 2012, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στην Bank of Kunlun, όπως και σε μια ιρακινή τράπεζα, διότι βοήθησαν τις ιρανικές τράπεζες να μεταφέρουν εκατομμύρια δολάρια και τους απαγόρευσε την πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Η Bank of Kunlun έχει περιορίσει τις δραστηριότητές της τα τελευταία χρόνια στο Ιράν, καθώς η Κίνα διαφοροποιεί τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της.

“Ακόμη κι αν επιβληθούν κυρώσεις στην Kunlun Bank από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, ποια η ζημιά; Καμία. Δεν έχει δραστηριότητα σε καμία ανεπτυγμένη χώρα”, εξηγεί ο καθηγητής Chen, ο οποίος διετέλεσε ανεξάρτητο μέλος της διοίκησης της PetroChina, του εισηγμένου βραχίονα της CNPC, το χρονικό διάστημα 2011 – 2017.

Πηγη: capital.gr


Πηγή