Τα νέα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που ανακοίνωσε σήμερα η κυβέρνηση, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, παρότι τα έχει απόλυτη ανάγκη η αγορά, αναπαράγουν οικονομικές ανισότητες και κοινωνικές αδικίες που προκάλεσαν όλες οι παρεμβάσεις ανακούφισης από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία, τον Μάρτιο του προηγούμενου έτους.

Αυτό σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) σε ανακοίνωσή της σχετικά με τα νέα μέτρα και προσθέτει, αναλυτικά, τα εξής:

«Τα μέτρα συνεχίζουν να διέπονται από μια οριζόντια λογική, όταν ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας έχει φανεί πώς υπάρχουν κλάδοι που σήκωσαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος (πχ. εστίαση) κι άλλοι κλάδοι που δεν υπέστησαν ζημιές.

Γενικά, επιχειρώντας μια αποτίμηση όλων των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί, η επιτυχία ή αποτυχία τους θα κριθεί στο τέλος της πανδημίας, όταν η οικονομία θα επιχειρήσει την επανεκκίνηση. Τότε θα φανεί πόσες επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να κάνουν μια νέα αρχή ή θα έχουν παραδώσει τα κλειδιά τους. Ως ΓΣΕΒΕΕ αυτό που ξέρουμε είναι το εύρημα πλήθους ερευνών, μεταξύ πολλών άλλων και του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (1/2021), που δείχνει ότι η κοινωνία είχε μια απώλεια εισοδήματος ύψους 11% για το 2020, ενώ μεταξύ όσων ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα απώλεια εισοδήματος δήλωσε ένα ποσοστό της τάξης του 70%!

Επιπλέον, σε μια χειμαζόμενη κοινωνία η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά 10 δισ. ευρώ δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται τεκμήριο επιτυχίας μιας πολιτικής. Μάλλον τεκμήριο αποτυχίας πρέπει να χαρακτηριστεί μιας και δείχνει ότι πολύτιμα κεφάλαια αντί να πέσουν στην αγορά και να καλύψουν τις πιεστικές ανάγκες ρευστότητας, κατευθύνθηκαν σε όσους δεν τα χρειάζονταν και οδηγήθηκαν στον αποθησαυρισμό…

Ομολογία αποτυχίας επίσης είναι και η έκπτωση της τάξης 15% για όσες επιχειρήσεις αποπληρώσουν εφάπαξ το επιστρεπτέο ποσό. Αποτελεί αναγνώριση της κριτικής που από την αρχή άσκησε η ΓΣΕΒΕΕ ότι η οριζόντια λογική του μέτρου οδήγησε μεγάλα ποσά σε επιχειρήσεις που δεν τα χρειάζονταν.

Ειδικότερα:

Ο 7ος κύκλος επιστρεπτέας προκαταβολής, που ξεκινάει τον Απρίλιο, και περιλαμβάνει 50% απαλλαγή υπό τον όρο διατήρησης των θέσεων εργασίας, πρέπει να προβλέπει 100% απαλλαγή για αυτοαπασχολούμενους και μικρές επιχειρήσεις (κι όχι για το σύνολο των αιτούντων).

Το σχέδιο επιδότησης πάγιων δαπανών οι οποίες θα λάβουν τη μορφή πίστωσης για την μελλοντική αποπληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων στο μέλλον, δεν απαντάει στις άμεσες και πιεστικές ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων – το πρόβλημα που υποτίθεται καλείται να επιλύσει το μέτρο. Μια τέτοια ρύθμιση θα ήταν επωφελής αν δεν υπήρχε πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά. Στην πράξη ισοδυναμεί με κεφαλαιοποίηση εκ μέρους των επιχειρήσεων των ζημιών που υπέστησαν το 2020, όταν ήταν μεν κλειστές με κρατική εντολή αλλά πλήρωναν λογαριασμούς, έναντι μιας υπόσχεσης έκπτωσης στις εισφορές και τις υποχρεώσεις το 2022 και το 2023. Ως τότε με τις μέσα θα επιβιώσουν; Το μέτρο αυτό δε συμβάλει να φτάσουν έστω οι ΜμΕ στη στιγμή της εξόδου από την ύφεση. Επί της ουσίας η κυβέρνηση μας καλεί ως τότε να ανταπεξέλθουμε με ίδια μέσα κι όποια επιχείρηση αντέξει, θα ανταμειφθεί.

Στο πρόγραμμα επιδότησης επιχειρηματικών δανείων Γέφυρα, ύψους 300 εκ.ατ ευρώ, δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το ανώτατο όριο οφειλής για τις επιχειρήσεις που θα ενταχθούν. Έτσι, ο κίνδυνος είναι η μερίδα του λέοντος να απορροφηθεί από τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Προτείνουμε να τεθεί όριο στο ύψος των δανείων ή τον κύκλο εργασιών των υποστηριζόμενων επιχειρήσεων, ώστε λίγα λεφτά να πάνε σε πολλές επιχειρήσεις κι όχι για πολλοστή ακόμη φορά πολλά λεφτά σε λίγες.

Η διεύρυνση της περιόδου αποπληρωμής επιστρεπτέων προκαταβολών από 40 σε 60 δόσεις κι η μεταφορά της δόσης Μαρτίου ρυθμισμένων φορολογικών υποχρεώσεων στο τέλος της περιόδου ρύθμισης ισοδυναμεί με μετάθεση της ημερομηνίας …θανάτου. Βολικό για μια κυβέρνηση, αλλά για μια μικρή επιχείρηση απλώς μεταφέρει υποχρεώσεις που είναι γνωστό πώς δεν μπορούν να πληρωθούν στο μέλλον. Πρότασή μας είναι να κουρευτούν σε επίπεδο 90% με κριτήριο τον κύκλο εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων ή άλλα, ώστε να ευνοηθούν οι μικρές επιχειρήσεις».


Πηγή