Καθώς οι χώρες του κόσμου δαπανούν χρήματα για να πολεμήσουν το νέο κορονωϊό, το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το χρέος αυξήθηκε στο 128% του παγκόσμιου ΑΕΠ τον Ιούλιο, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Συγκριτικά, το 1946 το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 124%.

H αναλογία με τον ΒΠΠ είναι πολύ εύστοχη, αφού και αυτή τη φορά η ανθρωπότητα μάχεται – ενάντια όμως σε έναν ιό και όχι κάποια ξένη δύναμη. Ειδικοί στην οικονομία επισημαίνουν ότι προς το παρόν οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να επικεντρωθούν στις δαπάνες και το χρέος, αλλά να προσπαθήσουν να θέσουν υπό έλεγχο τον ιό.

Η ρόδινη περίοδος του «baby boom» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τον ΒΠΠ, το χρέος έπεσε γρήγορα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, χάρη στη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη. Το ποσοστό χρέους ανά παγκόσμιο ΑΕΠ έπεσε σε κάτω από 50% έως το 1959.

Στην αισιόδοξη μεταπολεμική περίοδο, οι γεννήσεις αυξήθηκαν, κάτι που οδήγησε σε έσοδα για τα νοικοκυριά και αύξηση του εργατικού δυναμικού. Οι περιστάσεις επέτρεψαν επίσης στην ανθρωπότητα να δρέψει τους καρπούς της σταδιακής επικράτησης του ηλεκτρισμού, της αστικοποίησης και των εξελίξεων στον τομέα της ιατρικής

Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, οι οικονομίες «πετούσαν». Η ανάπτυξη έφτανε κατά μέσο όρο το 5% τον χρόνο στη Γαλλία και τον Καναδά, το 6% στην Ιταλία και πάνω από 8% στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Στις ΗΠΑ είχε φτάσει το 4%.

Δύσκολα και αργά θα έρθει η ανάκαμψη μετά τον κορωνοϊό

Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα για δημογραφικούς λόγους, καθώς και εξαιτίας της αργής ανάπτυξης.

«Θα είμαστε τυχεροί αν έχουμε τη μισή [από τη μεταπολεμική ανάπτυξη] την επόμενη δεκαετία», σημειώνει ο Νέιθαν Σιτς, γνωστός οικονομολόγος που έχει εργαστεί και στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.

Τα τελευταία χρόνια, οι οικονομίες των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Βρετανίας έχουν αυξηθεί περίπου κατά 2% τον χρόνο. Στην Ιταλία και τη Γαλλία, το ποσοστό αυτό είναι κοντά στο 1%.

Μια νίκη επί του κορωνοϊού σίγουρα θα φέρει ένα κύμα αισιοδοξίας, όμως δεν θα είναι παρόμοια με την άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πληθυσμός αυξάνεται με βραδείς ρυθμούς στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες και το εργατικό δυναμικό έχει συρρικνωθεί, καθώς οι κοινωνίες γερνάνε και η παραγωγικότητα μειώνεται.

Στη δεκαετία του 1960, ο πληθυσμός των χωρών της G7 αυξανόταν κατά 1% τον χρόνο. Σήμερα, καμία χώρα των G7 δεν πλησιάζει αυτό το νούμερο, ενώ μάλιστα στην Ιταλία και την Ιαπωνία ο πληθυσμός συρρικνώνεται.

Το τέλος των προγραμμάτων για την πανδημία, όπως αυτά για τη στήριξη των ανέργων και τα επιδόματα στα νοικοκυριά, σίγουρα θα μειώσει τα δημόσια έξοδα, άλλα όχι κατά πολύ.

Βέβαια, τα σημερινά υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους δεν άρχισαν με την πανδημία. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980, πέρα από τις περιόδους κρίσεων, με το χρέος να αυξάνεται στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, κυρίως λόγω εξόδων στην υγεία και τις συντάξεις.

Μετά τον πόλεμο, o πληθωρισμός βοήθησε να μειωθεί το χρέος. Σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σημάδι, παρά τις τεράστιες δαπάνες.

Ο ρόλος των χαμηλών επιτοκίων

Tα χαμηλά επιτόκια είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό των δύο περιόδων. Μετά τον ΒΠΠ, η Fed (η Τράπεζα των ΗΠΑ, φωτ.) κράτησε χαμηλό το κόστος δανεισμού για να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια.

Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει συνεργασία της Fed και του υπουργείου Οικονομικών. Με την ανάπτυξη να είναι χαμηλή, την αγορά εργασίας κατεστραμμένη και τον πληθωρισμό χαμηλό, οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μια εκτεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων.

Ίσως, οι ανεπτυγμένες οικονομίες αποδεχτούν ένα κόσμο με μεγαλύτερο δημόσιο χρέος.

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει μεγάλες ποσότητες δημόσιου χρέους για να χαμηλώσουν τα μακροχρόνια επιτόκια και να υποστηρίξουν την ανάπτυξη σε περιόδους αδυναμίας.

Η Fed κατέχει πάνω από 4 τρισ. δολάρια του συνολικού χρέους των 26 τρις. των ΗΠΑ. Η ιαπωνική κεντρική τράπεζα κατέχει ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό: 4 τρισ. δολάρια σε σύνολο 11 τρισ. χρέους.

Το παράδειγμα της Ιαπωνίας δείχνει ότι τα χρέη μπορούν να αυξάνονται για καιρό, πάνω και από το 200% του ΑΕΠ, χωρίς να υπάρξει οικονομική κρίση.

Αν οι κεντρικές τράπεζες έχουν στην κατοχή τους τόσο χρέος, κάποιοι από τους κινδύνους και τις προκλήσεις της διαχείρισης χρέους φεύγουν από τα χέρια των υπουργείων Οικονομικών.

tovima.gr

Πηγή