Το 2005 η Αττική Οδός διεκδίκησε 120,5 εκατ. ευρώ για διάφορα «παράλληλα έργα», 3,69 εκατ. ευρώ για πέντε πιστοποιήσεις έργων του 2004 και 913.000 ευρώ τόκους. Τελικώς το δικαστήριο έκρινε ότι το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει 55,24 εκατ. ευρώ για τις εργασίες.
Μια άγνωστη πτυχή των σχέσεων της Αττικής Οδού και του Δημοσίου φέρνει για πρώτη φορά στο φως η «Κ». Πρόκειται για τις έξι αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου, στο οποίο οδήγησε η Αττική Οδός τις οικονομικές και άλλες απαιτήσεις της από το 2001 έως σήμερα. Τι προκύπτει από αυτές;
Οτι έπειτα από 12 χρόνια «ησυχίας», η Αττική Οδός ξαφνικά «βομβάρδισε» από τα μέσα του 2017 έως τα μέσα του 2019 το Δημόσιο με απαιτήσεις, πολλές από τις οποίες ανάγονται στο 2005-2006. Οτι ακόμα και σήμερα, περισσότερα από 15 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του αυτοκινητοδρόμου, εξακολουθούν να υπάρχουν θολά σημεία ως προς τις υποχρεώσεις της, τα οποία μεταφράζονται σε εκατομμύρια ευρώ. Οτι η επέκταση της σύμβασης παραχώρησης πέραν του 2024 έχει κατηγορηματικά αποκλειστεί εδώ και μία δεκαπενταετία.
Η παραπομπή θεμάτων σε διαιτητικό δικαστήριο είναι μια διαδικασία που προβλέπεται σε όλες τις συμβάσεις παραχώρησης για θέματα στα οποία είτε υπάρχει διαφωνία είτε δεν καλύπτονται από τη σύμβαση.
Οπως προκύπτει από τις έξι αποφάσεις τις οποίες έχει στη διάθεσή της η «Κ», η Αττική Οδός προσέφυγε σε διαιτησία τέσσερις φορές το διάστημα 2000-2005 (το έργο παραδόθηκε στην κυκλοφορία στις 24.6.2004). Στην τελευταία περίπτωση επιδίωξε, μεταξύ άλλων, την επέκταση κατά τρεις μήνες του ανώτατου ορίου της σύμβασης παραχώρησης.
Το αίτημα δεν έγινε δεκτό: «Η μέγιστη διάρκεια της περιόδου παραχώρησης είναι 23 χρόνια, μη επιτρεπόμενης της υπέρβασής της από τον ανάδοχο για οποιονδήποτε λόγο.
Είναι όμως ενδεχόμενη η παράτασή της λόγω παρατάσεων των προθεσμιών (σ.σ.: κατασκευής του έργου) του αναδόχου, που θα χορηγηθούν από τον κύριο του έργου», αναφέρει η διαιτητική απόφαση, επισημαίνοντας ότι τέτοιες παρατάσεις (της κατασκευαστικής περιόδου) ήδη δόθηκαν τρεις φορές, συνολικά κατά ένα χρόνο και επτά μήνες, έως τον Ιούλιο του 2024.
Επομένως, οποιαδήποτε επέκταση της σύμβασης όπως έχει κατά καιρούς συζητηθεί είναι αδύνατη, εκτός κι αν το Δημόσιο τροποποιήσει τη σύμβαση παραχώρησης (κάτι που δεν έχει λόγο να κάνει, αντιθέτως έχει λόγο να ανυπομονεί για την επιστροφή της «χρυσοτόκου όρνιθος» στο Δημόσιο).
Μετά ένα μεγάλο διάστημα «σιωπής», η Αττική Οδός επανήλθε τον Ιούλιο του 2017 ζητώντας τα απωλεσθέντα έσοδά της από τα διόδια, για τις περιπτώσεις που το Δημόσιο είχε δώσει εντολή να μην εισπράττονται. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Αττική Οδός έβαλε αίφνης στο τραπέζι τις διεκδικήσεις της από το 2006, προσφεύγοντας στη διαιτησία για πρώτη φορά έπειτα από 12 χρόνια.
Η περίοδος στην οποία η Αττική Οδός έφερε μετ’ επιτάσεως το θέμα (μέχρι τότε περιοριζόταν σε οχλήσεις) συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία, σύμφωνα με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Υποδομών Χρήστου Σπίρτζη, βρίσκονταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για τη διετή επέκταση της σύμβασης (με αντάλλαγμα την εκπόνηση μελετών για τις επεκτάσεις της Αττικής Οδού και κάποια από τα έργα).
Η συζήτηση αυτή κατέληξε στις 18.1.2018 στην υπογραφή ενός μνημονίου συναντίληψης ανάμεσα στις δύο πλευρές, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα μυστικό.
Η «Κ» ζήτησε την άποψη της Αττικής Οδού σχετικά με την αιτία ετεροχρονισμένης υποβολής των αιτημάτων. «Η απόφαση λαμβάνεται έπειτα από αξιολόγηση μιας σειράς παραμέτρων, μεταξύ των οποίων και το ότι η Αττική Οδός επιδιώκει να επιλύει τα σχετικά θέματα πρωτίστως μέσω καλόπιστου διαλόγου με το ελληνικό Δημόσιο και σχετικής επίσημης αλληλογραφίας με τις αρμόδιες αρχές, εξαντλώντας όλα τα δυνατά χρονικά περιθώρια πριν καταφύγει σε μια λύση όπως αυτή της διαιτησίας», απαντά η εταιρεία.
Ομως, τελικά η «συμφωνία» Αττικής Οδού και υπουργού Υποδομών κατέρρευσε, καθώς οι διαπραγματεύσεις τραβούσαν για μήνες, αλλά δεν κατέληγαν πουθενά.
Τον Δεκέμβριο του 2018 η Αττική Οδός υπέβαλε μαζικά οχλήσεις προς το Δημόσιο, διεκδικώντας 28 εκατ. ευρώ για την κατασκευή ή / και συντήρηση διαφόρων έργων εκτός αντικειμένου της σύμβασης. Το Δημόσιο δεν απάντησε. Ετσι, στις 14 Ιουνίου 2019 η Αττική Οδός ανακοινώνει αυξήσεις στα διόδια σε δύο φάσεις και στις 28 του ίδιου μηνός υποβάλλει νέα αίτηση προσφυγής στη διαιτησία. Οπως και την προηγούμενη φορά, κάποια από τα αιτήματα ανάγονται έως και το 2005.
Ανεξάρτητα από το αν όλο αυτό οφειλόταν στη διάρρηξη των σχέσεών της με τον τότε υπουργό ή απλώς επρόκειτο για χρονική σύμπτωση, από την τελευταία απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου προκύπτει ένα άλλο σοβαρό ζήτημα για το Δημόσιο: με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν φρόντιζε να ξεκαθαρίσει επί μία δεκαπενταετία τις αρμοδιότητες της Αττικής Οδού, τι πρέπει να πληρωθεί και τι να συντηρηθεί.
Οσο κι αν ακούγεται απίθανο, το Δημόσιο κατηγόρησε την Αττική Οδό ότι σε κάποια έργα ενήργησε αυτοβούλως, δηλαδή ότι τα κατασκεύασε όπως ήθελε και έφερε τον λογαριασμό στο κράτος. Επομένως, υπήρχε προφανής ολιγωρία από τις κρατικές υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για τον συμβατικό έλεγχο της Αττικής Οδού. Το ερώτημα είναι αν η ολιγωρία αυτή ήταν αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής.
Και φθάνουμε στο σήμερα. Στις 14 Απριλίου η Αττική Οδός απέστειλε επιστολή (όχληση) στο υπουργείο Υποδομών για την οικονομική ζημία που της προκαλούν τα έκτακτα μέτρα για τον κορωνοϊό.
Υποστηρίζει ότι, λ.χ., τον Μάρτιο οι διελεύσεις μειώθηκαν κατά 40,5% (σε σχέση με το προηγούμενο έτος), ότι οι σταθμοί εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών (ΣΕΑ) υπολειτουργούν, ότι οι μη επείγουσες εργασίες συντήρησης έχουν αναβληθεί.
Ως αποτέλεσμα, «είναι πιθανό να βρεθεί σε μερική αδυναμία λειτουργίας και συντήρησης του έργου στο επίπεδο των συμβατικών προδιαγραφών» και επιφυλάσσεται παντός νομίμου δικαιώματός της…
Στα 28,21 εκατ. ο «λογαριασμός» έργων
Αν η Αττική Οδός δεν έχει επιτύχει στο τέλος της περιόδου παραχώρησης, στα μέσα του 2024, την απόδοση που προβλέπεται στη σύμβαση, τότε το Δημόσιο θα πρέπει να της καταβάλει τα 28,21 εκατ. ευρώ που διεκδικεί. Αυτό αποφάσισε τον Ιανουάριο του 2020 το διαιτητικό δικαστήριο για τις πιο πρόσφατες διεκδικήσεις της Αττικής Οδού, που αφορούν έργα που κατασκεύασε ή / και συντήρησε από το 2005 έως και το 2018. Η εταιρεία είχε ζητήσει την άμεση καταβολή των χρημάτων, υποστηρίζοντας ότι είναι αδύνατον να επιτύχει την απόδοση της σύμβασης έως το 2024. Το δε Δημόσιο υποστήριξε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ζήτησε, ούτε συναίνεσε στις εργασίες, ενώ τα περισσότερα ποσά έχουν παραγραφεί.
Ο τρόπος συντήρησης της Αττικής Οδού και του υπολογισμού του κόστους της συμφωνήθηκε τον Μάρτιο του 2000 με ειδική σύμβαση που υπέγραψε το Δημόσιο με την Αττική Οδό. Ωστόσο, πολλές φορές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, τόσο κατά την κατασκευαστική περίοδο όσο και κατά τη διάρκεια της παραχώρησης, το Δημόσιο ζήτησε από τους εργολάβους να αναλάβουν επιπλέον εργασίες (εκτός του συμβατικού αντικειμένου του έργου), είτε εντός των ορίων του αυτοκινητοδρόμου είτε στα σημεία επαφής του με το οδικό δίκτυο της Αττικής.
Με την υπόθεση που η Αττική Οδός έστειλε στη διαιτησία στις 28.6.2019 διεκδίκησε από το Δημόσιο τα ακόλουθα:
1. Ποσό 11,07 εκατ. για τη συντήρηση ορισμένων τμημάτων στις απολήξεις της Αττικής Οδού (κόμβοι και οδικά τμήματα), τα οποία είχε κατασκευάσει κατ’ εντολήν του Δημοσίου.
2. Ποσό 1,23 εκατ. για την τοποθέτηση καμερών μέτρησης ταχύτητας και φωτογράφισης παραβατών και εγκατάσταση και συντήρηση κέντρου παρακολούθησης στην Τροχαία Αττικής Οδού.
3. Ποσό 4,71 εκατ. για την κατασκευή επιπρόσθετων ηχοπετασμάτων το 2005-2008.
4. Ποσό 173.331 ευρώ για την οριοθέτηση και περίφραξη των χώρων εγκατάστασης και υποστήριξης (ΧΕΥ), οικόπεδα δίπλα σε κόμβους της Αττικής Οδού που επιστράφηκαν στο Δημόσιο μετά την ολοκλήρωση του έργου.
5. Ποσό 4,52 εκατ. για εργασίες αποκατάστασης τμημάτων της Δυτικής Περιφερειακής Αιγάλεω.
6. Ποσό 6,15 εκατ. (+ΦΠΑ) για τη συντήρηση του πρασίνου στις τοπικές οδούς (διάφορες συνδέσεις με την Αττική Οδό) το 2007-2017.
7. Ποσό 340.921 για εργασίες λειτουργίας και συντήρησης των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του πρασίνου των τοπικών οδών το 2008-2017.
Η Αττική Οδός ζήτησε την καταβολή του συνολικού ποσού από το Δημόσιο άμεσα, καθώς «είναι αδύνατον να επιτευχθεί η συμφωνηθείσα μέση απόδοση μετοχικού κεφαλαίου (σ.σ.: 11,6% ή υπό όρους 13,1%) λόγω αντικειμενικών ορίων στα έσοδα που θέτει ο μέγιστος κυκλοφοριακός φόρτος που μπορεί να εξυπηρετήσει ο αυτοκινητόδρομος».
Το Δημόσιο γενικά υποστήριξε ότι δεν συναίνεσε στις περισσότερες εργασίες. Το δικαστήριο έκρινε ότι το Δημόσιο συναίνεσε στις εργασίες ρητά ή σιωπηρά, δέχεται όμως ότι ο παραχωρησιούχος δεν τήρησε τη συμβατική διαδικασία υπολογισμού του κόστους κατασκευής και συντήρησης των εργασιών αυτών. Ετσι, όρισε την καταβολή των 28,2 εκατ. στο τέλος της σύμβασης παραχώρησης (Ιούλιος 2024) εφόσον δεν έχει επιτευχθεί η απόδοση της σύμβασης και μέχρι το ύψος αυτής.
Αποκλείεται η παράταση της σύμβασης
Η Αττική Οδός προσέφυγε στη διαιτησία για την επίλυση των διαφορών της με το Δημόσιο ακόμα τέσσερις φορές, το 2001-2005. Η σημαντικότερη από αυτές τις αποφάσεις ήταν η τελευταία, στην οποία το Διαιτητικό Δικαστήριο απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο νέας παράτασης του ανώτατου ορίου της σύμβασης παραχώρησης. Πιο συγκεκριμένα:
1. Το 2001 η προσφυγή αφορούσε τον τρόπο πληρωμής των πρόδρομων εργασιών σε δραχμές ή ECU και με βάση ποια ημερομηνία θα οριζόταν η ισοτιμία των δύο. Το σύνολο της διαφοράς (το κόστος των εργασιών που αφορά) ήταν 5,89 δισ. δραχμές, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (4,6 δισ. δραχμές) εντάχθηκε στις δόσεις της χρηματοδοτικής συμβολής, ενώ διεκδίκηση ύψους 1,29 δισ. ευρώ απορρίφθηκε.
2. Το 2003 οι δύο πλευρές διαφώνησαν για την ανάληψη του κόστους των ηχοπετασμάτων που δεν προβλέπονταν στο έργο και τοποθετήθηκαν κατ’ εντολήν του Δημοσίου χωρίς οι περιβαλλοντικοί όροι να τροποποιηθούν. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το κόστος βαρύνει κατά 65% το Δημόσιο και 35% την Αττική Οδό. Η διαφορά αφορούσε εργασίες κόστους 541,125 ευρώ ανάμεσα στους κόμβους Μεταμόρφωσης και Κηφισιάς.
3. Το 2005 η Αττική Οδός διεκδίκησε 120,5 εκατ. ευρώ για διάφορα «παράλληλα έργα», 3,69 εκατ. ευρώ για πέντε πιστοποιήσεις έργων του 2004 και 913.000 ευρώ τόκους. Η διαφορά αφορούσε ουσιαστικά τον τρόπο υπολογισμού τους (μόνο με προεκτίμηση ή με οριστική εκτίμηση). Τελικώς το Δικαστήριο έκρινε ότι το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει 55,24 εκατ. ευρώ για τις εργασίες, ενώ οφείλει να συνεργαστεί με την Αττική Οδό για τις πιστοποιήσεις των έργων.
4. Η Αττική Οδός διαφώνησε για την τυπική ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατασκευαστικής περιόδου (μέσα στην οποία είχε δικαίωμα να εισπράττει τα καθαρά έσοδα από το έργο). Επιπλέον, η Αττική Οδός ζήτησε να παραταθεί η περίοδος παραχώρησης κατά 3 μήνες. Το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της Αττικής Οδού για παράταση της περιόδου κατασκευής (έως το τέλος του 2004), αλλά απέρριψε το αίτημα για επέκταση της σύμβασης παραχώρησης.
Αποζημίωση για τις καταλήψεις στα διόδια
Το Δημόσιο είναι υπεύθυνο για την απώλεια εσόδων της Αττικής Οδού από καταλήψεις στα διόδια. Σε αυτή την απόφαση κατέληξε το Διαιτητικό Δικαστήριο για τις διεκδικήσεις 11 ετών (2006-2017) της Αττικής Οδού, υποστηρίζοντας ότι το Δημόσιο επέδειξε αναιτιολόγητη ανοχή.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Αττική Οδός διεκδίκησε εκτός των 611.000 ευρώ για τις καταλήψεις και ποσό 17.007,88 ευρώ (που τελικώς δεν της αποδόθηκε) από περιπτώσεις που η Τροχαία ζήτησε το κλείσιμο των διοδίων, όπως τροχαία, ληστείες, πυρκαγιά στο διυλιστήριο Ασπροπύργου, ακόμα και περίπτωση αυτοκτονίας…
«Αυτό που επικρατούσε ήταν ανοχή» από το Δημόσιο, «που ενθάρρυνε τις επόμενες καταλήψεις», αναφέρει το διαιτητικό δικαστήριο.
Η Αττική Οδός αποφάσισε να διεκδικήσει τις απώλειές της από τα διόδια στις 12.7.2017 (παλαιότερα είχε περιοριστεί σε οχλήσεις), προσφεύγοντας σε διαιτησία στις 9.11.2017. Η Αττική Οδός διεκδίκησε 611.957,35 ευρώ συν τόκους για απώλειες εσόδων από διόδια το 2006-2017. Οπως υποστήριξε, με βάση τη συμφωνία αστυνόμευσης της Αττικής Οδού που υπεγράφη στις 28.2.2001, το Δημόσιο έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την αδιατάρακτη εκμετάλλευση του δρόμου από την Αττική Οδό.
Δεν είναι, όμως, η Αττική Οδός ασφαλισμένη για απώλεια εσόδων; Οπως υποστήριξε ο παραχωρησιούχος, η ασφάλιση (Loss of Profit) καλύπτει την απώλεια εσόδων από καταστροφικό γεγονός που εμποδίζει εν όλω ή εν μέρει τη λειτουργία του έργου, όχι όμως άλλες αιτίες. Υποστηρίζει δε, ότι δεν είναι δυνατόν να κινηθεί δικαστικώς κατά όσων προκάλεσαν τις καταλήψεις, αφού δεν έχει τα στοιχεία τους, ούτε να διεκδικήσει τα διόδια από τους οδηγούς που δεν πλήρωσαν εκμεταλλευόμενοι την κατάληψη, αφού το δικαστικό κόστος θα ήταν πολλαπλάσιο του οφέλους (πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι άλλοι παραχωρησιούχοι αυτοκινητοδρόμων το έπραξαν).
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι όσες φορές έδωσε εντολή για να μην εισπράττονται διόδια, «τούτο ήταν επιβλεβλημένο από λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και ασφάλειας των χρηστών», ενώ οι απαιτήσεις έως και το 2011 έχουν παραγραφεί.
Το Διαιτητικό Δικαστήριο απέδωσε την ευθύνη για τις καταλήψεις διοδίων στο Δημόσιο: «Οχι μόνο δεν έδινε εντολές απομάκρυνσης των συνήθως ολιγάριθμων καταληψιών, αλλά έδινε εντολή αναστολής είσπραξης διοδίων, δηλαδή ό,τι επεδίωκαν οι καταληψίες», αναφέρει η απόφαση. «Αυτό που επικρατούσε ήταν ανοχή, που ενθάρρυνε τις επόμενες καταλήψεις».
Τέλος, όσο για τον χρόνο διεκδίκησης, καταλήγει ότι «το Δημόσιο έδινε καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις και τοποθετήθηκε αρνητικά με μεγάλη καθυστέρηση, όταν είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή». Ωστόσο, φταίει και η Αττική Οδός, επειδή «δεν έδειξε μεγάλη επιμέλεια για την είσπραξη των αξιώσεων». Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο μείωσε στο ήμισυ τις διεκδικήσεις των ετών 2006-2011, που το Δημόσιο ζητούσε να παραγραφούν, κατακυρώνοντας συνολικά 306.246,83 ευρώ, που πληρώθηκαν (με 40.000 ευρώ τόκο) τον Απρίλιο από το υπουργείο Υποδομών. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις πλην καταλήψεων απορρίφθηκαν.