Η Ταϊβανέζα σχεδιάστρια Λουρ Χσου έγινε διάσημη στο διαδίκτυο όχι για τα σχέδιά της, αλλά επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο νέα δείχνει παρά την ηλικία της.
Η 43χρονη έχει τη λαμπερή και φρέσκια επιδερμίδα μιας 23χρονης. Κι ενώ η γενετική σίγουρα διαδραματίζει έναν μεγάλο ρόλο στην αιώνια ομορφιά της, η Λουρ ακολουθεί πιστά μια αυστηρή διατροφή και ένα καθημερινό πρόγραμμα άσκησης για να βεβαιωθεί πως η γοητευτική της εμφάνιση δεν θα εξαφανιστεί.
Σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Friday της Ταϊβάν, η μεσήλικας πρότεινε πως η πλειονότητα των δερματικών προβλημάτων θα μπορούσε να λυθεί με συχνή ενυδάτωση. Στη σελίδα της στο Instagram, που έχει 714.000 οπαδούς – παρουσιάζει συχνά μερικά από τα αγαπημένα της εμπορικά σήματα.
Το αλαβάστρινο δέρμα της Λουρ φαίνεται σαν να μην έχει εκτεθεί ποτέ στον ήλιο, αλλά η 43χρονη λέει ότι απολαμβάνει μαι μικρή δόση συχνά αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα. Ίσως όμως όχι και τόσο συχνά, γιατί όπως λέει η ίδια «ξηραίνει το δέρμα της και μπορεί να κάνει τις γραμμές του προσώπου πιο τραχιές» ανέφερε στο περιοδικό. Στην προσπάθειά της να καταπολεμήσει τις επιπτώσεις του ήλιου, η 43χρονη εφαρμόζει πάντα αντηλιακό προτού βγει έξω. Η Λουρ, ακολουθεί, επίσης πιστά το σύστημα της τακτικής φροντίδας του δέρματός της, με συμπληρώματα όπως βιταμίνη C και κολλαγόνο.
Η διάσημη Ταϊβανέζα – τουλάχιστον στο Instagram – ξεκινάει το πρωινό της με σκέτο καφέ και ισχυρίζεται ότι η πρακτική αυτή «ξυπνάει το δέρμα της» αλλά δεν κυνηγάει τη ζάχαρη. Στην πραγματικότητα, την αποφεύγει με κάθε τρόπο, όπως και τα λιπαρά φαγητά και προσπαθεί να καταναλώνει όσο το δυνατόν περισσότερα φρούτα και λαχανικά.
Ως χορτοφάγος, της είναι εύκολο να επιλέγει τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες και πρωτεΐνες – τι οποίες εξισορροπεί με τακτική άσκηση. Όπως λέει, η καθημερινή άσκηση βοηθά το δέρμα της να μένει «τεντωμένο».
Η Λουρ είναι ιδιοκτήτρια μιας εταιρείας ρούχων στην Ταϊβάν, η οποία διαθέτει πλήθος από πλεκτά πουλόβερ και μικροσκοπικές μίνι φούστες που τις φορά συχνά η ίδια και ποστάρει φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πηγή