Η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τις εξελίξεις στο ακαθάριστο εισόδημα, την κατανάλωση και την αποταμίευση των νοικοκυριών (β΄ τρίμηνο 2019) δείχνει ότι τα μακροοικονομικά μεγέθη κινούνται σε οριακά θετικό επίπεδο. Η συσχέτιση με τα υπόλοιπα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την ίδια περίοδο, στο πλαίσιο μάλιστα των δομών και των διαρθρωτικών ζητημάτων της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να κάνει την ανάγνωση των οικονομικών εξελίξεων εγκυρότερη. Εν τω μεταξύ, έχει μεσολαβήσει η πώληση/ανανέωση εντόκων γραμματίων του Δημοσίου με οριακά αρνητικό επιτόκιο, ενώ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου κινείται πλέον λίγο πάνω από τον πληθωρισμό, ο οποίος κινείται επιμόνως κάτω από τη μονάδα. Οπωσδήποτε πρέπει κανείς να περιμένει να δει τις σχετικές εξελίξεις στο τελευταίο εξάμηνο του 2019, όμως μερικές πρώτες εκτιμήσεις είναι ήδη εφικτές.

Η ελληνική οικονομία, από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η απομόχλευσή της, δηλαδή στις αρχές του 2014, αναπτύσσεται με ανεπαρκή ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ ο δυνητικός έχει περιοριστεί σημαντικά. Αν παραλείψει κάποιος τους πρώτους 18 μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τα γνωστά πολιτικά ζητήματα, για όλο το υπόλοιπο διάστημα η δαπάνη είναι εξαιρετικά χαμηλή, όλο και χαμηλότερη μάλιστα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα (ΕΛΣΤΑΤ), καθώς η απόστασή τους εδώ κι ένα χρόνο, περίπου, αυξάνεται συνεχώς.

Το ποσοστό ακαθάριστης αποταμίευσης των νοικοκυριών ως προς το ακαθάριστο εισόδημα, από το α΄ τρίμηνο του 2018 που ήταν -12%, έφτασε στο β΄ τρίμηνο του 2019 το +0,2%. Αυτό, παρά τη διαφαινόμενη κατάρρευση των αποδόσεων των τραπεζικών καταθέσεων, μια εξέλιξη που φαίνεται να εντείνεται, με αποτέλεσμα σήμερα οι καταθέσεις προθεσμίας να έχουν αρνητική πραγματική απόδοση. Κατά το ίδιο β΄ τρίμηνο, το ΑΕΠ αυξήθηκε +1,9%, με σχεδόν αποκλειστική όμως ώθηση από τη δημόσια κατανάλωση +5,3%.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ η τότε κυβέρνηση προσπάθησε για προφανείς λόγους να χρηματοδοτήσει με αυτόν τον τρόπο, εμμέσως, την ιδιωτική κατανάλωση, αυτή το ίδιο διάστημα υποχώρησε -0,7%, όπως και ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου -5,8%, ενώ αντιθέτως η αποταμίευση έκανε άλμα από το -7% στο +0,2%. Ισως αυτό, βέβαια, να είναι περιστασιακό, ίσως όμως να συνιστά κι ένα «ισοδύναμο Ρικάρντο», δηλαδή τα νοικοκυριά να ανέμεναν μελλοντικές φορολογικές επιβαρύνσεις από την ανωτέρω αυξημένη κρατική δαπάνη.

Εάν το στοίχημα σήμερα είναι να τονωθεί η ζήτηση για επενδύσεις ώστε να ενισχυθούν η απασχόληση και το ΑΕΠ, φαίνεται να υπάρχει μια δομική δυσκολία, η οποία πάντως χαρακτηρίζει γενικότερα τις ευρωπαϊκές ιδίως οικονομίες, δυσκολία που ίσως να μην έχει εκτιμηθεί δεόντως. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις φαίνεται να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικά ως προς τη δαπάνη, πιθανώς γιατί κυριαρχούνται από μια δομική αβεβαιότητα, που δεν έχει να κάνει πλέον με το πολιτικό σύστημα.  Προέρχεται όμως από ευρύτερες περιστάσεις, οι οποίες εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να συμπιέζουν το εισόδημα, όπως οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που απειλούν θέσεις εργασίας χαμηλής και μεσαίας ειδίκευσης. Τα νοικοκυριά κατακρατούν ό,τι τυχόν μικρό επιπρόσθετο εισόδημα αποκτούν και η ερμηνεία γι’ αυτό είναι ότι είναι επιφυλακτικά ως προς τις προσδοκίες, καθώς η μελλοντική κατανάλωση μπορεί να γίνει πιο ακριβή – το λεγόμενο «εισοδηματικό αποτέλεσμα».  Η χαμηλή συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, το οξύ δημογραφικό ζήτημα και το βαρύ μελλοντικό φορτίο των συντάξεων που απαιτεί αποταμιεύσεις, το υψηλό χρέος παρά τις τελευταίες θετικές εξελίξεις, αλλά και ο πολύ αναιμικός πληθωρισμός που επιμένει να βρίσκεται λίγο επάνω από το 0, είναι όλα ζητήματα που μπορεί να καθιστούν χρόνια την αδυναμία της ζήτησης. Ιδωμεν.

* Ο κ.  Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution.

kathimerini.gr