Η νεαρή Βάιολετ Χίλτον κρατάει το χέρι του αγαπημένου της Μορίς Λαμπέρτ σε ένα γραφείο της Νέας Υόρκης το 1934 και περιμένει την πολυπόθητη έγκριση για την έκδοση της άδειας γάμου. Ενώ το ζευγάρι συμπληρώνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, οι υπάλληλοι βγαίνουν από τα γραφεία τους και κοιτούν επίμονα, γεμάτοι περιέργεια το ζευγάρι. Ο λόγος; Στο πλευρό της νεαρής βρίσκεται κολλημένη -στην κυριολεξία- η δίδυμη σιαμαία αδερφή της Νταίζη.
Η αίτηση για την άδεια γάμου απορρίπτεται, καθώς ο επιθυμητός γάμος θεωρείται κάτι παραπάνω από… διγαμία. Την επόμενη μέρα τα Μέσα της εποχής βουίζουν και πηχυαίοι τίτλοι κατακλύζουν τις εφημερίδες: «Οι δικηγόροι αποφάνθηκαν ότι τρεις δεν είναι γάμος, είναι πάρτι!».
Αυτή ήταν μία πτυχή στη ζωή των διάσημων δίδυμων σιαμαίων, που προσπαθούσαν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή σε έναν κόσμο που τις αντιμετώπιζε σαν φρικιά. Μπορεί οι εμφανίσεις τους στα βαριετέ και τα freak shows να γέμισαν με χρήματα όσους τις εκμεταλλεύτηκαν, εκείνες όμως έζησαν στην απόλυτη φτώχεια. Βρήκαν βέβαια το δρόμο προς την ελευθερία, μέσω της δικαστικής οδού, ενώ κατάφεραν να αποκτήσουν ακόμα και σεξουαλική ζωή με τους συντρόφους τους, χάρη στη συμβουλή του φίλου τους, του πασίγνωστου Χάρρυ Χουντίνι.
Τα πρώτα χρόνια της εκμετάλλευσης
Η Νταίζη και η Βάιολετ Χίλτον γεννήθηκαν στις 5 Φεβρουαρίου 1908 στο Σάσεξ της Βρετανίας, από την Κέιτ Σκίνερ, μια ανύπαντρη σερβιτόρα. Ο ερχομός τους στη ζωή δεν έφερε χαρά στη μητέρα τους. Αντίθετα κάθε φορά που κοίταζε τα βρέφη ένιωθε να απωθείται από αυτά και ήταν πεπεισμένη ότι αποτελούσαν ένα είδος τιμωρίας από το Θεό γιατί τα είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Οι σιαμαίες ήταν κολλημένες στους γοφούς, δεν μοιράζονταν όμως κοινά όργανα. Ήταν μάλιστα τα πρώτα δίδυμα σιαμαία παιδιά που είχαν καταφέρει να γεννηθούν και να επιζήσουν στην Βρετανία της δεκαετίας του ’30 περισσότερο από λίγες εβδομάδες.
Η 55χρονη μαία Μαίρη Χίλτον, που είχε βοηθήσει στη γέννα, μόλις διαπίστωσε ότι η μητέρα τους δεν ήθελε τα σιαμαία αποφάσισε να τα υιοθετήσει. Όχι όμως από στοργή και αγάπη, αλλά γιατί στα μάτια τους έβλεπε το γρήγορο κέρδος. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η στυγνή εκμετάλλευση των δύο κοριτσιών. Η δημόσια έκθεσή τους ξεκίνησε από την παμπ την οποία κατείχε η Μαίρη, εκεί όπου για λίγα χρήματα καθένας μπορούσε να σηκώσει τα φουστάνια των κοριτσιών για να δει την αλλόκοτη ένωσή τους.
Στην ηλικία των δύο η Μαίρη άρχισε να εκθέτει τη Νταίζη και τη Βάιολετ σε πανηγύρια και τσίρκα. Αν τα μωρά έκλαιγαν ή αντιδρούσαν τα χτύπαγε με τη ζώνη για να συμμορφωθούν με τις συνθήκες ζωής που είχε επιλέξει γι’ αυτά. Μέχρι τα πέντε τους τα κορίτσια είχαν γίνει ένα διάσημο δίδυμο που περιόδευε σε Ευρώπη και Αυστραλία.
Όταν η Μαίρη πέθανε την κηδεμονία των διδύμων ανέλαβε η ακόμα πιο αδίστακτη κόρη της Έντιθ Μάγιερ και ο σύζυγός της Μάιερ, που εκπαίδευαν τα κορίτσια στο χορό και το τραγούδι, όπως και στο να παίζουν μουσικά όργανα: η Βάιολετ έπαιζε σαξόφωνο και η Νταίζη βιολί. Το δίδυμο γνώριζε απίστευτη επιτυχία και ο κόσμος συνέρρεε όπου εμφανίζονταν για να τις δει. Οποιαδήποτε βέβαια παρέκκλιση από τους οικογενειακούς κανόνες συνοδευόταν από την απειλή της ιδρυματοποίησης.
Οι εμφανίσεις τους σε περιοδείες και τσίρκα έκανε το χρήμα να ρέει. Υπολογίζεται ότι κάθε εβδομάδα έβγαζαν 5.000 δολάρια, χρήματα που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν για να περάσουν μια άνετη ζωή καθώς τα «τσέπωναν» οι μάνατζέρ τους, προσφέροντας μόνο τα απαραίτητα. Στην αυτοβιογραφία τους το 1942 με τίτλο «Οι ζωές και οι αγάπες των αδερφών Χίλτον» η Νταίζη έγραφε: «Είμαστε μοναχικά, πλούσια κορίτσια που ζούμε σε καθεστώς δουλείας […] Δεν είμαι μηχάνημα. Είμαι γυναίκα. Και θα έπρεπε να έχω το δικαίωμα να ζω ως τέτοια».
Το 1931 τα κορίτσια αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους μέσω της δικαστικής οδού. Μήνυσαν τον Μάιερ και κατάφεραν να κερδίσουν 100.000 δολάρια και να απαλλαγούν από τον ασφυκτικό κλοιό του.
Οι ερωτικές περιπέτειες και το τέλος
Μπορεί ο κόσμος να είχε γνωρίσει τις δίδυμες σιαμαίες ως τα πασίγνωστα φρικιά, εκείνες όμως πάλευαν διαρκώς για να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, όπως τα υπόλοιπα κορίτσια της εποχής τους. Είχαν πολλούς θαυμαστές αλλά στην ουσία ποτέ δεν κατάφεραν να ευτυχήσουν στην προσωπική τους ζωή.
Η σωματική τους ένωση δεν τις απέτρεψε από το να ερωτευτούν ακόμα και από το να κάνουν σεξ, κάτι που είχαν καταφέρει χάρη στη συμβουλή του φίλου τους και μάγου Χάρρυ Χουντίνι. Όπως υποστήριζαν ο Χουντίνι τους είχε διδάξει την «πνευματική ελευθερία», την ικανότητα δηλαδή να μπορούν να διαχωρίζονται η μία από την άλλη συναισθηματικά και πνευματικά. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά η Βάιολετ: «Όταν ένας άντρας προσπαθούσε να σαγηνεύσει την αδερφή μου εγώ απλά γύρναγα το πρόσωπό μου, διάβαζα ένα βιβλίο ή έτρωγα ένα μήλο!».
Το 1936 η Βάιολετ έκανε λευκό γάμο για να προσελκύσει ακόμα περισσότερους θαυμαστές με τον γκέι ηθοποιό Τζέιμς Μούρ, έναν γάμο που κράτησε στα χαρτιά 10 χρόνια, αν και εκείνοι ποτέ δεν έζησαν μαζί. Το 1941 παντρεύτηκε και η αδερφή της Νταίζη τον γκέι χορευτή Χάρολντ Έστεπ, γνωστό κατά κόσμο ως Μπάντι Σόιερ. Η ένωση δεν κράτησε παρά μόνο 10 μερες. Η πραγματική αγάπη της Βάιολετ, ο μουσικός Μόρις Λαμπέρτ την χώρισε μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες να βγάλουν άδεια γάμου.
Όταν ο χώρος του θεάματος μεταφέρθηκε από τις σκηνές στην τηλεόραση, οι διάσημες αδερφές άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται από τα φώτα της δημοσιότητας. Το 1951 έφτιαξαν την αυτοβιογραφική ταινία «Δεμένες για μια ζωή», αλλά το πόνημά τους θάφτηκε από τους κριτικούς και εκείνες πήγαν να ζήσουν στη βόρεια Καρολίνα, τελείως άφραγκες. Ζούσαν σε ένα μικρό σπίτι που τους παραχώρησε η εκκλησία και άρχισαν να εργάζονται σε ένα μπακάλικο.
Στις 4 Ιανουαρίου 1968 μετά από απουσία μερικών ημερών από την εργασία τους η Αστυνομία πήγε στο σπίτι τους, όπου τις βρήκε νεκρές. Και οι δύο πέθαναν από γρίπη. Το αποσυντιθέμενο σώμα της Νταίζη έδειξε ότι εκείνη πέθανε πρώτη. Η Βάιολετ φαίνεται ότι έσερνε το σώμα της αδερφής της μερικές μέρες μέσα στο σπίτι πριν σβήσει και εκείνη.