Ήταν αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν η Γερμανία συγκλονίστηκε από εννέα διαδοχικές δολοφονίες μεταναστών. Τα Μέσα της χώρας χαρακτήρισαν τα εγκλήματα ως «δολοφονίες-κεμπάπ», επειδή 8 από τα θύματα ήταν Τούρκοι και τις απέδωσαν στην τουρκική μαφία. Το ένατο θύμα ήταν όμως ένας Έλληνας μετανάστης, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης.
Η αρχή για την εξιχνίαση των δολοφονιών έγινε τον Νοέμβριο του 2011 όταν δύο κουκουλοφόροι επιχείρησαν να ληστέψουν μία τράπεζα και αμέσως μετά αυτοκτόνησαν, αφού έβαλαν φωτιά στο σπίτι που κατοικούσαν. Από τις έρευνες της αστυνομίας στο διαμέρισμα ανακαλύφθηκε το όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί στις δολοφονίες των 9 μεταναστών και σε αυτή μίας Γερμανίδας αστυνομικού. Στα ερείπια του σπιτιού βρέθηκε επίσης και ένα DVD με οπτικό υλικό από τους τόπους των εγκλημάτων στους οποίους ξεναγούσε τους θεατές ένα καρτούν του Ροζ Πάνθηρα, κρατώντας ένα πλακάτ που έγραφε: «Το τουρ της Γερμανίας – 9 τούρκοι νεκροί».
Μετά από τέσσερις ημέρες, στις 11 Νοεμβρίου, μία γυναίκα με το όνομα Μπεάτα Τσέπε εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα και ομολόγησε ότι ήταν συνεργός με τους δύο δράστες της ληστείας που είχαν αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια ομολόγησε ότι μαζί είχαν ιδρύσει τη νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση Nationalsozialistischer Untergrund (Εθνικοσοσιαλιστική Αντίσταση) και αναφέρθηκε στις δολοφονίες των μεταναστών, λέγοντας ότι είχαν κίνητρο το ρατσιστικό μίσος και την αστυνομικό την σκότωσαν απλώς επειδή ήταν γυναίκα.
Μετά τη συγκλονιστική ομολογία της Τσέπε, ήρθαν και άλλες αποκαλύψεις που άφησαν άφωνη την κοινή γνώμη στη Γερμανία. Άνθρωποι της BND, της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, είχαν εντοπίσει την νεοναζιστική οργάνωση από το 1998, δύο χρόνια πριν ξεκινήσει το μπαράζ των δολοφονιών. Ετοιμάζονταν μάλιστα να προχωρήσουν σε συλλήψεις των μελών της, καθώς ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσουν την απόπειρα βομβιστικών επιθέσεων. Λίγο πριν τις συλλήψεις όμως οι δράστες «εξαφανίστηκαν» και υπήρξαν μεγάλα κενά στην πληροφόρηση για την οργάνωση από πλευράς των μυστικών υπηρεσιών. Μάλιστα τα γερμανικά Μέσα έκαναν λόγο για την ύπαρξη ενός «σκοτεινού» πυρήνα στην καρδιά της BND.
Το θύμα των νεοναζί από την Ελλάδα
Ο Έλληνας ομογενής Θοδωρής Βουλγαρίδης από τις Σέρρες έπεσε νεκρός το 2005 από τις σφαίρες της νεοναζιστικής οργάνωσης. Ζούσε στην πόλη της Βαυαρίας και είχε καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, αφού από ελεγκτής που δούλευε στα τρένα, κατάφερε να ανοίξει μια δική του επιχείρηση, όταν με έναν Γερμανό φίλο του νοίκιασαν ένα μικρό μαγαζάκι στην πολυσύχναστη Τράπεντροϊστρασε στο Δυτικό Μόναχο, με σκοπό να ανοίξουν ένα κλειδαράδικο. Το μαγαζί βρισκόταν ακριβώς κάτω από το σπίτι του. Στις 15 Ιουνίου, οι γείτονες είδαν για τελευταία φορά τον Βουλγαρίδη να μιλάει στο τηλέφωνο έξω από το νέο του κατάστημα. Λίγο πριν τις 6:30 το απόγευμα έπεσε νεκρός από έναν εξ’ επαφής πυροβολισμό στο κεφάλι. Το κίνητρο για τη δολοφονία του 46χρονου άνδρα δεν ήταν η ληστεία, καθώς οι δράστες δεν αφαίρεσαν τίποτα από το μαγαζί. «Ο θάνατος ήρθε ακαριαία, δεν κατάλαβε τίποτα» είπε την επομένη ο ιατροδικαστής στη Γερμανίδα σύζυγό του.
Οι φήμες που ακολούθησαν τη δολοφονία έλεγαν ότι πρόκειται για την τουρκική μαφία και τις συντηρούσε η βαυαρική αστυνομία. Οι συνδέσεις που γίνονταν με τους Τούρκους μικροεπιχειρηματίες οδηγούσαν σε προστασία μαγαζιών (όλοι τους είχαν μαγαζιά με κεμπάπ) και ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Το ακόμη τραγικότερο της υπόθεσης είναι η παραφιλολογία που αναπτύχθηκε μετά τη δολοφονία, που έλεγε ότι ο Βουλγαρίδης σκοτώθηκε από λάθος, καθώς υπήρξε μαρτυρία ότι το κατάστημα που νοίκιασε ο Έλληνας για κλειδαράδικο ανήκε σε Τούρκο που πουλούσε κεμπάπ.
Η δίκη της Μπεάτε Τσέπε
Η δίκη της Μπεάτε Τσέπε που είχε ομολογήσει τη σχέση της με τη νεοναζιστική οργάνωση, ολοκληρώνεται αυτές τις ημέρες. Στα καταληκτικά της σχόλια στη δίκη του NSU που ξεκίνησε το 2013, η κύρια κατηγορούμενη Μπεάτα Τσέπε παρέμεινε ψύχραιμη. Ακόμη και όταν απευθυνόταν στη μητέρα ενός από τα θύματα, τα λόγια της δεν βγαίνουν με βιασύνη και απροσεξία. Τον Σεπτέμβριο του 2016 η Τσέπε αποφάσισε να μιλήσει. Τα πρώτα της λόγια αρθρώθηκαν την 313η ημέρα της δίκης. Από τότε έμεινε σιωπηλή για άλλες 123 ημέρες. Πάντα το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, σαν να διατηρούσε ένα προσωπείο.
Ποτέ δεν έστρεψε το βλέμμα προς τα θύματα ή τους δικηγόρους τους. Την περασμένη Τρίτη η κατηγορούμενη είπε τα τελευταία λόγια της στη δίκη της οργάνωσης NSU, όπως αναφέρει η γερμανική Welt.
Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και ξεκίνησε δικαιολογώντας τη στάση της στο δικαστήριο. Διάβαζε πάρα πολύ γρήγορα, με ύφος «επαγγελματία» και άχρωμα.
Η 43χρονη τώρα γυναίκα εξέφρασε τα παράπονά της για το φορτίο που κουβάλησε αυτά τα πεντέμισι χρόνια της δίκης, λόγω του ότι βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής των Μέσων. Μίλησε για έλλειψη συγκέντρωσης και ανικανότητα να μιλήσει ελεύθερα, κάνοντας παράλληλα κριτική στην παρερμηνεία της συμπεριφοράς της.
Στις 4 Νοεμβρίου του 2011, οι συνεργοί της Uwe Böhnhardt and Uwe Mundlos πυροβόλησαν ο ένας τον άλλον, ρίχνοντας με αυτόν τον τρόπο τους τίτλους τέλους για την οργάνωση NSU, και επιτυγχάνοντας μια κάποια «λύτρωση». Η Τσέπε ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί, να αναλάβει την ευθύνη και να εκφράσει την «ειλικρινή της λύπη».
Η κατηγορούμενη δεν φώτισε κανένα από τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης των εγκληματικών ενεργειών και δεν προσέφερε καμία ανακούφιση στον πόνο των επιζώντων και των συγγενών των σκοτωμένων. «Δεν είχα ούτε έχω καμία γνώση για το ζήτημα», ισχυρίστηκε. «Αν ήξερα κάτι θα το αποκάλυπτα εδώ. Τώρα πια δεν υπάρχει κανένας λόγος να κρύβω ο,τιδήποτε. Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αυτά τα λόγια μετάνοιας. Δεν μπορώ να φέρω τους αγαπημένους τους ανθρώπους πίσω».
Όπως και στην αρχική της δήλωση που διατυπώθηκε από τους δικηγόρους της, διαβεβαιώνει ότι έχει αποποιηθεί τη ναζιστική ιδεολογία. Αλλά το ερώτημα είναι πώς μπορεί να έχει απομακρυνθεί από κάτι που δεν είχε καμία σχέση.
Ο συγκατηγορούμενός της Ralf Wohlleben προσπάθησε να παρουσιάσει το προφίλ ενός ειρηνικού, ήρεμου Ναζί. Ο André E. μέσω των δικηγόρων του δήλωσε ότι είναι Εθνικοσοσιαλιστής. Ναζί ναι αλλά όχι εγκληματίας. Δήλωσε ότι σέβεται τους ξένους και την κουλτούρα τους, αρκεί να μένουν στην πατρίδα τους. Καμία σχέση με όπλα ή με τη βία.
Την τελευταία ημέρα της δίκης η Τσέπε απλώς δήλωσε: «Δέχομαι την άποψη και τη στάση των συγκατηγορούμενών μου, αλλά έχω πάρει την απόφαση ότι οι ακροδεξιές ιδέες δεν έχουν πια καμιά αξία, τουλάχιστον για εμένα».
Στα θύματα και τους δικηγόρους τους υπάρχει η εντύπωση ότι η Μπεάτε Τσέπε ακόμη προστατεύει τους ομοϊδεάτες της. Και αυτό γιατί δεν αναφέρει ονόματα άλλων συνεργών, οπαδών και ανθρώπων που γνωρίζουν σχετικές πληροφορίες.
Απευθυνόμενη ευθέως στη μητέρα του Halit Yozgat διάβασε: «Με ρωτήσατε αν μπορώ να κοιμάμαι. Είμαι συμπονετικός άνθρωπος. Μπορώ να τον θυμό και την απόγνωσή σας. Επειδή δεν αντιδρώ δεν σημαίνει ότι δεν έχω αισθήματα».
Ο André E., ένας από τους κοντινότερους συντρόφους των Mundlos, Böhnhardt and Zschäpe, παρέμεινε σταθερός στη γραμμή του να αρνείται τα πάντα. Ο Wohlleben αναφέρθηκε στη δήλωση που έκανε τον Δεκέμβριο του 2015 και ο Holger G. απολογήθηκε για τη «συνεισφορά» του στις ενέργειες της NSU.
Αντιθέτως η φωνή του Carsten Sch. Έσπασε όταν μίλησε για την ενοχή που δεν πρόκειται να καθαρίσει ποτέ από πάνω του. Από οίκτο; Από λύπηση για τον εαυτό του;
Οι δολοφονίες της οργάνωσης Nationalsozialistischer Untergrund (National Socialist Underground) σημειώθηκαν την περίοδο 2000-2007 με δέκα νεκρούς και έναν τραυματία. Έγιναν στο φως της ημέρας με πυροβολισμούς στο κεφάλι από κοντινή απόσταση με πιστόλι με σιγαστήρα. Η Μπεάτα Τσέπε αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της δολοφονίας, της απόπειρας δολοφονίας, του εμπρησμού και της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Η αστυνομία ανακάλυψε μία λίστα 88 στόχων που περιείχε «προβεβλημένους Γερμανούς βουλευτές και εκπροσώπους τουρκικών και ισλαμιστικών οργανώσεων». Αρχικά η σειρά των δολοφονιών ονομάστηκε «Δολοφονίες του Βοσπόρου», μέχρι να αποκληθούν από τον Τύπο «Δολοφονίες Κεμπάπ».
Ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη της Μπεάτα Τσέπε σε ισόβια κάθειρξη. Οι δικηγόροι υπεράσπισης αρνήθηκαν ότι ήταν μέλος του NSU και δήλωσαν την ενοχή της για τα αδικήματα της ληστείας και του εμπρησμού. «Θέλω μόνο ένα πράγμα» είπε η Τσέπε. «Να τελειώσει όλο αυτό και σε κάποιο σημείο να ζήσψ τη ζωή μου χωρίς φόβο».
Η απόφαση του δικαστηρίου θα ανακοινωθεί στις 11 Ιουλίου.
Πηγή