Ως προς την αναστολή των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, συμφωνία επί της αρχής υπάρχει. ΑΝΑ

Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει την πολυτέλεια να ανεβάζει τον λογαριασμό των παροχών, σε αντίθεση με την κυβέρνηση, η οποία είναι πάντοτε υποχρεωμένη να «μετράει» και το τελευταίο ευρώ πριν νομοθετήσει μέτρα. Ο «κανόνας» επιβεβαιώθηκε και την προηγούμενη εβδομάδα.

Με την ανακοίνωση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού στην οικονομία, κατέστη εφικτή η σύγκριση. Πολλές οι ομοιότητες. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ουσιαστικά συμφωνούν στις «πηγές» που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα: το «μαλακό μαξιλάρι» ασφαλείας (ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει στο πρόγραμμά του το «σκληρό μαξιλάρι» των 15,7 δισ. ευρώ), τα προγράμματα της Ε.Ε., τα εγγυοδοτικά προγράμματα της ΕΤΕπ κ.λπ.

Επίσης, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν επί της «αρχής» σε πολλά μέτρα: αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, ενίσχυση εργαζομένων, αύξηση των κονδυλίων για τον κλάδο της υγείας, αλλά και στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βασική διαφορά σε επίπεδο «φιλοσοφίας» των μέτρων εντοπίζεται στην επιδοματική πολιτική: σε αντίθεση με την κυβέρνηση, η οποία κινείται «στοχευμένα» στο εν λόγω πεδίο διοχετεύοντας πόρους σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (π.χ. μακροχρόνια ανέργους), η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει και πάλι ένα ευρύ «κοινωνικό μέρισμα» με εισοδηματικά κριτήρια και συνολικό προϋπολογισμό 1,5 δισ. ευρώ. Υπάρχει και άλλη διαφορά «φιλοσοφίας»: ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για γενικευμένη απαγόρευση απολύσεων και, ουσιαστικά, υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει τον μισθό, ανεξαρτήτως αν έχει αντικείμενο εργασιών ή όχι. Η κυβέρνηση, από την άλλη, μιλάει για απαγόρευση απολύσεων μόνο για τις επιχειρήσεις που θα κάνουν χρήση των ευεργετικών μέτρων. 

Από εκεί και πέρα, οι μεγάλες διαφορές στα δύο προγράμματα είναι κατά κύριο λόγο ποσοτικές. Στην «επιστρεπτέα προκαταβολή» των 2 δισ. που υλοποιεί η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση υπερθεματίζει με τρία δισ., τα οποία δεν πρέπει να επιστραφούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την πλήρη ανάληψη του μισθολογικού κόστους για μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες για όλη την περίοδο Μαρτίου – Μαΐου από το κράτος, με τη δαπάνη να εκτοξεύεται στα 8 δισ. ευρώ. Υπερθεματίζει έτσι στην πρόταση της κυβέρνησης, η οποία στήριξε τους εργαζομένους για ένα μέρος του μισθού.

Η διαφορά στο κόστος των μέτρων που υλοποιεί η κυβέρνηση και σε αυτά που προτείνει η αντιπολίτευση δεν προκύπτει παρά ύστερα από λεπτομερή ανάγνωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε ένα πακέτο 26,3 δισ. ευρώ, με τα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα να ανέρχονται στα 14,3 δισ. και τις εγγυήσεις να φθάνουν τα 12 δισ. Από την άλλη, η κυβέρνηση μιλάει για 24 δισ., μαζί με τις εγγυήσεις. Ποια είναι η μεγάλη διαφορά; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εντάσσει στον προϋπολογισμό του όλες τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, το ύψος των οποίων φθάνει τα 8 δισ. (κατά τη δική του εκτίμηση). Αντίθετα, η κυβέρνηση, η οποία έχει συγκροτήσει ένα πακέτο 24 δισ., έχει συμπεριλάβει στο δημοσιονομικό κόστος και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, αλλά και το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής, ανεξαρτήτως αν αυτά τα χρήματα θα επιστραφούν στο δημόσιο ταμείο, έστω και ύστερα από πέντε χρόνια. Ετσι, σε καθαρά δημοσιονομικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να δοθούν 10 δισ. ευρώ περισσότερα.

Οσον αφορά τις επιμέρους πτυχές των προγραμμάτων, η σύγκριση αναδεικνύει τις εξής διαφορές:

Επιδοματική πολιτική. Από τον ΣΥΡΙΖΑ προτείνεται η αύξηση κατά 50% των προνοιακών αναπηρικών επιδομάτων, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και του επιδόματος ανασφάλιστων υπερηλίκων. Επίσης, προτείνεται ειδικό επίδομα για εργαζομένους με διάσπαρτα ημερομίσθια, με εργόσημα για εργολαβικούς, για δανειζόμενους εργαζομένους, για μη επιδοτούμενους ανέργους και για πολίτες με πολύ χαμηλά εισοδήματα. Ουσιαστικά, προτείνεται να υιοθετηθεί και πάλι ο μηχανισμός των μερισμάτων που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διετία 2017-2018.

Το συγκεκριμένο μέτρο κοστολογείται στο 1,5 δισ. ευρώ, με το συγκεκριμένο ποσό να μοιράζεται σε 1,7 εκατ. δικαιούχους και 3,7 εκατ. ωφελουμένους. Η κυβέρνηση έχει περιορίσει την επιδοματική πολιτική στην καταβολή επιπλέον επιδομάτων ανεργίας σε εποχικούς υπαλλήλους και μακροχρόνια ανέργους.

Ενίσχυση εργαζομένων. Από τον ΣΥΡΙΖΑ ζητείται το κράτος να αναλάβει το σύνολο των παροχών για 1,7 εκατ. εργαζομένους και 700.000 αυτοαπασχολουμένους και ελεύθερους επαγγελματίες, με τα απαιτούμενα ποσά να προσδιορίζονται στο 1,4 δισ. για τον Μάρτιο, στα 3,8 δισ. για τον Απρίλιο και στα 2,75 δισ. ευρώ για κάθε επιπλέον μήνα. Με αυτά τα κεφάλαια καλύπτεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η πλήρης καταβολή του δώρου Πάσχα από το κράτος, η πλήρης κάλυψη του μισθού αλλά και η καταβολή έκτακτου ειδικού επιδόματος στους ελεύθερους επαγγελματίες, με ελάχιστο όριο ανά μήνα τα 650 και μέγιστο όριο τα 1.000 ευρώ. Τα συνολικά 8 δισ. ευρώ είναι πολλαπλάσια σε σχέση με αυτά που διέθεσε η κυβέρνηση για την ενίσχυση της απασχόλησης μέσω των έκτακτων ενισχύσεων των 800 (ή των 534) ευρώ.

Προστασία θέσεων εργασίας. Από τον ΣΥΡΙΖΑ ζητείται γενικευμένη απαγόρευση απολύσεων. Επίσης, απαγόρευση δυσμενούς μετατροπής συμβάσεων (από πλήρους σε μερικής) αλλά και υποχρέωση διατήρησης των συμβάσεων εργασίας για έξι μήνες μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης. Ουσιαστικά, καλείται ο εργοδότης να αντεπεξέλθει σε μισθολογικό κόστος με βάση τα δεδομένα προ κορωνοϊού. Από την άλλη, η κυβέρνηση επιδοτεί τη μετατροπή των συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και επιβάλλει απαγόρευση απολύσεων μόνο για όσους εργοδότες κάνουν χρήση ευνοϊκών μέτρων στήριξης.

Αναστολή υποχρεώσεων. Συμφωνία υπάρχει στην αναστολή των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, με την αντιπολίτευση, όμως, να επεκτείνει την περίοδο στους έξι ή ακόμη και στους εννέα μήνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει τις αναστολές πληρωμών στα 8-10 δισ., αλλά δεν τα συμπεριλαμβάνει στο δημοσιονομικό κόστος, μιλώντας για υποχρεώσεις που θα αποπληρωθούν σε διαφορετικό χρονικό διάστημα.

Ενίσχυση μικρομεσαίων. Στην επιστρεπτέα προκαταβολή που υλοποιεί η κυβέρνηση, με προοπτική το συνολικό ποσό να φθάσει τα 2 δισ. ευρώ, η αντιπολίτευση αντιπροτείνει ποσό τριών δισ., χωρίς όμως το κονδύλι αυτό να πρέπει να επιστραφεί.

​​

kathimerini.gr