Στο ξεκίνημα της νέας δεκαετίας, η ελληνική οικονομία έχει διορθώσει τις μείζονες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες που προκάλεσαν την οικονομική κρίση και προσπαθεί να επιταχύνει το βηματισμό της προς μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Στο δρόμο της έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις, σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, καθώς και εξωτερικούς κινδύνους. Η εξάπλωση του κορωνοϊού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 και η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος επηρεάζουν καταλυτικά τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και θέτουν, προσωρινά, μεγάλα εμπόδια στην πορεία προς την κανονικότητα. Η πανδημία του κορωνοϊού δοκιμάζει τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές όλου του πλανήτη και απαιτεί άλλο επίπεδο διεθνούς επιστημονικής, κοινωνικής και οικονομικής συνεργασίας από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων έχουν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, με τις πιο αδύναμες οικονομίες να πλήττονται περισσότερο.

Παρά την αναιμική μεγέθυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ελληνική οικονομία συνέχισε να ανακάμπτει μέχρι πρόσφατα, όπως μαρτυρούν οι θετικές επιδόσεις που καταγράφηκαν σε βασικούς μακροοικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες. Η ισχυρή ανοδική τάση του δείκτη οικονομικού κλίματος και η ενίσχυση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών υποδήλωναν, μέχρι πρότινος, συνέχιση και επιτάχυνση της αναπτυξιακής δυναμικής. Παράλληλα, καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων και βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών, που συνέβαλαν στην ενίσχυση της ρευστότητάς τους και επέτρεψαν την αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Εξάλλου, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα επέφερε την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Επιπρόσθετα, η πρόσφατη κατάργηση από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της απόφασης του Μαρτίου 2015, με την οποία είχαν επιβληθεί ανώτατα όρια στην αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησε την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.  

Η συνετή δημοσιονομική πολιτική, ο προσανατολισμός του δημοσιονομικού μίγματος προς μια πολιτική περισσότερο φιλική προς την ανάπτυξη, με κύριο χαρακτηριστικό την εκλογίκευση του φορολογικού βάρους και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), οι ιδιωτικοποιήσεις και η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων είναι οι σημαντικότεροι άξονες της προσπάθειας για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πολλά από τα μεσοπρόθεσμα αυτά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής πρέπει να διατηρηθούν και στις σημερινές έκτακτες οικονομικές συνθήκες, άλλα όμως πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως.

Επιβράβευση της προόδου που σημείωσε η Ελλάδα είναι η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας κατά μία βαθμίδα τον Οκτώβριο του 2019 από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s και πιο πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020, από τον οίκο Fitch, αλλά και η βελτίωση της θέσης της χώρας κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς που καταρτίζει η Διεθνής Διαφάνεια. Σε ένα διεθνές περιβάλλον αρνητικών αποδόσεων, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων κατέγραψαν συνεχή και ταχεία αποκλιμάκωση, η οποία μόλις προσφάτως ανατράπηκε λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού, με τα περιθώρια (spreads) να αυξάνονται σημαντικά τις τελευταίες ημέρες. Αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντική η απόφαση που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 18 Μαρτίου να εφαρμόσει εξαίρεση (waiver) από το γενικό κανόνα επιλεξιμότητας ομολόγων για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα με το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που συνδέεται με την πανδημία (PEPP) ύψους 750 δισεκ. ευρώ και θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το τέλος του 2020.

Για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ενταχθεί με αξιώσεις στο νέο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση μιας σειράς από περιορισμούς και προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, με έμφαση στη μείωση του μεγάλου επενδυτικού κενού, στη δημιουργία πολλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης, στην αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, με τις προσαρμογές που επιβάλλουν οι έκτακτες συνθήκες, συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών στόχων. Η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που ισχύουν σήμερα συνεπάγεται οφέλη, αρκεί να μην είναι τέτοια η μείωση του πλεονάσματος που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και η πρόσφατη θετική απόφαση του Eurogroup της 16ης Μαρτίου, το οποίο, αξιοποιώντας τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης περί ευελιξίας στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών εξελίξεων λόγω έκτακτων γεγονότων, εξαιρεί, για όλα τα κράτη-μέλη, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τα προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Επιπλέον, η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών στην οικονομία δεν θα επηρεάσει τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδος, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη διαχείριση της προσφυγικής- μεταναστευτικής κρίσης θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του στόχου του δημοσιονομικού αποτελέσματος. 

Εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας το 2019 και προοπτικές για το 2020

Το 2019 η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας διατηρήθηκε, παρά την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές διαμορφώθηκε σε 1,9%, όπως και το 2018, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός της οικονομίας της ζώνης του ευρώ επιβραδύνθηκε σε 1,2% από 1,9% το 2018. Το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορωνοϊού στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Ο οικονομικός αντίκτυπος εκδηλώνεται μέσω τριών διαύλων. Από την πλευρά της ζήτησης, με επιβράδυνση των ελληνικών εξαγωγών, τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών (μεταφορές, ναυτιλία και τουρισμός), και της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων. Από την πλευρά της προσφοράς, με διατάραξη στις διεθνείς και περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού ενδιάμεσων και κεφαλαιακών αγαθών, καθώς και με το κλείσιμο επιχειρήσεων για να περιοριστεί η πανδημία. Από την πλευρά του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της επανατιμολόγησης των κινδύνων διεθνώς οδηγεί στην επιδείνωση των όρων και του κόστους άντλησης νέας χρηματοδότησης για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και για το Ελληνικό Δημόσιο. Ήδη παρατηρείται πολύ σημαντική αύξηση των περιθωρίων (spreads) τις τελευταίες ημέρες, ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Ελλάδος, στις αγορές ομολόγων, οι οποίες, ούτως ή άλλως, παρουσιάζουν πολύ έντονη μεταβλητότητα.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2020, δεδομένων των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Οι επιπτώσεις αυτές προς το παρόν δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία και η πανδημία είναι σε εξέλιξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι μηδενικός το 2020, αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη μετά την  4 ενσωμάτωση των στοιχείων των Εθνικών Λογαριασμών για το δ΄ τρίμηνο του 2019 (6 Μαρτίου 2020). Η προς τα κάτω αναθεώρηση της πρόβλεψης του ρυθμού ανάπτυξης κατά επιπλέον 2,4 ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται στην ενσωμάτωση των επιπτώσεων από την εξάπλωση του κορωνοϊού. Με βάση τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα. Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, με μείωση της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και της εγχώριας ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία. Ουδείς σήμερα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ οι επιπτώσεις της στις εθνικές οικονομίες θα εξαρτηθούν και από τα εθνικά και διεθνή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται. Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος ενσωματώνει υποθέσεις για τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί. 

Δημοσιονομική πολιτική

Το 2019, η εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής χαρακτηρίστηκε από την τήρηση των συμφωνηθέντων στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, την προσήλωση στην υλοποίηση των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και, μετά τις εκλογές του Ιουλίου, την ανασύνθεση του δημοσιονομικού μίγματος με κύρια αλλαγή την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους. Η μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής προς αναπτυξιακή κατεύθυνση και, κυρίως, η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ταχεία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε νέα ιστορικά χαμηλά, η οποία επέτρεψε την άνετη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για άντληση φθηνών κεφαλαίων, καθώς και την πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα ταμειακά στοιχεία της γενικής κυβέρνησης για το 2019 υπήρξε, για πέμπτο συνεχές έτος, υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο εκτιμάται, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία, ότι έκλεισε κοντά στο 4% του ΑΕΠ.

Για το 2020, μέχρι προσφάτως η πρόβλεψη ήταν ότι θα επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός αναπτυξιακού και δημοσιονομικά ουδέτερου μίγματος πολιτικής με κύρια χαρακτηριστικά την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Όμως, η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα. Με  5 αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική σήμερα, που μεταβάλλει ριζικά όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της νόσου του κορωνοϊού και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. 

Παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία

Το 2019 καταγράφηκε σημαντική υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου σε 1%, από 3,7% το 2018, ως αποτέλεσμα του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και της αυξημένης αβεβαιότητας. Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου έπληξε την εξωτερική ζήτηση και τη βιομηχανική παραγωγή και οδήγησε σε συγκρατημένη μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,9%, που ήταν ο χαμηλότερος ρυθμός της δεκαετίας, έναντι 3,6% το 2018.

Ειδικότερα στη ζώνη του ευρώ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ υποχώρησε σε 1,2% από 1,9% το 2018, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της εξασθένησης της εξωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, η επιβράδυνση της ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ συγκρατήθηκε από την εγχώρια ζήτηση, που παρέμεινε ισχυρή λόγω αύξησης της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και από τη συνεχιζόμενη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών λόγω της διατήρησης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.

Η εξάπλωση του κορωνοϊού συνιστά σήμερα τη μεγαλύτερη πηγή κινδύνου για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, αφού άμεσες είναι οι συνέπειες στη βιομηχανία μέσω διαταράξεων της εφοδιαστικής αλυσίδας, στο εμπόριο, στις μεταφορές, στον τουρισμό, αλλά και στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι οικονομικές επιπτώσεις δεν μπορούν ακόμη να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, παρά μόνο να εκτιμηθούν με βάση διάφορα υποθετικά σενάρια. Σύμφωνα με το μετριοπαθές σενάριο του ΟΟΣΑ, υπό την προϋπόθεση δηλαδή μιας περιορισμένης και ήπιας εξάπλωσης του κορωνοϊού, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας  6 οικονομίας για το 2020 εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 2,4%, θα είναι δηλαδή κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας χαμηλότερος έναντι της πρόβλεψης του Νοεμβρίου του 2019. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, στο ενδεχόμενο δηλαδή μιας ευρύτερης εξάπλωσης της νόσου και γενικευμένης διάχυσης των επιπτώσεων, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα περιοριστεί στο 1,5%. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις φαίνεται ότι το μετριοπαθές σενάριο του ΟΟΣΑ έχει ελάχιστες πιθανότητες να υλοποιηθεί.

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ (Μάρτιος 2020), για την οικονομία της ζώνης του ευρώ προβλέπεται ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης το 2020 θα περιοριστεί στο 0,8%, από 1,1% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη (Δεκέμβριος 2019), υπό την προϋπόθεση μιας περιορισμένης εξάπλωσης του κορωνοϊού. Ειδικότερα, εκτιμάται πολύ αδύναμη μεγέθυνση το πρώτο εξάμηνο του έτους και βελτίωση το δεύτερο εξάμηνο, καθώς η εξωτερική ζήτηση σταδιακά θα ανακάμπτει, οι κυβερνήσεις συντονισμένα θα έχουν ήδη λάβει αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα, ενώ η επεκτατική νομισματική πολιτική θα συμβάλλει και αυτή στην οικονομική ανάκαμψη. Οι αρνητικές επιπτώσεις οφείλονται τόσο στις διαταράξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού και παραγωγής, λόγω των προληπτικών αλλά και των περιοριστικών μέτρων για την αποφυγή ευρύτερης διασποράς της πανδημίας, όσο και στη χειροτέρευση της εμπιστοσύνης. Στην περίπτωση δε που η εξάπλωση του κορωνοϊού ενταθεί χρονικά και γεωγραφικά, οι επιπτώσεις θα είναι ακόμη δυσμενέστερες. Συγκεκριμένα, βάσει δύο εναλλακτικών δυσμενών σεναρίων, σε πιθανή ένταση της πανδημίας με μεγαλύτερη διασπορά στη ζώνη του ευρώ ή και με επιπλέον διαταραχές στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, εκτιμάται ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης το 2020 θα επιβραδυνθεί περαιτέρω κατά 0,6 έως 1,4 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι πολύ πιθανόν να εισέλθει σε αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη ζώνη του ευρώ σήμερα, που θέτει σε δεύτερη μοίρα όλα τα προηγούμενα, είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής και η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, καθώς και η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία και κοινωνία από την εξάπλωση του κορωνοϊού. Αν και η μέχρι τώρα αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), της Ευρωομάδας (Eurogroup) και ιδιαιτέρως των ίδιων των κρατών-μελών μπορεί να χαρακτηριστεί θετική, είναι σαφές ότι απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη συνεργασία και συντονισμός σε επιστημονικό αλλά και σε δημοσιονομικό/νομισματικό επίπεδο, όπου η ευελιξία και ο ρεαλισμός πρέπει να υπερισχύσουν. Επειδή οι δυνατότητες των κρατών-μελών δεν είναι οι ίδιες, η επίδειξη συνοχής, αλληλεγγύης και ευελιξίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας και η παροχή διευκολύνσεων στα κράτη-μέλη που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη ή έχουν δημοσιονομικές  7 δυσκολίες είναι καταλυτικής σημασίας για την καταξίωση της διακυβέρνησης της ζώνης του ευρώ στη συνείδηση των πολιτών αυτή την κρίσιμη περίοδο. 

Ενιαία νομισματική πολιτική

Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις σχετικά με τη διασπορά του κορωνοϊού και τους κινδύνους που δημιουργεί για την οικονομία της ζώνης του ευρώ, τις αγορές και το πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και είναι σε εγρήγορση προκειμένου να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ελαχιστοποίηση αυτών των κινδύνων. Ως πρώτη αντίδραση, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου αποφάσισε τη λήψη ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων νομισματικής πολιτικής, ενώ και το Εποπτικό Συμβούλιο (Supervisory Board) της ΕΚΤ έλαβε παραλλήλως μέτρα εποπτικά που διευκολύνουν τις τράπεζες, ώστε αυτές να μπορούν με τη σειρά τους να συνεχίσουν να δανειοδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπό τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργούνται από την πανδημία. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε: α) Διενέργεια, προσωρινά, πρόσθετων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTRO) με σκοπό την άμεση παροχή στήριξης σε ρευστότητα προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ. Οι πράξεις αυτές παρέχουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό στήριξης. Θα διενεργούνται μέσω δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή και επιτόκιο ίσο με το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων και θα παρέχουν ρευστότητα με ευνοϊκούς όρους με σκοπό την κάλυψη της περιόδου μέχρι την πράξη TLTRO-III που είναι προγραμματισμένη για τον Ιούνιο του 2020. β) Εφαρμογή σημαντικά ευνοϊκότερων όρων κατά την περίοδο Ιουνίου 2020-Ιουνίου 2021 σε όλες τις πράξεις TLTRO-III που εκκρεμούν στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, με σκοπό τη στήριξη των τραπεζικών χορηγήσεων προς όσους έχουν πληγεί περισσότερο από την εξάπλωση του κορωνοϊού, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το επιτόκιο θα είναι κατά 25 μονάδες βάσης χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο που εφαρμόζεται στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Για τους αντισυμβαλλομένους που διατηρούν τα επίπεδα χορήγησης πιστώσεών τους, το επιτόκιο θα είναι χαμηλότερο και, στη διάρκεια της περιόδου που θα λήξει τον Ιούνιο του 2021, μπορεί να διαμορφωθεί έως και κατά 25 μονάδες βάσης χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων. Το μέγιστο συνολικό ποσό που μπορούν οι τράπεζες να δανειστούν μέσω των πράξεων TLTRO-III αυξάνεται στο 50% του υπολοίπου των αποδεκτών δανείων τους όπως είχε διαμορφωθεί στις 28 Φεβρουαρίου 2020. γ) Προσωρινή διάθεση συνολικού ποσού ύψους 120 δισεκ. ευρώ για πρόσθετες καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού μέχρι το τέλος του 2020, διασφαλίζοντας την ισχυρή συμβολή των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων του ιδιωτικού τομέα. Σε συνδυασμό με τα υφιστάμενα προγράμματα αγοράς τίτλων  8 (APP), το πρόγραμμα αυτό θα στηρίξει τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας σε περιστάσεις αυξημένης αβεβαιότητας.

Στις 18 Μαρτίου η ΕΚΤ, στη δεύτερη και πιο καθοριστική για τις αγορές παρέμβασή της, αποφάσισε να διαθέσει συνολικά 750 δισεκ. ευρώ, στο πλαίσιο έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων που συνδέεται με την πανδημία (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP), στο οποίο θα γίνονται δεκτά και ελληνικά κρατικά ομόλογα, μέσω της επαναφοράς της εξαίρεσης (waiver) από τους γενικούς κανόνες επιλεξιμότητας ομολόγων.

Οι σημαντικές αυτές δράσεις της ΕΚΤ συμπληρώνουν τις δημοσιονομικές δράσεις, τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης όσο και σε εθνικό επίπεδο, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορωνοϊού στις οικονομίες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ. 

Τραπεζικό σύστημα

Οι εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα το 2019 προσδιορίστηκαν από τη βελτιωμένη λειτουργική κερδοφορία, τη διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικό επίπεδο, τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, την άνοδο των τραπεζικών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και την περαιτέρω μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των τραπεζών, το οποίο όμως παραμένει πολύ υψηλό. Η βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας οφείλεται κυρίως σε μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και στη συγκράτηση των εξόδων. Αντίθετα, μείωση εμφάνισε η οργανική κερδοφορία, κυρίως εξαιτίας της συρρίκνωσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών ως αποτέλεσμα αφενός της πώλησης θυγατρικών τους στο εξωτερικό και αφετέρου της υπέρβασης των αποπληρωμών δανείων σε σχέση με τις νέες εκταμιεύσεις, καθώς και της διενέργειας πρόσθετων προβλέψεων.

Ο περιορισμός του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ αποτελεί τη βασικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής” αναμένεται να συμβάλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του αποθέματος αυτού. Η παρατηρούμενη μέχρι στιγμής μείωση των ΜΕΔ σε συνδυασμό με τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας συνέβαλαν στη βελτίωση των συνθηκών τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, κυρίως προς τις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους. Αντίθετα, ο ρυθμός μεταβολής της στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης παρέμεινε αρνητικός.

Θετική ήταν η εξέλιξη των τραπεζικών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, ως αποτέλεσμα της επανατοποθέτησης τραπεζογραμματίων και του επαναπατρισμού κεφαλαίων επενδεδυμένων σε χρηματοοικονομικά στοιχεία στο εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή ήταν ευνοϊκότερη στην περίπτωση των νοικοκυριών ως συνέπεια της αύξησης του διαθέσιμου  9 εισοδήματός τους, ενώ η δυναμική της αύξησης των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων εξασθένησε. Η βαθμιαία αποκατάσταση της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών επέτρεψε αφενός τον τερματισμό της προσφυγής στο μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος και τον περιορισμό της άντλησης ρευστότητας μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και, αφετέρου, τη συγκράτηση της υποχώρησης της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα συνέβαλε ώστε να μην παρατηρηθεί εκροή καταθέσεων μετά την πλήρη άρση, το Σεπτέμβριο του 2019, και των τελευταίων περιορισμών στις διεθνείς πληρωμές και στη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Στις 12 Μαρτίου 2020 το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοίνωσε, όπως ήδη αναφέρθηκε, σειρά εποπτικών μέτρων ώστε να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της είναι σε θέση να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία εν όψει των αρνητικών επιπτώσεων αλλά και των προκλήσεων στις επιχειρησιακές λειτουργίες τους από την εξάπλωση του κορωνοϊού. Η ανακοίνωση της ΕΚΤ έγινε σε συντονισμό με συναφή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EAT/ΕΒΑ) που αναφερόταν ειδικότερα στην αναβολή της διεξαγωγής της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ κατά ένα έτος και σε σειρά άλλων παρεμβάσεων. Η ανακοίνωση της ΕΚΤ αναφέρεται σε μέτρα κεφαλαιακής ελάφρυνσης, καθώς και σε πολιτικές ευελιξίας στην εφαρμογή εποπτικών μέτρων για κάθε επιμέρους τράπεζα.

Οι ελληνικές τράπεζες, κάνοντας χρήση των προαναφερόμενων νομισματικών και εποπτικών διευκολύνσεων της ΕΚΤ, προχώρησαν ήδη σε ανακοίνωση δράσεων για τη διευκόλυνση επιχειρήσεων σε κλάδους που θίγονται από την κρίση του κορωνοϊού.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Κατά τη διάρκεια του 2019, οι τράπεζες συνέχισαν τις προσπάθειές τους στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Αν και το πρόβλημα των ΜΕΔ θεωρείται κυρίως απόρροια της ύφεσης, νομοθετικές παρεμβάσεις όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια δεν επέτρεψαν την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2019 τα ΜΕΔ παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο και ανήλθαν σε 68,0 δισεκ. ευρώ (ή 40,3% του συνόλου των δανείων, έναντι 3,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2019), μειωμένα κατά 13,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2018 και κατά 39,2 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε  10 καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 8,1 δισεκ. ευρώ και σε διαγραφές ύψους 4,3 δισεκ. ευρώ.

Οσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, η στόχευση των τραπεζών είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΔ μπορεί να επιταχυνθεί περαιτέρω με την εφαρμογή λύσεων όπως του σχεδίου “Ηρακλής” (ν. 4649/2019). Σε επόμενο στάδιο και αφού αξιολογηθούν τα αποτελέσματά του, το σχέδιο “Ηρακλής” αναμένεται να πλαισιωθεί από την εφαρμογή και άλλων μέτρων ολιστικής προσέγγισης, όπως αυτά που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση, με την υλοποίηση του σχεδίου “Ηρακλής” θα είναι σημαντικό να υπάρξει αξιολόγηση των θεμελιωδών μεγεθών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, κυρίως της οργανικής κερδοφορίας, του δείκτη κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων και της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ολα αυτά όμως τελούν υπό αναθεώρηση εν όψει των έκτακτων περιστάσεων και των συνθηκών μεγάλης αβεβαιότητας υπό τις οποίες καλείται να λειτουργήσει σήμερα το τραπεζικό σύστημα, όπως και η πραγματική οικονομία. Αναμένεται δηλαδή να επηρεαστεί αρνητικά η πορεία προς την επίτευξη του στόχου της σημαντικής μείωσης του ποσοστού των ΜΕΔ το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όχι όμως και ο τελικός στόχος.

Κίνδυνοι και πηγές αβεβαιότητας

Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους από ένα ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον, από γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, από ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω κλιματικής αλλαγής, από την πρόσφατη έξαρση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, κυρίως όμως από την εξάπλωση του κορωνοϊού, η οποία επηρεάζει σημαντικά την ελληνική οικονομία τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στις μεταφορές και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά και στην εγχώρια ζήτηση λόγω της μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων. Στη φάση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεωρεί την πρόβλεψή της για το ΑΕΠ το 2020 και εκτιμά μηδενικό ρυθμό μεταβολής, από 2,4% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. 

Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι προκύπτουν από μια αβέβαιη και αδύναμη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Στο ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια και ένταση εξάπλωσης του κορωνοϊού, ενισχύονται οι προσδοκίες προσωρινής ύφεσης, όπως αυτό γίνεται ήδη φανερό από τη νευρικότητα των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, και ως εκ τούτου ο κίνδυνος επιβράδυνσης της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας αυξάνεται σημαντικά. Όσον αφορά την οικονομία της ζώνης του ευρώ, η ανάπτυξη, όπως ήδη αναφέρθηκε, προβλέπεται ότι θα παραμείνει εξαιρετικά αδύναμη, με πολύ σημαντική πιθανότητα να καταγραφεί αρνητικός ρυθμός σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την ήδη αρνητική επίδραση που ασκούν στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στη μεταποίηση και στις εξαγωγές η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και η μείωση της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως όμως η συγκράτηση της εγχώριας ζήτησης από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η εξάπλωση του κορωνοϊού και η πρόσφατη έξαρση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης αποτελούν τους σημαντικότερους κινδύνους. 

Προκλήσεις και προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη

Η ήπια άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια στηρίχθηκε κυρίως στην ενίσχυση της συνολικής ενεργού ζήτησης, με τη συμβολή της κατανάλωσης και των εξαγωγών. Η συντελούμενη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς αναπτυξιακή κατεύθυνση και οι δρομολογούμενες αλλαγές στη δομή και λειτουργία του κράτους και της οικονομίας δημιουργούν προσδοκίες σταδιακής επανόδου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε τροχιά σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μεσοπρόθεσμα, και όταν βεβαίως παρέλθει η κρίση του κορωνοϊού.

Για την καταγραφή ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, αφού ξεπεραστεί η τρέχουσα κρίση, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών, που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Αυτές είναι: το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των ΜΕΔ, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.

Επομένως κρίνονται αναγκαίες παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ενίσχυση κυρίως της πλευράς της προσφοράς, για την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και την άνοδο του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος.

Είναι προφανές ότι ορισμένες από τις παρεμβάσεις που απαιτούνται δεν μπορούν να υλοποιηθούν υπό τις σημερινές συνθήκες έντονης διόρθωσης των διεθνών αγορών. Η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και γενικότερα η προστασία της δημόσιας  12 υγείας, μαζί με την αντιμετώπιση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, είναι σήμερα προτεραιότητες οι οποίες κινητοποιούν τις δυνάμεις του έθνους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παρεμβάσεις που παράγουν μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα πρέπει τώρα να αγνοηθούν. Άλλωστε, οδηγούν σε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, που είναι προϋποθέσεις για τη διάθεση περισσότερων πόρων στη δημόσια υγεία, καθώς και στη διαφύλαξη των εθνικών συνόρων, τα οποία είναι ταυτοχρόνως και ευρωπαϊκά σύνορα. Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν τις ακόλουθες προτεραιότητες:

• Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). 

• Ασκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

• Αύξηση των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων. 

• Μείωση της ανεργίας.

• Εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. 

• Ιδιωτικοποιήσεις, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και επέκταση του θεσμού των συνεργασιών και συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ). 

• Εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής για την αναστροφή της προβλεπόμενης πτωτικής τάσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.

• Ενδυνάμωση του “τριγώνου της γνώσης” και ανάπτυξη του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου. 

• Αξιοποίηση των ευκαιριών από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. 

*** 

Η ελληνική οικονομία συνέχισε μέχρι πρόσφατα να ανακάμπτει και έχει αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Η προσήλωση στη δημοσιονομική σταθερότητα, η εξισορρόπηση του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής και η έγκαιρη υλοποίηση του φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης είναι οι βασικοί κινητήριοι μοχλοί για την επάνοδο της οικονομίας σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Εντούτοις, για την επίτευξη ισχυρής ανάκαμψης, μετά την παρέλευση της κρίσης του κορωνοϊού, και ταχύρρυθμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, κρίνεται αναγκαία η έγκαιρη αντιμετώπιση των σημαντικών προβλημάτων που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της οικονομίας ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, αλλά και  13 των διαχρονικών διαρθρωτικών της αδυναμιών. Τα σημαντικότερα από όλα αυτά τα ζητήματα είναι η μείωση των ΜΕΔ και η ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος με κατεύθυνση τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για το επιχειρείν.

Η ομαλή πορεία της οικονομίας ανακόπτεται σήμερα από την εξάπλωση του κορωνοϊού, ο οποίος, από οικονομική άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένας πολύ σοβαρός εξωτερικός κλυδωνισμός που επιδρά από την πλευρά της ζήτησης, από την πλευρά της προσφοράς, αλλά και από την πλευρά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και του οποίου η αντιμετώπιση συναρτάται και με τα απαραίτητα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας. Παρότι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από την εξάπλωση του κορωνοϊού είναι πολύ δύσκολο στη φάση αυτή να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, είναι σαφές ότι θα μειώσουν σημαντικά τον μέχρι τώρα προβλεπόμενο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Οι αρνητικές επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, κυρίως το δεύτερο, και η μερική αντιστάθμισή τους να γίνει στα δύο τελευταία τρίμηνα, εν μέρει και ως αποτέλεσμα του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που ήδη υλοποιείται παγκοσμίως.

Η πανδημία του κορωνοϊού θέτει στις κοινωνίες, στους πολίτες, στους θεσμούς και στις πολιτικές ηγεσίες σημαντικές προκλήσεις και διλήμματα. Αξίες και αρετές όπως ευθύνη, αλληλεγγύη, συνεργασία, ορθολογισμός, συλλογικότητα, συντονισμός, αξιοποίηση και εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης, καθώς και υπεύθυνη και ικανή ηγεσία, αποκτούν καίρια σημασία για την επιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Αυτές αποτελούν αναγκαίες αλλά όχι και ικανές συνθήκες για την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας που επελαύνει σε όλο τον πλανήτη. Αυτή ακριβώς η διεθνής διάσταση θέτει επί τάπητος και την απόλυτη ανάγκη διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού στον επιστημονικό-επιδημιολογικό τομέα κατά κύριο λόγο, αλλά και στο δημοσιονομικό-νομισματικό. Τώρα είναι η στιγμή να αντιμετωπιστεί συλλογικά, σε διεθνές επίπεδο, με όλα τα διαθέσιμα οικονομικά μέσα, το υγειονομικό κόστος της πανδημίας, αλλά και να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της, με τη χρήση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής ταυτοχρόνως. Επιπροσθέτως, η πανδημία θα πλήξει περισσότερο τις πιο αδύναμες οικονομίες με τα λιγότερο οργανωμένα συστήματα υγείας. Αυτές θα πρέπει να υποστηριχθούν με όλα τα μέσα. Ευελιξία, διεθνής συνεργασία και άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων πολιτικής από προηγούμενες επιδημιολογικές και οικονομικές/χρηματοπιστωτικές κρίσεις θα ελαχιστοποιήσουν τις ανθρώπινες απώλειες, θα επιτύχουν την ελαχιστοποίηση του κόστους στις οικονομίες και θα συμβάλουν στην ταχεία ανάκαμψή τους.

kathimerini.gr