Έκανε το μπαμ με το τηλεοπτικό «Μπρούσκο», πρωταγωνιστούσε στον Α’ κύκλο του πετυχημένου σήριαλ «Πρίγκιπας της φωτιάς» και πλέον στο πλευρό του Θοδωρή Αθερίδη στο «Μην ψαρώνεις». Η Φιόνα Γεωργιάδη άφησε πίσω της τη Νομική που σπούδασε και αφιερώθηκε στην υποκριτική.

Τα Δευτερότριτα τη βρίσκουμε στη σκηνή του θεάτρου 104 να παίζει στο έργο «Η ζωή μου στην τέχνη» του Andrew Cowie, σε μετάφραση Κατερίνας Βαϊμάκη και σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.

«Ενα έργο μέσα στο έργο» όπως λέει μιλώντας στο iefimerida. Τι σημαίνει αυτό; «Ένας σκηνοθέτης και δυο ηθοποιοί ανεβάζουν μια παράσταση και αντιμετωπίζουν όλα όσα συμβαίνουν στον καθένα μας σε μια αντίστοιχη διαδικασία, ιδωμένα υπό το πρίσμα του Βρετανού Andrew Cowie, ο οποίος βέβαια θέτει τα πάντα στο έλεος του σατιρικού μεγεθυντικού φακού.
Ανταγωνισμός, δυσδιάκριτα όρια μεταξύ ρόλου και πραγματικής ζωής, λανθάνουσες ερωτικές προσδοκίες, ματαιώσεις και νέες ελπίδες. Αυτό που με συναρπάζει στο έργο μας είναι το στοιχείο των διαδοχικών ανατροπών. Νομίζεις διαρκώς ότι ο ένας θα κερδίσει την παρτίδα σκάκι αλλά τελικά το «ΜΑΤ» έρχεται από άλλον. Υποδύομαι τη Ρεβέκκα, μια νεαρή φέρελπι ηθοποιό που ονειρεύεται να λάβει την επιβεβαίωση που μάλλον δεν έλαβε σε νεαρή ηλικία, μέσω της προβολής της στη «σκηνή».
Κλισέ και αυτό αλλά όχι ότι δεν το συναντάει κανείς λίγο ή πολύ στο θέατρο.
Πρόκειται για μια έντονη προσωπικότητα που μεταχειρίζεται κάθε μέσον για να επιτύχει τους εκάστοτε σκοπούς της, δεν διαθέτει υψηλές ηθικές αναστολές. Παρ’ όλα αυτά, σε συγκεκριμένα ιδεολογικά ζητήματα παρουσιάζει μια αντιφατική ακεραιότητα. Πάντως, δεν χάνει ποτέ εντελώς το χιούμορ της και δεν παραιτείται, πράγμα που με γοητεύει επάνω της.
Ο Θοδωρής Βουρνάς επιλέγει με μαεστρία τους συνεργάτες του με αποτέλεσμα το τρίπτυχο που δημιουργείται με τους εξαιρετικούς Βαγγέλη Σαλευρή και Δημήτρη Γκοτσόπουλο να είναι για μένα ο καταλύτης για μια σπιντάτη και σκωπτική παράσταση, όπως την έχουν χαρακτηρίσει.

Πριν ασχοληθείτε με την υποκριτική εξασκήσατε το επάγγελμα του νομικού. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία και γιατί εγκαταλείψατε τελικά τη νομική; «Οι νομικές σπουδές ήταν ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες και θεωρώ πως σε εμένα λειτούργησαν ευεργετικά ως προς την κατανόηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζω καθώς και του τρόπου λειτουργίας της χώρας μας, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Με έναν τρόπο, μέσω της μελέτης του δικαίου αλλά και της πολιτικό-οικονομικής ανάλυσης του, αποκτά κανείς σφαιρική εικόνα του συσχετισμού των δυνάμεων της διεθνούς κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι ποτέ δεν ονειρεύτηκα να ασκήσω το επάγγελμα του δικηγόρου, ίσως περισσότερο αυτό του δικαστικού σε ένα διοικητικό δικαστήριο ή μιας ακτιβίστριας νομικού που θα εργαζόταν σε κάποια ΜΚΟ.
Ούσα ιδεαλίστρια και ρομαντική μάλλον φύση, νομίζω ότι οδηγήθηκα στις συγκεκριμένες σπουδές επειδή αναζητούσα τρόπους να συμμετάσχω στην άρση της κοινωνικής αδικίας που παρατηρούσα γύρω μου, με ενδιέφερε περισσότερο η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και όχι μόνον η υπεράσπιση.
Μεγαλώνοντας και αφού ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στο Ευρωπαϊκό Δημόσιο, συνειδητοποίησα ότι μάλλον αυτός ο πρώτος κύκλος εμπειριών και διεύρυνσης του πνευματικού ορίζοντα ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να νιώσω δυνατή και με αυτοπεποίθηση να επιδιώξω το παιδικό μου όνειρο, της τέχνης του ηθοποιού».

«Στα 11 μου χρόνια, όταν έπαιξα στην πρώτη μου θεατρική παράσταση στο Θέατρο Αναβρύτων. Θυμάμαι ακόμα την πρωτόγνωρη ευφορία που βίωσα όταν ανέβηκα στη σκηνή, με εξέπληξε και την ίδια, έκτοτε την αναζητούσα. Ήμουν σε μουσικοχορευτικές παραστάσεις στο σχολείο και, γενικώς, μέχρι τα 23 μου ασχολούμουν ερασιτεχνικά με την υποκριτική, το χορό και το τραγούδι παράλληλα με τις νομικές σπουδές. Έπαιρνα μαθήματα στο Θέατρο των Αλλαγών. Μετά το μεταπτυχιακό μου, πήγα στην Νέα Υόρκη, όπου φοίτησα στη δραματική σχολή της Uta Hagen HB Studio»

«Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη που με υποδέχτηκε φιλόξενα και μου επέτρεψε να χτίσω τα όνειρα μου ξανά από την αρχή. Με έναν τρόπο «εφηύρα τον εαυτό μου» μέσω του θεάτρου. Εκεί γνώρισα δασκάλους, των οποίων τα διδάγματα ανακαλώ σχεδόν καθημερινά στην άσκηση του επαγγέλματος μου στη χώρα μας.
Έμαθα τι σημαίνει ο σεβασμός του ηθοποιού αλλά και η ευθύνη της ύψιστης τέχνης της υποκριτικής. Έκανα φίλους που έχουν ξεχωριστή θέση μέσα μου, με τους οποίους έχουμε συχνή επικοινωνία κι ας έχουν περάσει πάνω από 2,5 χρόνια αφ’ ότου έφυγα.
Θεωρώ εαυτόν ιδιαιτέρως τυχερό που βρέθηκα σε αυτή την πόλη και δη στη συγκεκριμένη δραματική σχολή γιατί υπήρξαν άνθρωποι, εξαιρετικά επιτυχημένοι και με πολλαπλά θεατρικά βραβεία, με ειλικρινή προθυμία να με καθοδηγήσουν και να με εμπνεύσουν.
Πάνω απ’ όλα μού απέδειξαν έμπρακτα ότι η επαγγελματική επιτυχία δεν αποκλείει το χαρακτηριστικό της γενναιοψυχίας, γιατί οι ίδιοι πίστεψαν σε μένα πριν καλά καλά το κάνω εγώ. Μας υπενθύμιζαν συχνά ότι, εφ’ όσον καλλιεργήσουμε τη «στάμινα» να επιβιώσουμε καλλιτεχνικά μέσα σε μια κοινότητα, όπου ο ανταγωνισμός είναι υπέρμετρος λόγω της πληθώρας ταλαντούχων και φιλόδοξων ανθρώπων όλων των εθνικότητων, τότε με κατάλληλη προετοιμασία και με συνέπεια πάντα, θα μπορέσουμε να σταθούμε οπουδήποτε επιδιώξουμε».

Με το ξεκίνημα σας έρχεται και η επιτυχία του «Μπρούσκο». Πώς αντιμετωπίσατε την αναγνωρισιμότητα που τη συνόδευε; «Η τηλεόραση, όπως λέει και μια φίλη μου ηθοποιός, είναι «σαν πανηγύρι». Όσο προβάλλεσαι, το φαινόμενο της δημοσιότητας γίνεται εντονότερο. Μετά καταλαγιάζει. Ομολογώ ότι αρχικά μου είχε κάνει εντύπωση διότι έμενα τον πιο πολύ καιρό στην Κύπρο και δεν είχα εικόνα της απήχησης του σήριαλ στην Ελλάδα. Έτσι, όταν επέστρεψα, έβλεπα ανθρώπους να με δείχνουν και να σιγοψιθυρίζουν και ένιωθα σαν να με παρατηρούν. Μου φαινόταν και λίγο αστείο. Ευτυχώς είναι κάτι με το οποίο εξοικειώνεσαι και τελικά, κατά κάποιο τρόπο, το ξεχνάς. Άλλωστε, είναι σημάδι του ότι η δουλειά σου γίνεται αποδεκτή, πράγμα που είναι μόνο θετικό».

Αυτή η αναγνωρισιμότητα βοηθάει στο θέατρο; «Αυτό που σίγουρα πιστεύω είναι ότι ο κάθε ηθοποιός με τις επιλογές του στη διάρκεια της πορείας του, φανερώνει τελικά σε τι θεατρικά έργα μπορεί και θέλει να παίξει, καθώς και τι είδους συνεργασίες ονειρεύεται. Δεν θεωρώ ότι η εικόνα μου έχει μέχρι στιγμής συνδεθεί απολύτως με έναν συγκεκριμένο ρόλο και, για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν θα ήθελα να συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, γοητεύομαι από διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες και η δυνατότητα εναλλαγής συνθηκών «ζωής» μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον όπως αυτό της θεατρικής σκηνής ήταν ο λόγος που θέλησα να γίνω ηθοποιός. Άλλωστε, είμαι ακόμα στο πρώτο σκαλί (γέλια)».

Τι απολαμβάνετε περισσότερο, την κωμωδία ή το δράμα; «Τη συνεργασία!».

Γυρίσματα και για το «Μην ψαρώνεις»  δίπλα στον Θοδωρή Αθερίδη και τη Μαρία Λεκάκη. «Ευτυχής συνεργασία! Καταπληκτικοί και πολύ έμπειροι συνεργάτες, καλογραμμένο σενάριο, ένας ρόλος («η Τάνια») που σου επιτρέπει να αυτοσχεδιάσεις, είναι φρέσκος και τόσο διαφορετικός από μένα, που λειτουργεί ως γοητευτικότατη πρόκληση. Επίσης, διασκεδάζω εξαιρετικά στα γυρίσματα λόγω είδους (κωμωδίας) και του κλίματος που δημιουργεί ο σκηνοθέτης μας, Πιέρρος Ανδρακάκος».

Τι ονειρεύεστε για το μέλλον; «Να είμαστε όλοι γέροι, δημιουργικοί, με ανεξάντλητη όρεξη για ζωή, περιτριγυρισμένοι από καλοπροαίρετους ανθρώπους και χορτάτους συνεργάτες, κοντά στους οποίους νιώθουμε έμπνευση και διάθεση για εξέλιξη».

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΗ ΤΕΧΝΗ  του Andrew Cowie σε σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά

Παίζουν: Φιόνα Γεωργιάδη, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Βαγγέλης Σαλευρής

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ: 210 3455.020


Πηγή