Καφέ, μπαρ, ταβέρνες και εστιατόρια, ακόμη και στούντιο γιόγκα, ξεφυτρώνουν σε γωνιές και σε στενάκια, δίνοντας ζωή σε μια συνοικία που ήταν άλλοτε συνυφασμένη με τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τα ενοίκια είναι πλέον απλησίαστα για πολλούς ανθρώπους, αν βεβαίως βρεθεί διαθέσιμο σπίτι και αν δεν διατίθεται αποκλειστικά μέσω AirBnb.
Τα Πετράλωνα έχουν ζωντανέψει, αποτελώντας μια από τις επιλογές της νεολαίας για τη μεσημεριανή και βραδινή της έξοδο, διατηρώντας όμως παράλληλα τον ιδιαίτερο, γραφικό χαρακτήρα της γειτονιάς και αυτή την αύρα της παλιάς Αθήνας. Εδώ δεν θα κλαμπάρεις, δεν θα χρειαστεί να βάλεις τα καλύτερά σου ρούχα για να βγεις, η κατάσταση είναι περισσότερο… χαλαρή, περισσότερο παρεΐστικη.
Η Βασιλική Κ. μένει στα Πετράλωνα από το 2011. Ήρθε στην Αθήνα φοιτήτρια από την επαρχία, έμεινε αρχικά σε άλλες περιοχές, μέχρι να κατασταλάξει στα Πετράλωνα. Της θυμίζει περισσότερο… χωριό, της αρέσει που χαιρετάει τον περιπτερά της, τον φούρναρη, τον γείτονά της. Μένει κοντά στην πλατεία των Άνω Πετραλώνων, ένα σημείο συνάντησης όλων των ηλικιών. Παππούδες που βγαίνουν για την απογευματινή τους βόλτα, μητέρες με τα παιδιά τους στα καροτσάκια, νεολαία που αράζει στο παρκάκι.
Της αρέσει που σε λίγα λεπτά κάνει βόλτα στου Φιλοπάππου, στο Θησείο, στο Κουκάκι, στην Ακρόπολη. Μένει στην Αθήνα, αλλά αρκετές φορές αισθάνεται σαν να μη μένει στην Αθήνα, όπως λέει στο newsbeast.gr. Βλέπει τη γειτονιά να αλλάζει με τα χρόνια, να ζωντανεύει, επιμένοντας όμως να διατηρεί αυτόν τον χαρακτήρα της γειτονιάς που την τράβηξε εκεί. Και αυτό είναι που της αρέσει τόσο.
Ο Γιώργος Ν. έζησε στα Πετράλωνα από το 1987 έως και το 2002. «Εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου και ο πατέρας του πατέρα μου. Εκεί έφτιαξα τις πιο δυνατές φιλίες, που με συνοδεύουν ακόμη και σήμερα (τον έναν τον έκανα και κουμπάρο μου)». Βλέπει τη μεγάλη αλλαγή που έχει υποστεί η παιδική του γειτονιά, αδυνατώντας ορισμένες φορές να τη συνειδητοποιήσει.
«Τα Πετράλωνα για μένα δεν θα γίνουν ποτέ η εναλλακτική πρόταση των Αθηναίων για το ποτό τους, ούτε τα ψαγμένα εστιατόρια. Όταν έμενα εγώ στα Πετράλωνα οι επιλογές για έξοδο ήταν ελάχιστες, αλλά αυτό δεν με στεναχωρούσε καθόλου γιατί πάντα το Θησείο ήταν το αγαπημένο μου αποκούμπι. Εκεί ερωτεύθηκα πρώτη φορά, εκεί έκανα την πρώτη μου κοπάνα. Τα Πετράλωνα για μένα, όπου και να βρίσκομαι, θα είναι πάντα η γειτονιά μου», σημειώνει.
Η συνοικία το όνειρο, η «γραφικωτέρα αθλιότης»
Τα Πετράλωνα αποτελούν μια γειτονιά κέντρο-απόκεντρο, που χωρίζεται στα Άνω και τα Κάτω από τις γραμμές του ΗΣΑΠ. Με το πέρασμα των χρόνων, η συνοικία επεκτάθηκε από του Φιλοπάππου μέχρι τη Χαμοστέρνας με όριο την Πειραιώς. Τα Άνω, περισσότερο γραφικά και «προνομιούχα» από τα Κάτω, διατηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό ζωντανή την ιστορία της περιοχής. Η ονομασία Πετράλωνα επικράτησε λόγω της ύπαρξης πέτρινων αλωνιών όπου οι Αθηναίοι επεξεργάζονταν τα σιτηρά.
Είναι αρκετές, πάντως, οι ονομασίες που έχουν αποδοθεί στην περιοχή στη διάρκεια των χρόνων. Ήταν παλιά γνωστή ως «Κατσικάδικα» λόγω της παρουσίας βοσκών στην περιοχή, όπου τα κατσίκια κυκλοφορούσαν ελεύθερα και ανενόχλητα. Μέχρι που τον Φεβρουάριο του 1925 η Βουλή των Ελλήνων απαγόρευσε διά νόμου την κυκλοφορία κατσικιών στους δρόμους, με αποτέλεσμα η συνοικία να «αποκατσικοποιηθεί».
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, χιλιάδες πρόσφυγες έφτασαν στην Αθήνα και πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου εγκαταστάθηκαν εκατοντάδες οικογένειες. Πολλοί από αυτούς προέρχονταν από την Αττάλεια, με αποτέλεσμα ο συνοικισμός να γίνει γνωστός ως Ατταλιώτικα. Σύντομα μια παραγκούπολη έκανε την εμφάνισή της ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Άνω Πετράλωνα. Όπως γράφει ο Eλευθέριος Γ. Σκιαδάς στον «Μικρό Ρωμηό», χρησιμοποιήθηκαν χωματόπλινθοι, λαμαρίνες, γκαζοντενεκέδες, σανίδια από παλιές κάσες, ψευτοκαδρόνια και ό,τι άλλο οικοδομήσιμο υλικό μπορούσε να βρεθεί για την εξασφάλιση της προσωρινής στέγης.
Η περιοχή ήταν γνωστή και ως Ασύρματος από το τμήμα Τηλεγραφητών-Ασυρματιστών της Σχολής Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού, που βρισκόταν δυτικά του λόφου Φιλοπάππου. Οι λιθόκτιστες εγκαταστάσεις της Σχολής είχαν δημιουργηθεί στις αρχές του 20ού αιώνα και κάλυπταν μεγάλο μέρος του τμήματος που περιλαμβάνεται μεταξύ της οδού Τρώων και του περιφερειακού του Φιλοπάππου.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές της εποχής: «Με 3 δραχμάς και εντός δέκα λεπτών από το “Δημοτικό Θέατρο” βγαίνετε από την Αθήνα, από την Ελλάδα, από την Ευρώπην», έγραφε ο Δ. Δεβάρης για τη «γραφικωτέρα αθλιότης». Περιέγραφε γυναίκες να πηγαινοέρχονται «και παντού ξυπόλυτα παιδάκια, βρώμικα, κουρελιάρικα, (να) ανεβοκατεβαίνουν στα βραχώδη στενά μονοπάτια, (να) τρέχουν, (να) κυλιούνται πάνω στο χώμα και τις λάσπες πολυάριθμα όπως και οι μυίγες».
Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο Αλέκος Αλεξανδράκης επέλεξε για τα γυρίσματα της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο» την περιοχή του Ασυρμάτου. Το πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Αυτό που επεδίωκε ήταν να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Δεν περίμενε ωστόσο πως η προσπάθειά του αυτή θα μετατρεπόταν σε έναν πραγματικό εφιάλτη και θα τον ανάγκαζε να αποκηρύξει το ίδιο του το δημιούργημα το οποίο έπεσε στα νύχια της λογοκρισίας που δεν επέτρεψε να βγει προς τα έξω μια τέτοια εικόνα για την «ευημερούσα» Ελλάδα.
Οι παράγκες του θρυλικού Ασύρματου καταστράφηκαν μερικώς το 1944 στα Δεκεμβριανά. Αποφασίστηκε ο χώρος να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση κατοικιών για τη στέγαση των προσφύγων. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης χτίστηκαν πέτρινες κατοικίες, γνωστές ως τα «Πέτρινα της Φρειδερίκης». Επειδή όμως ο αριθμός των προσφύγων ήταν μεγάλος, για την εξυπηρέτησή τους κατασκευάστηκε η μεγάλη πολυκατοικία απέναντι από το λόφο, εκεί όπου βρισκόταν η παλαιά είσοδος του συνοικισμού.
Οι παλιές προσφυγικές κατοικίες στον περιφερειακό του Φιλοπάππου διατηρούν μέχρι σήμερα μια ξεχωριστή γοητεία. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους, η περιοχή των Πετραλώνων αποτελεί σήμερα μια «συνοικία όνειρο». Για τους κατοίκους της είναι ένα όμορφο «χωριό» τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά από τη βαβούρα της Αθήνας. Είναι ίσως αυτή της η γοητεία που ανέδειξε την περιοχή τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας την μια επιλογή για τουρίστες και την έξοδο των Αθηναίων. Μια περιοχή που παρά την άνθηση που γνωρίζει, επιμένει να προσφέρει μια χαλαρότητα και μια απλότητα στον επισκέπτη της.