Οσοι ξενοδόχοι επιλέξουν να λειτουργήσουν φέτος το καλοκαίρι από την 1η Ιουλίου, αλλά και όλοι εκείνοι με ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας σε μητροπολιτικές περιοχές από την 1η Ιουνίου, θα αντιμετωπίσουν πρόσθετα έξοδα σε μια συγκυρία οικονομικής πίεσης και χαμηλής ζήτησης. INTIME

Ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα δεδομένα, βρίσκονται οι διοικήσεις μεγάλων ομίλων από τους κλάδους του τουρισμού, των μεταφορών του λιανεμπορίου, αλλά και της διαχείρισης υποδομών και άλλων. Η επανεκκίνηση σε συνθήκες ύφεσης, αλλά κυρίως υπό πρωτόγνωρους υγειονομικούς κανόνες, καθίσταται μια δυσεπίλυτη εξίσωση με πολλούς αγνώστους. Είναι έτσι ιδιαιτέρως δύσκολο αν όχι αδύνατον να καταρτιστούν αξιόπιστα business plans τόσο για τον βραχυπρόθεσμο όσο και για τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ειδικά καθώς είναι άγνωστη και η έκταση της κάμψης της ζήτησης που θα σημειωθεί. Τα μέτρα κοινωνικής απόστασης και υγειονομικής προφύλαξης συνεπάγονται ιδιαιτέρως αυξημένα κόστη, που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν, αφού τα σχετικά πρωτόκολλα τελούν ακόμα υπό διαμόρφωση. Η οικονομική στήριξη από την κυβέρνηση, όσον αφορά τις αποζημιώσεις για την επιβληθείσα διακοπή της λειτουργίας ενός μεγάλου αριθμού κλάδων, παραμένει ομοίως αδιευκρίνιστη. Αδιευκρίνιστα επίσης παραμένουν και τα κίνητρα στήριξης της δραστηριότητας, που αποτελούν τον δεύτερο πυλώνα της προσπάθειας της κυβέρνησης να οδηγήσει την οικονομία σε ανάκαμψη.

Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι ένας σημαντικός αριθμός μεγάλων επιχειρήσεων, με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους αθροιστικά, διερωτάται κατά πόσον υπάρχει οιοδήποτε οικονομικό όφελος από την επανέναρξη της λειτουργίας τους. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η δραστηριοποίησή τους, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες, θα είναι βαθιά ζημιογόνα, ενώ και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα τα πράγματα δεν αναμένονται πολύ καλύτερα. Επιχειρήσεις από το λιανικό εμπόριο, αλλά και τις μεταφορές και τον τουρισμό και τις συναφείς δραστηριότητές του, δηλώνουν στην «Κ» ευθαρσώς, πλην όμως και για ευνόητους λόγους ανωνύμως, πως προτιμούν να ξεκινήσουμε τη δραστηριότητά τους εκ νέου μόνο όταν θα υπάρχει αξιόπιστη θεραπεία ή εμβόλιο για την πανδημία, ακόμα και εάν αυτό σημαίνει το επόμενο έτος. Αλλοι θεωρούν πως η αρχή πρέπει να γίνει άμεσα ώστε το 2021 να έρθει το ταχύτερο η ανάκτηση του χαμένου εδάφους και να μη χρειαστεί ακόμα περισσότερος χρόνος. Αυτή η πλευρά όμως ζητεί μαζικές επιδοτήσεις της απασχόλησης και εκτεταμένες φοροελαφρύνσεις.

Την ίδια ώρα, βέβαια, διατυπώνεται βάσιμος προβληματισμός για τις οικονομικές δυνατότητες του ελληνικού Δημοσίου, που καλείται τόσο να αποζημιώσει για το lockdown που το ίδιο επέβαλε όσο και να στηρίξει ουσιαστικά την επανεκκίνηση της οικονομίας. Παράλληλα παραμένει αδιευκρίνιστη η αντίδραση των καταναλωτών στους νέους κανόνες λειτουργίας πολλών κλάδων, ενώ είναι άγνωστο και το εύρος του πλήγματος στο διαθέσιμο εισόδημά τους. Εστιατόρια, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της αβεβαιότητας, που, σε συνδυασμό με την άγνωστη επί του παρόντος έκταση της κρατικής βοήθειας, συγκροτεί μια «γκρίζα ζώνη» για το επιχειρείν. Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες η ανακοίνωση των κλαδικών πακέτων στήριξης από την κυβέρνηση ενδέχεται να φωτίσει περισσότερο το τοπίο στο οποίο θα κληθούν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις. Οι προσδοκίες όμως των επιχειρηματιών για το πόσο μακριά θα πάει αυτή η στήριξη είναι ιδιαιτέρως απαισιόδοξες και θα χρειαστούν έτσι γενναίες αποφάσεις για να γίνει το πρώτο βήμα προς το άγνωστο. Επιπλέον, η μέχρι τώρα εμπειρία από τη διαχείριση της πανδημίας και τις αντιδράσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και των επιχειρήσεων δείχνει πως θα χρειαστούν συνεχείς διορθωτικές παρεμβάσεις έως ότου αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στο σύνολό τους εξαιτίας της φύσης της πρόκλησης και των ταχυτήτων που απαιτούνται για να μην επιδεινωθούν οι συνθήκες. Ακόμα και έτσι όμως, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει την επιστροφή της ζήτησης σε βαθμό ικανό να παραγάγει έστω και οριακή κερδοφορία. Παράμετρος που επίσης προστίθεται στη δύσκολη εξίσωση των επιχειρηματικών σχεδίων είναι ασφαλώς και η ίδια η πορεία της πανδημίας, καθώς ένα οιοδήποτε πισωγύρισμα μπορεί να εξαντλήσει τις όποιες εναπομένουσες δυνάμεις έχουν στη φαρέτρα τους οι επιχειρήσεις αλλά και το κράτος. Η πρωτοκαθεδρία άλλωστε των υγειονομικών αρχών στην τρέχουσα διαδικασία λήψης αποφάσεων για την επανεκκίνηση της οικονομίας, με την επιβολή συγκεκριμένων αυστηρότατων κανόνων, προσθέτει νευρικότητα, δεδομένου ότι, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά ολοένα και περισσότεροι στην αγορά, η προσπάθεια μηδενισμού του υγειονομικού ρίσκου συγκρούεται με το γεγονός πως η οικονομική δραστηριότητα πάντοτε εμπεριέχει ρίσκο.

Πολλά ξενοδοχεία δεν θα αντέξουν το κόστος των νέων προδιαγραφών

Η λογική της πλήρους αντιστροφής των οικονομιών κλίμακας που έχουν επιτευχθεί στον κλάδο του τουρισμού ύστερα από χρόνια επενδύσεων είναι ένα από τα βασικά προβλήματα των μέτρων για την καταπολέμηση και τον περιορισμό της πανδημίας. Και καθώς οι περιορισμένες οικονομίες κλίμακας αυξάνουν το κόστος, καθίσταται αντιληπτό ότι όσοι ξενοδόχοι επιλέξουν να λειτουργήσουν φέτος το καλοκαίρι από την 1η Ιουλίου, αλλά και όλοι εκείνοι με ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας σε μητροπολιτικές περιοχές από την 1η Ιουνίου, θα αντιμετωπίσουν πρόσθετα έξοδα σε μια συγκυρία οικονομικής πίεσης και χαμηλής ζήτησης.

Αύξηση τιμών

Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών, εξηγούν στην «Κ» οικονομολόγοι που ασχολούνται με τον κλάδο του τουρισμού, προσθέτοντας ότι μέτρα κοινωνικής απόστασης σημαίνουν εξ ορισμού μείωση της διαθέσιμης δυναμικότητας. Είτε στον αριθμό των δωματίων που θα μπορούν να νοικιάσουν ξενοδόχοι (π.χ. λειτουργία με 50% των δωματίων), είτε στον αριθμό των τραπεζιών που θα έχουν στους χώρους εστίασης, είτε στον αριθμό των ομπρελών στις παραλίες και στις πισίνες. Μια γρήγορη ματιά στις αρχικές συστάσεις του ΕΟΔΥ και του υπουργείου Τουρισμού για τη λειτουργία των ξενοδοχείων, που έχει στη διάθεσή της η «Καθημερινή» (Υγειονομικός άξονας τουριστικών επιχειρήσεων), καθιστά σαφές πως θα χρειαστούν σημαντικά περισσότεροι πόροι τόσο σε όρους ανθρώπινου δυναμικού όσο και κεφαλαίων, για να εξυπηρετηθούν οι απαιτήσεις καθαρισμού, σερβιρίσματος, λειτουργίας πισίνας, διαδικασιών υποδοχής κ.λπ. Ετσι πολλοί ξενοδόχοι θεωρούν πως δεν είναι οικονομικά βιώσιμο να ανοίξουν και πάλι τα ξενοδοχεία τους, ενώ όσοι έχουν τέτοια πρόθεση αδυνατούν επί του παρόντος να κάνουν οιανδήποτε πρόβλεψη για τις οικονομικές επιδόσεις τους.

Η αντιστροφή των οικονομιών κλίμακας είναι επίσης εμφανέστατη και στις πληρότητες των τουριστικών λεωφορείων και άλλων οχημάτων μεταφοράς ταξιδιωτών, που προβλέπουν τα σχετικά πρωτόκολλα των υγειονομικών αρχών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε οχήματα εννέα θέσεων επιτρέπεται η μεταφορά τριών επιβατών και του οδηγού. Ζήτημα βεβαίως τίθεται και με την ελκυστικότητα του προϊόντος και την εμπειρία που θα αφήσει σε όσους το επιλέξουν, αφού θα είναι εντελώς διαφορετική και σίγουρα όχι ανέμελη, σημειώνουν πηγές της αγοράς. Την ίδια ώρα, τα business plans των ξενοδόχων έχουν να αντιμετωπίσουν την αβέβαιη εσωτερική ζήτηση αλλά και τη βεβαιότητα πως οι έξι παραδοσιακές μεγάλες αγορές από τις οποίες αντλεί επισκέπτες η Ελλάδα θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εκτός ορίζοντα φέτος. Και αυτό, διότι, με εξαίρεση τη Γερμανία, που όμως δεν ενθαρρύνει τον τουρισμό στο εξωτερικό, χώρες όπως η Βρετανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μεγάλη διασπορά του νέου κορωνοϊού. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18,179 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, και η αναγωγή των προβλέψεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού για φέτος δείχνει μια μείωσή τους έως και 78%. Ητοι 14 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα. Πόσο «πλάτη» μπορεί λοιπόν να βάλει στον κλάδο το κράτος για να ενθαρρύνει την επανεκκίνησή του; Τα σχετικά σχέδια αναμένεται να παρουσιαστούν σε μερικές ημέρες, αλλά ήδη η αγωνία των επιχειρήσεων είναι και έντονη και εμφανής: η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων σε επιστολή της προς την κυβέρνηση σημειώνει πως «αν θέλετε να ορίσετε την 1η Ιουνίου ως ημερομηνία επαναλειτουργίας των ξενοδοχείων, δώστε τη δυνατότητα και τα απαραίτητα εργαλεία στις επιχειρήσεις που δεν είναι έτοιμες να λειτουργήσουν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία να παραμείνουν κλειστές για όσο χρειαστεί, ώστε όταν τελικά θα ανοίξουν, να μην είναι εκτεθειμένες σε ποινικές κυρώσεις και αστικές αποζημιώσεις, να μη διατρέχουν κίνδυνο να διακόψουν πλέον οριστικά τη λειτουργία τους».

Τι ζητούν οι επιχειρήσεις

Υγειονομικά πρωτόκολλα, επιδότηση εργασίας, μείωση του ΦΠΑ και μη καταβολή προκαταβολής φόρου είναι τα ελάχιστα που ζητούν από την κυβέρνηση ο ΣΕΤΕ και οι 13 πανελλήνιες κλαδικές ενώσεις-μέλη του (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, τουριστικά γραφεία και λεωφορεία, ακτοπλοΐα, γιότινγκ, μαρίνες, λιμάνια, αερομεταφορές, συνέδρια, ενοικιάσεις αυτοκινήτων και υπαίθριες δραστηριότητες).

Για τα υγειονομικά πρωτόκολλα λειτουργίας επισημαίνεται πως επειδή «η κοινή ευρωπαϊκή δράση καθυστερεί και οι διακρατικές συμφωνίες φαίνονται πλέον πιο πιθανές, πρέπει εντός Μαΐου να έχουμε καταλήξει σε εθνικά υγειονομικά πρωτόκολλα λειτουργίας, για το σύνολο των τουριστικών επιχειρήσεων, που να είναι ρεαλιστικά και βιώσιμα, εντός των υγειονομικών δεσμεύσεων, και να μπορούν να εφαρμοστούν και από μικρές επιχειρήσεις». Οσον φορά τα προγράμματα επιδότησης εργασίας και εργαζομένων, ζητείται να ισχύσουν τουλάχιστον για όλο το 2020 για να μπορέσουν να διατηρηθούν θέσεις εργασίας. Επισημαίνεται δε πως «δεδομένου ότι πολλές από τις εποχικές επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να λειτουργήσουν φέτος, μεγάλο μέρος των περίπου 700.000 εργαζομένων του τουρισμού θα παραμείνει άνεργο». Η μείωση του ΦΠΑ επιχειρείται να εφαρμοστεί από 01.06.20 και «για όσο χρόνο χρειαστεί να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος: της διαμονής στο 6%, όλης της εστίασης στο 13%, της υπηρεσίας του τουριστικού πακέτου στο 13%, των εγχώριων μεταφορών στο 13% και του θαλάσσιου τουρισμού στο 13%». Επίσης, ζητείται η μη καταβολή προκαταβολής φόρου εισοδήματος για το 2020 για να τονωθεί η ρευστότητα των επιχειρήσεων.

kathimerini.gr