Η θρυλική διευθύντρια της αμερικάνικης Vogue έχει καταφέρει όσα λίγες γυναίκες παγκοσμίως. Να συνδέσει το όνομά της με την μόδα και το στυλ και κάθε αναφορά σε αυτά να παραπέμπει στην εικόνα της.

Η Anna Wintour, η δυναμική γυναίκα από την Αγγλία με την ψυχρή συμπεριφορά και το χαρακτηριστικό καρέ μαλλί και τα μεγάλα μαύρα γυαλιά, αναγνωρίζεται από τους περισσότερους ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στη βιομηχανία της μόδας.

Μια ζωή γεμάτη προνόμια στο Λονδίνο

Γεννημένη το 1949 στο Λονδίνο, ανέκαθεν απολάμβανε τα προνόμια του πλούτου καθώς ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Charles Wintour, του εκδότη της εφημερίδας London Evening Standard, και της φιλάνθρωπου Elinor Wintour.

Από νεαρή ηλικία η δυναμικότητα του χαρακτήρα της άρχισε να την διακρίνει, καθώς ως έφηβη εγκατέλειψε το φανταχτερό σχολείο της, αποφασισμένη να ζήσει στο ζενίθ την έντονη, νυχτερινή κυρίως, ζωή του Λονδίνου της δεκαετίας του ’60.

Έτσι, με το χαρακτηριστικό της κούρεμα που «υπογράφει» την κουπ της από την ηλικία των 15 ετών –ελάχιστες τροποποιήσεις έχει κάνει σε αυτό από τότε– σύχναζε σε φημισμένα κλαμπ όπου δίνανε το παρών μεγάλοι αστέρες της ποπ κουλτούρας της εποχής, ανάμεσά στους οποίους μέλη των Beatles και των Rolling Stones.

Τα πρώτα της βήματα στο χώρο των εκδόσεων

Το στυλ διοίκησης που θα υιοθετούσε λίγα χρόνια αργότερα είναι εμπνευσμένο από τον πατέρα της ο οποίος, όπως η ίδια αποκάλυψε σε μια συνέντευξή της το 2009, έλεγε ότι «οι άνθρωποι ανταποκρίνονται καλά σε ανθρώπους που είναι σίγουροι γι’ αυτό που θέλουν».

Πολύ πριν, λοιπόν, η Anna Wintour αναλάβει τα ηνία της αμερικάνικης Vogue έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο της μόδας στο περιοδικό Harper’s & Queen στο Λονδίνο. Το 1976, μετά από κάποια πήγαινε- έλα μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης, μετακομίζει μόνιμα, πια, στη Νέα Υόρκη και αναλαμβάνει το κομμάτι της μόδας στο Harper’s Bazaar.

Διανύοντας ακόμα την δεκαετία των 20 παραιτείται από το Harper’s για μία θέση στο Viva, περιοδικό του ομίλου που διαχειριζόταν το Penthouse. Εκεί αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το κομμάτι της μόδας, δείχνοντας τον δυναμικό της χαρακτήρα και τις ηγετικές της ικανότητες, ξοδεύοντας μεγάλα ποσά σε φωτογράφους και παραγωγές, οργανώνοντας φωτογραφίσεις από την Καραϊβική μέχρι και την Ιαπωνία.

Μετά από μια σύντομη στάση στο Savvy, όπου εργάστηκε ως fashion editor, το 1981 ξεκινάει συνεργασία με το New York Magazine. Από την αρχή η Wintour επιδεικνύει το προσωπικό της στυλ, μην διστάζοντας, ακόμη, να φέρει και το δικό της γραφείο στο καινούριο της πόστο.

Επιστροφή για λίγο στο Λονδίνο και από εκεί ξανά στη Νέα Υόρκη

Δύο χρόνια μετά τον γάμο της με τον Νοτιοαφρικανό ψυχίατρο David Shaffer (έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, τον Charles και την Katherine) μετακομίζει στο Λονδίνο για να αναλάβει τα ηνία της βρετανικής Vogue του ομίλου Conde Nast.

Το γεγονός ότι είχε τις δικές της ιδέες σχετικά με το ύφος του περιοδικού και πού αυτό θα απευθυνόταν δεν εξέπληξε κανέναν. «Θέλω η Vogue να είναι γεμάτη, αιχμηρή και σέξι. Οι αναγνώστριές μας να είναι δυναμικές γυναίκες που κερδίζουν τα δικά τους χρήματα και έχουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων», δήλωσε χαρακτηριστικά στην London Daily Telegraph.

Οι έντονες κριτικές και έλλειψη υπομονής της Wintour προς τους συνεργάτες της αποτέλεσαν και την αφορμή για την γέννηση κάποιων χαρακτηριστικών ψευδώνυμών της όπως «Πυρηνική Wintour» και «η Wintour της Δυσαρέσκειας».

Μην ξεχνάτε πως ο κεντρικός χαρακτήρας της Μιράντα Πρίσλεϊ στο βιβλίο «Ο Διάβολος φοράει Prada» είναι εμπνευσμένος, όπως εικάζεται, από την ίδια, με τη νουβέλα να υπογράφει η πρώην συνεργάτιδα της Lauren Weisberger. Η ίδια, ωστόσο, αντί να δυσαρεστείται το απολαμβάνει.

Η δύναμη και η επιρροή της ολοένα και αυξάνεται με τους εργοδότες της να της παρέχουν έναν παχυλό μισθό, να εγκρίνουν υψηλούς προϋπολογισμούς για προσωπικά έξοδα όπως ρουχισμό και άλλες παροχές, ακόμη και να εγκρίνουν κονδύλια για τις υπερατλαντικές πτήσεις της απαιτητικής διευθύντριας από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να είναι κοντά στον σύζυγό της.

Η αναβίωση της αμερικάνικης Vogue και το τέλος μιας εποχής

Το 1988 η Wintour αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της αμερικάνικης Vogue και επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Η συγκεκριμένη κίνηση της Conde Nast ήρθε σε μια εποχή που το κορυφαίο περιοδικό μόδας που κυριαρχούσε στο χώρο από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να χάνει έδαφος από το Elle. Ένα περιοδικό με μόλις τρία χρόνια κυκλοφορίας, που ωστόσο πουλούσε 850.000 αντίτυπα, την ώρα που η Vogue είχε «κολλήσει» στα 1,2 εκατομμύρια συνδρομητές.

Φοβούμενη ότι η «βίβλος» της μόδας είχε γίνει το λιγότερο αδιάφορη και το χειρότερο βαρετή, η Wintour είχε κάθε ελευθερία, και φυσικά οικονομική υποστήριξη από τους ιθύνοντες, ώστε να αναζωογονήσει την έκδοση.

Μέσα στα τριάντα χρόνια της «βασιλείας» της Wintour, η κραταιά κυρία της μόδας όχι μόνο κατάφερε να επαναπροσδιορίσει την έκδοση και να αποκαταστήσει τη φήμη της, αλλά και να δημιουργήσει κάποια τεύχη «μαμούθ». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έκδοση του Σεπτεμβρίου 2004 η οποία αριθμούσε 832 σελίδες! Ένας αριθμός τεράστιος για τα δεδομένα των μηνιαίων περιοδικών.

Κατά την διάρκεια της καριέρας της στη Vogue η Wintour όχι μόνο διατηρούσε στην κορυφαία θέση το περιοδικό, αλλά αναζητούσε και νέους τρόπους για την δημιουργία και σφυρηλάτηση καινούριων δρόμων. Έτσι, ήταν η πρώτη που έβαλε ένα αποφασιστικό τέλος στην εποχή των σούπερμοντελ, επιλέγοντας στη θέση τους διάσημες celebrities, ενώ η κίνησή της να συνδυάζει υψηλή ραπτική με οικονομικά κομμάτια στις φωτογραφίσεις ήταν αρκετά καινοτόμα για την εποχή.

Το ντεμπούτο της, λοιπόν, το Νοέμβριο του 1988 έγινε με ένα ισραηλινό μοντέλο 19 ετών στο εξώφυλλο που φορούσε ένα τζιν αξίας 50 δολαρίων, ένα απλό t-shirt και κοσμήματα που η αξία τους άγγιζε τα 10.000 δολάρια.

Η επιρροή της στη βιομηχανία της μόδας

Παρά τις αξιώσεις της για το αντίθετο, η Wintour επηρέασε αισθητά τη βιομηχανία της μόδας, τόσο μέσα από τις αποφάσεις της για το τι θα προβληθεί στο περιοδικό της, όσο και από την ανάδειξη νέων σχεδιαστών όπως οι Marc Jacobs και Alexander McQueen.

Μέσα από την δουλειά της, αλλά και από τις προσωπικές της εμφανίσεις, κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο που ο κόσμος ντύνεται με έναν τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με τις τάσεις της κάθε εποχής. «Οι τάσεις είναι μία βρώμικη λέξη», είχε πει χαρακτηριστικά.

Η Wintour είναι ο βασικός «αρχιτέκτονας» μιας από τις καλύτερες αισθητικές της εποχής μας, η οποία κρύβει από πίσω της μία ήρεμη δύναμη. Με βασικά χαρακτηριστικά της τόσο τον δυναμισμό της όσο και την εμμονή της με τη μόδα, η μεγαλύτερη επιρροή που άσκησε η κραταιά κυρία της μόδας ήταν αυτή στις εικόνες που βλέπουμε στις τηλεοράσεις και στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και περιοδικών, όχι στις πασαρέλες.

Το άγνωστο προς το ευρύ κοινό φιλανθρωπικό της έργο

Η σιδηρά κυρία της Vogue παρά τα αρνητικά σχόλια που ακούει για τον χαρακτήρα και τις τακτικές της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία την αφήνουν παγερά αδιάφορη, δεν παύει να παράγει έργο και μάλιστα φιλανθρωπικό. Κάτι που δεν βροντοφωνάζει ούτι διαδίδει προς τα έξω.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα για το Ταμείο Δίδυμων Πύργων, ενώ μέσα από το Συμβούλιο Σχεδιαστών Μόδας των ΗΠΑ βοήθησε για την δημιουργία ενός νέου ταμείο για την ενθάρρυνση και υποστήριξη των ανερχόμενων σχεδιαστών.

Ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης (The Met) διοργανώνει τη συλλογή χρημάτων για το τμήμα κοστουμιών του μουσείου, καταφέρνοντας με την πάροδο του χρόνου να συγκεντρώσει το ποσό των 50 εκατομμυρίων δολαρίων.

Μάλιστα, μία από τις πιο τιμητικές στιγμές στην καριέρα της βίωσε το 2014 όταν το The Met ονόμασε προς τιμήν της τη συγκεκριμένη πτέρυγα του Μουσείου μετονομάζοντάς τη σε «The Anna Wintour Costume Center», με την Μισέλ Ομπάμα να δηλώνει χαρακτηριστικά την βραδιά των εγκαινίων «Βρίσκομαι εδώ λόγω του σεβασμού και του θαυμασμού που τρέφω γι’ αυτήν τη γυναίκα και είμαι περήφανη που μπορώ να την αποκαλώ φίλη μου».

Το Μάιο του 2017 η αινιγματική Anna Wintour παρασημοφορήθηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ με τον τίτλο της Dame για την προσφορά και το έργο της στο χώρο της μόδας, ενώ από το 2013 έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση ολόκληρου του ομίλου Conde Nast.


Πηγή