Ένα πανάρχαιο σύμβολο γενναιότητας και αυτοθυσίας στέκεται ακόμα επιβλητικό στις ερήμους της Ιουδαίας, απηχώντας τα όσα έλαβαν εκεί χώρα το 73 μ.Χ., κατά την πρώτη Εβραϊκή Επανάσταση.
Το γεγονός κατέγραψε ο περιβόητος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος στον «Ιουδαϊκό Πόλεμο», παρέχοντάς μας ένα χρονικό υπεράσπισης που ακούστηκε στα πέρατα του ρωμαϊκού κόσμου.
Σύμφωνα με την ιστορική διήγηση λοιπόν, μια ομάδα εβραίων Ζηλωτών κατάφεραν να ανακτήσουν το οχυρό της Μασάντα από τον ρωμαίο κατακτητή εκείνον τον σημαδιακό χειμώνα του 66 μ.Χ.
Μετά και την πτώση της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., το οχυρό γέμισε με πρόσφυγες που έτρεχαν να γλιτώσουν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, δίνοντας όρκο ιερό πάνω στη Μασάντα να συνεχίσουν τον πόλεμο στους Ρωμαίους με κάθε κόστος.
Το φρούριο έγινε λοιπόν για τα επόμενα δυο χρόνια η βάση των επαναστατών και το αποκλειστικό ορμητήριό τους για τις επιδρομές και τον ανταρτοπόλεμο στον κατακτητή. Μόνο που το γεγονός παρέμενε εξόχως ενοχλητικό για τους Ρωμαίους, ένας τέτοιος θύλακας αντίστασης στα νέα τους εδάφη, κι έτσι ο κυβερνήτης της Ιουδαίας, Φλάβιος Σίλβα, πήρε την απόφαση να συντρίψει την επανάσταση πνίγοντάς τη στο αίμα.
Θαμμένα και διατηρημένα μέσα στη σκόνη της ερήμου, ο κατακτητικός μηχανισμός των Ρωμαίων (βαλλίστρες, καταπέλτες και όναγροι) και τα προσωρινά στρατόπεδά τους επιβίωσαν ανά τους αιώνες και ήρθαν κάποια στιγμή στο αρχαιολογικό φως, παρέχοντας στην επιστήμη ό,τι χρειαζόταν για να ανασυγκροτήσει την περιβόητη πολιορκία και να επιβεβαιωθούν τα γραφόμενα του Ιώσηπου.
Μόλις εμφανίστηκε το πρώτο ρήγμα στα τείχη της Μασάντα, οι αντάρτες κατάλαβαν πως σύντομα το οχυρό θα έπεφτε στα χέρια του κατακτητή. Κι έτσι αποφάσισαν να κάνουν κάτι σχετικά αδιανόητο. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο («Ιουδαϊκός Πόλεμος», κεφάλαιο VII, 8.6), ο ηγέτης των επαναστατών, ο τιμημένος Ελεάζαρ, ανέβηκε στα πρώτα χαλάσματα της οχύρωσης και μίλησε στους καταδικασμένους υπερασπιστές του τη 15η Απριλίου του 74 μ.Χ., έπειτα από σχεδόν δυο χρόνια πολιορκίας.
«Ας αφήσουμε τις γυναίκες μας να πεθάνουν πριν κακοποιηθούν και τα παιδιά μας προτού γνωρίσουν τη σκλαβιά. Και αφού τους έχουμε σφάξει, ας απονείμουμε αυτό το ένδοξο τέλος αμοιβαία μεταξύ μας και ας παραμείνουμε ελεύθεροι, ως ένα εξαιρετικό επιτάφιο μνημείο για μας.
Πρώτα όμως ας καταστρέψουμε τα λεφτά μας και το φρούριο με φωτιά. Γιατί είμαι σίγουρος πως αυτό θα φέρει μεγάλη θλίψη τους Ρωμαίους, το γεγονός ότι δεν θα μπορούν να πλιατσικολογήσουν τα σώματά μας και να καρπωθούν τον πλούτο μας. Κι ας μη λυπηθούμε τίποτα παρά μόνο τα τρόφιμά μας. Γιατί αυτά θα λειτουργούν ως πιστοποίηση όταν πεθάνουμε πως δεν μας νίκησε η έλλειψη προμηθειών και η ανάγκη, αλλά πως πιστοί στις δεσμεύσεις μας προτιμήσαμε τον θάνατο παρά τη σκλαβιά».
Η μαζική αυτοκτονία ακολουθήσε λίγο μετά, αν και δεν ήταν αυτοκτονία με τη στενή έννοια του όρου, καθώς πιθανότατα σκότωσε ο ένας τον άλλο, απονέμοντας «αυτό το ένδοξο τέλος αμοιβαία μεταξύ μας». Ο ιουδαϊσμός απαγόρευε την αυτοκτονία, κι έτσι δολοφόνησε ο ένας τον άλλον, αφήνοντας την αυτοκτονία μόνο για τον τελευταίο. Η πράξη απλώθηκε όμως πάνω σε όλη την ιστορία του Ισραήλ και χώρισε στα δυο ένα έθνος.
Ήρωες για κάποιους, που επέλεξαν τον θάνατο από την ατίμωση και τη δουλεία, και απλοί εξτρεμιστές για κάποιους άλλους, που σκότωσαν τα γυναικόπαιδά τους για τα πιστεύω τους, η πολιορκία της Μασάντα και το άδοξο (ή ένδοξο) τέλος της θα έφτανε μέχρι και τη σημερινή εποχή, λειτουργώντας άλλοτε ενωτικά και άλλοτε διχαστικά για έναν λαό.
Η UNESCO πάντως, που περιέλαβε τη Μασάντα στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2001, την κατέταξε στην πρώτη κατηγορία: «Τα τραγικά γεγονότα κατά τις τελευταίες ημέρες των εβραίων προσφύγων που είχαν καταλάβει το φρούριο και το παλάτι της Μασάντα», μας λέει, «το μετατρέπουν σε σύμβολο τόσο της εβραϊκής πολιτιστικής ταυτότητας όσο και, πιο οικουμενικά, της συνεχιζόμενης μάχης του ανθρώπου μεταξύ καταπίεσης και ελευθερίας».
Όταν ο μπαρουτοκαπνισμένος στρατηγός που συνέδεσε τη ζωή του με τη γέννηση του κράτους του Ισραήλ, ο «πολύς» Μοσέ Νταγιάν, εγκαινίασε την πρακτική να ορκίζονται οι τεθωρακισμένες μονάδες της χώρας πάνω στα τιμημένα χώματα της Μασάντα, ο όρκος σκέφτηκαν όλοι πως θα έπρεπε να τελειώνει κάπως έτσι: «Η Μασάντα δεν θα πέσει ξανά»…
Λίγα ψήγματα Ιστορίας
Το φημισμένο προπύργιο της ερήμου της Ιουδαίας είναι ένα αρχαίο οχυρωματικό έργο του Ηρώδη του Μέγα χτισμένο πάνω σε βραχώδες υψίπεδο που επιβλέπει τη Νεκρά Θάλασσα. Στην ανατολική του πλευρά, ο απόκρημνος βράχος σκαρφαλώνει στα 450 μέτρα πάνω από τη Νεκρά Θάλασσα, ενώ στη δυτική υπερβαίνει κατά τουλάχιστον 100 μέτρα το γύρω περιβάλλον.
Τα φυσικά περάσματα για την κορυφή παραμένουν κακοτράχαλα και δύσκολα στην ανάβασή τους, την ίδια ώρα που η θέα που προσφέρει είναι το λιγότερο μαγευτική. Για τη διπλή αυτή φύση του το επέλεξε εξάλλου ο Ηρώδης ο Μέγας, βασιλέας της Ιουδαίας από το 37 π.Χ.-4 μ.Χ., για να χτίσει το δεύτερο και ακόμα πολυτελέστερο παλάτι του, στον κλασικό αρχιτεκτονικό ρυθμό της πρώτης ρωμαϊκής περιόδου.
Κρεμαστοί κήποι, περίτεχνος σχεδιασμός και σοφιστικέ μηχανική έκαναν τα ανάκτορα όσο πιο μεγαλόπρεπα έπαιρνε, μέσα στις ακραίες μάλιστα συνθήκες της ερήμου. Πέρα από την πολυτέλεια όμως και τα πανάκριβα υλικά, ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί και στο υδραγωγείο, το οποίο μάζευε το λιγοστό βρόχινο νερό τροφοδοτώντας το όλο συγκρότημα χωρίς πρόβλημα. Έτσι θα ζούσαν εξάλλου για 2-3 χρόνια οι εβραίοι επαναστάτες, μερικές εκατοντάδες Ζηλωτές δηλαδή με τα γυναικόπαιδά τους.
Στα χρόνια του Ηρώδη πάντως ο άνυδρος αυτός βράχος μετατράπηκε σε σωστή όαση για τις αισθήσεις, ένα πλούσιο βασιλικό καταφύγιο για τις απαραίτητες διακοπές. Μερικές δεκαετίες αργότερα, το ίδιο κάστρο με τα πελώρια φυσικά και τεχνητά τείχη του θα έπεφτε στα χέρια τόσο των Ιουδαίων όσο και των Ρωμαίων, με διαφορετικό κάθε φορά αντίκτυπο στην ιστορία του.
Όταν έγινε λοιπόν η Ιουδαία άλλη μια ρωμαϊκή επαρχία, το αρχιτεκτονικό θαύμα της Μασάντα μετατράπηκε σε καταφύγιο των Ζηλωτών, μιας αντάρτικης ομάδας που έψαχνε να διώξει τους Ρωμαίους από τα εδάφη της. Κάποια στιγμή επαναστάτησαν, αν και το κίνημα πνίγηκε στο αίμα από τους Ρωμαίους σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια. Η μόνη που κρατούσε ακόμα ήταν η απόρθητη Μασάντα, όπου και θα γραφόταν ο τραγικός επίλογος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ζηλωτών: η Πολιορκία της Μασάντα από τις ρωμαϊκές λεγεώνες κατά το τέλος του Α’ Ιουδαϊκού Πολέμου θα έληγε με τη μαζική αυτοκτονία των χιλίων περίπου Ζηλωτών και των οικογενειών τους.
Ως σύμβολο των τελευταίων πατριωτών Ιουδαίων που προτίμησαν τον θάνατο από τη σκλαβιά, η Μασάντα συνεχίζει να κατέχει εμβληματική θέση στην εβραϊκή ιστορία, γι’ αυτό και η ανασκαφή της είχε τέτοιο αρχαιολογικό και συναισθηματικό αντίκτυπο. Τα πολιορκητικά έργα των Ρωμαίων που περιβάλλουν το οχυρό είναι εξάλλου τα καλύτερα σωζόμενα και τα πιο εκτεταμένα που έχουν εντοπιστεί ποτέ, όπως και τα ερείπια του παλατιού του Ηρώδη, ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα δείγματα αυτού του αρχιτεκτονικού ρυθμού.
Η Μασάντα ήταν άλλωστε απομονωμένη μέσα στις δριμείες συνθήκες της ερήμου και μετά την εγκατάλειψη του βυζαντινού μοναστικού οικισμού κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η περιοχή παρέμεινε ακατοίκητη για περισσότερους από 13 αιώνες, μέχρι να ανακαλυφθεί εκ νέου μόλις το 1828.
Ακόμα και σήμερα, η μόνη ανθρώπινη παρέμβαση στο άγριο και παρθένο τοπίο είναι αυτά τα καλώδια για το τελεφερίκ, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στον επισκέπτη. Τα κτίρια και οι οχυρώσεις είχαν μέχρι τότε καταρρεύσει και μόλις στη δεκαετία του 1960 θα έρχονταν τα πρώτα στα φως, ακολουθούμενα από μια γιγαντιαία προσπάθεια αναστήλωσης.
Το αμφιλεγόμενο περιστατικό της Μασάντα
Πριν ακόμα την πάρει μυρωδιά ο Ηρώδης και τη μετατρέψει σε ανάκτορα, η Μασάντα είχε χρησιμοποιηθεί ως ιουδαϊκό φρούριο ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. Πρώτοι ένοικοι πρέπει να ήταν οι Μακκαβαίοι, το ασμοναϊκό βασίλειο των οποίων κυριαρχούσε στην περιοχή μέχρι την έλευση των Ρωμαίων και την οριστική του πτώση.
Μετά περιήλθε όπως είπαμε στα χέρια του Ηρώδη και κατόπιν στους Ρωμαίους, όταν το θέλησαν οι Ζηλωτές ως αετοφωλιά για τη συνέχιση του αγώνα τους κατά του κατακτητή. Και το κατέλαβαν πράγματι αιφνιδιαστικά κατά το 66 μ.Χ., ενορχηστρώνοντας έναν ανταρτοπόλεμο που έφερνε τους παντοδύναμους Ρωμαίους σε δύσκολη θέση.
Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή του δεύτερου Ναού του Σολομώντος το 70 μ.Χ., η φρουρά της Μασάντα, το τελευταίο ψήγμα εβραϊκής κυριαρχίας στην Ιουδαία, αρνήθηκε να παραδοθεί. Εκεί κατέφευγαν τώρα όλοι οι κατατρεγμένοι μαχητές και εκεί χτυπούσε η καρδιά της αντίστασης στη ρωμαϊκή μπότα.
Όταν ο Φλάβιος Σίλβα με την περιβόητη 10η Λεγεώνα του έφτασε στη Μασάντα για να την πολιορκήσει και να απαλλάξει τη ρωμαϊκή επικράτεια από το «εβραϊκό ζήτημα», δεν πίστευε στα μάτια του. Ακόμα και ο περίφημος πολιορκητικός μηχανισμός των Ρωμαίων αντιμετώπιζε πρόβλημα για ένα καλό διάστημα. Περισσότεροι από 15.000 Ρωμαίοι τα βρήκαν σκούρα όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τους 1.000 περίπου υπερασπιστές (συμπεριλαμβανομένων των γυναικόπαιδων), που ήταν βέβαια στη σωστή πλευρά των οχυρώσεων.
Η πρώτη της Μασάντα θα ερχόταν μόνο όταν οι Ρωμαίοι κατάφεραν να ανοίξουν ένα ρήγμα στο τείχος, καθώς κάθε άλλη απόπειρα είχε αναχαιτιστεί. Για να γίνει αυτό, οι τεράστιοι καταπέλτες των Ρωμαίων εκσφενδόνιζαν για μήνες και μήνες βράχους 25 κιλών πάνω στα πελώρια τείχη, ρίχνοντας τελικά ένα μικρό τμήμα τους.
Δύο περίπου χρόνια πήρε στους Ρωμαίους να κάμψουν την εβραϊκή αντίσταση, αν και δεν θα έβρισκαν άντρα ζωντανό εντός της Μασάντα για να σφάξουν. Ο Ελεάζαρ και οι Σικάριοί του είχαν προτιμήσει τον θάνατο από τη δουλεία και αυτό ακριβώς θα αντίκριζαν οι Ρωμαίοι. Οι οποίοι πέταξαν τα 960 πτώματα (όπως μας λέει ο Ιώσηπος) από τα τείχη, βορά στα όρνεα, και μετέτρεψαν τη Μασάντα σε στρατόπεδο της 10ης Λεγεώνας.
Ο κατακτητής το μόνο που βρήκε ήταν «μια φοβερή μοναξιά, φωτιές μέσα και σιωπή», αναγνωρίζοντας ωστόσο «την ευγένεια της αποφασιστικότητάς τους», όπως γράφει ο Ιώσηπος. Ο οποίος μας είπε πως μόλις δυο γυναίκες και πέντε παιδιά που είχαν κρυφτεί σε ένα πηγάδι έζησαν για να μοιραστούν την ιδιαίτερη ιστορία που έλαβε χώρα εντός του άνυδρου φρουρίου. Στον 5ο-6ο αιώνα λειτούργησε εκεί μια βυζαντινή μονή και η Μασάντα έπαιξε και πάλι έναν μικρό περιφερειακό ρόλο στις Σταυροφορίες, μακριά πια από τις παλιές της δόξες. Ακόμα και οι γείτονες Άραβες την απέφευγαν, αποκαλώντας το βουνό «Καταραμένο».
Μερικές εκατοντάδες χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1960 συγκεκριμένα, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως δυο αντρικούς σκελετούς αλλά και γυναικεία μαλλιά. Οι αρχαιολόγοι υπέθεσαν φυσικότατα ότι τα απομεινάρια ανήκαν σε οικογένεια Ζηλωτών. Το Ισραήλ αναγνώρισε επισήμως το φρούριο το 1969 ως τόπο μαρτυρίου, δίνοντας στους σκελετούς καθεστώς ήρωα.
Πολύ αργότερα όμως, η εξέταση των ανθρώπινων απομειναριών από ομάδα ανθρωπολόγων υπέδειξε ότι οι σκελετοί δεν ανήκαν σε Ιουδαίους. Χρησιμοποιώντας προωθημένες τεχνικές σήμανσης αλλά και ένα απόσπασμα από τη Βίβλο, η πανεπιστημιακή ομάδα έλυσε το μυστήριο των σορών της Μασάντα. Σε εδάφιο του Δευτερονομίου (του πέμπτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης) αναφέρεται ότι οι μη εβραίες γυναίκες που πιάνονταν αιχμάλωτες στη μάχη έπρεπε να χάσουν τα μαλλιά τους ώστε να μην είναι ελκυστικές στους ιουδαίους πολέμαρχους.
Η ανάλυση στα μαλλιά υπέδειξε ότι είχαν πράγματι κοπεί με τη βοήθεια αιχμηρού αντικειμένου, κάτι που έκανε την κάτοχό τους μη εβραία αιχμάλωτη του φρουρίου της Μασάντα. Και βέβαια η παρουσία των γυναικείων μαλλιών πλάι σε δυο αντρικούς σκελετούς μέσα σε ένα λουτρό του φρουρίου άλλαξε εντελώς την εξήγηση: οι σκελετοί δεν ανήκαν σε εβραίους Ζηλωτές, αλλά σε ρωμαίους στρατιώτες…
Και κάποιες αντιρρήσεις
Σήμερα η μαζική αυτοκτονία της Μασάντα αμφισβητείται από μερίδα ιστορικών, λέγοντάς μας πως είτε η εκδοχή απέκτησε υπερβολική διάσταση είτε ήταν ξεκάθαρα λανθασμένη. Η Μασάντα λειτούργησε εξάλλου ως σύμβολο πολιτικού διχασμού στα πρώτα χρόνια του κράτους του Ισραήλ: για τους αριστερούς δεν ήταν παρά σύμβολο της καταστροφικής προοπτικής του εθνικισμού και του υπερπατριωτισμού, ενώ για τους δεξιούς έξοχο δείγμα ανδρείας και ηρωισμού.
Δεν αποκλείεται καθόλου, μας λένε οι αναθεωρητές ιστορικοί, οι Ζηλωτές να κατακρεουργήθηκαν από τους Ρωμαίους, συνήθης πρακτική σε όσους έκαναν τέτοια λυσσαλέα αντίσταση στην προέλασή τους στον κόσμο, και κάποιοι να προέβησαν σε μαζική αυτοκτονία για να γλιτώσουν τα αντίποινα και την ατίμωση. Ήταν πάντως περισσότερο πραγματιστική απόφαση παρά συμβολική, μας λέει το κίνημα των αναθεωρητών.
Κανείς δεν αμφισβήτησε πάντως το γεγονός πως μια χούφτα γενναίοι πατριώτες μαχητές ύψωσαν το ανάστημά τους στον παντοδύναμο εισβολέα, ξέροντας από πριν το τέλος τους. Αν έπεσαν από το μαχαίρι του κατακτητή ή το δικό τους, λίγη σημασία έχει, παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογική κοινότητα αυτό ακριβώς συζητά ήδη από το 1955 που εντοπίστηκαν τα πρώτα ερείπια και το 1963-1965 κυρίως, όταν έλαβε χώρα η ανασκαφή του ισραηλινού αρχαιολόγου Yigael Yadin, επικουρούμενη μάλιστα από χιλιάδες εθελοντές που κατέφτασαν από τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου (χάρη στην εκστρατεία του «Observer»).
Γιατί να αμφισβητήσουμε τον Ιώσηπο, ρωτάνε όσοι επιστήμονες προσυπογράφουν την εκδοχή της μαζικής αυτοκτονίας, από τη στιγμή μάλιστα που η σκαπάνη επιβεβαίωσε αρκετές από τις ακριβείς περιγραφές του; Περιγραφές τόσο για τα κτίσματα και τους συνοδευτικούς χώρους όσο και για τις οχυρώσεις και τα στρατόπεδα των Ρωμαίων.
Η ιστορία της Μασάντα και ό,τι έγινε εκεί μέσα έμελλε να έχει ευρύτερες συνέπειες από άλλο ένα μαρτυρικό κάστρο. Ήταν η απόφαση που πάρθηκε από τους υπερασπιστές της που παραμένει αμφιλεγόμενη, κρίνοντας αναγκαστικά και την τύχη του μνημείου. Από τη μια, η μαζική αυτοκτονία εγγράφεται στο πλαίσιο του ανηλεούς εχθρού που δεν θα σεβαστεί τίποτα από σένα, μην αφήνοντάς σου και πολλές επιλογές για το μέλλον σου και τη μοίρα των παιδιών σου. Σε αυτή τη λογική, οι Σικάριοι της Μασάντα ήταν ήρωες και ως τέτοιοι τιμώνται από το Ισραήλ.
Από την άλλη, η απόφαση να δολοφονήσεις αθώα γυναικόπαιδα, τα δικά σου μάλιστα αθώα γυναικόπαιδα, γιατί αρνείσαι να συμβιβαστείς και να ζήσεις διαφορετικά σε μετατρέπει αναγκαστικά σε εξτρεμιστή. Και η κρίση οφείλει να είναι ολότελα διαφορετική. Η Μασάντα συνεχίζει να χωρίζει τους Ισραηλινούς, αποτελώντας πληγή του έθνους για κάποιους και τρανός ηρωισμός για κάποιους άλλους.
«Είναι ένας τόπος αρχαίου μαρτυρίου που μετέτρεψε ο χρόνος σε ένα σύμβολο περηφάνειας ενός νέου έθνους», έγραψε χαρακτηριστικά ο Ronald Harker στο βιβλίο που εξέδωσε ο «Observer» για την αρχαιολογική ανασκαφή της Μασάντα το 1966. Γι’ αυτό και ορκίζονται εκεί οι νεοσύλλεκτοι φαντάροι του Ισραήλ βροντοφωνάζοντας «Η Μασάντα δεν θα πέσει ξανά»…
Πηγή