Η Μονή Οσίου Λουκά βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του Όρους Ελικών, κάτω από την ακρόπολη του Αρχαίου Στειρίου. Η απαρχή της μοναστικής δραστηριότητας στην περιοχή ξεκινάει από τον ίδιο τον Όσιο Λουκά, όταν ασκήτευσε εκεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 946 έως το 953. Ιστορικά στοιχεία για το μοναστήρι μας παρέχουν δύο αξιόπιστα κείμενα: ο βίος του Οσίου και οι Ακολουθίες της Κοιμήσεως και της Ανακομιδής του λειψάνου του.
Από το βίο του Οσίου Λουκά, κείμενο αγνώστου συγγραφέα, γραμμένο δέκα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου, πληροφορούμαστε πως ο Όσιος, γόνος προσφύγων από την Αίγινα, γεννήθηκε στο χωριό Καστρί Φωκίδας, το 896. Ο Όσιος σε νεαρότατη ηλικία επιλέγει τη μοναστική ζωή. Κατά τα τέλη του 910 ή στις αρχές του 911 ζει ως μοναχός στην Αθήνα, στη μονή της Μεγάλης Παναγίας, και κατόπιν σε διάφορα μοναστήρια ή ησυχαστήρια της Φωκίδας και της απέναντι κορινθιακής ακτής. Οι μετακινήσεις του υπαγορεύονταν από την ανάγκη να αποφύγει τον κίνδυνο από τις επιδρομές των Βουλγάρων του Συμεών, που τα χρόνια εκείνα ταλάνιζαν την περιοχή. Μετά από συνολικά 35 έτη μοναστικού βίου, το 946/7, εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι, στο Στείρι της Φωκίδος, όπου και πεθαίνει σε ηλικία 56 ετών.
Ο Όσιος ήταν γνωστός και αγαπητός, όσο ζούσε. Θεράπευε ασθενείς, συμβούλευε τους ανθρώπους σε διαφόρων ειδών προβλήματα και ήταν προικισμένος με την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Στο κείμενο του βίου του αναφέρεται με έμφαση πως, όσο ζούσε, σε μια εποχή αλλεπάλληλων προσπαθειών ανακαταλήψης της Κρήτης από τους Άραβες, εκείνος προέβλεψε, είκοσι χρόνια πριν γίνει, την επιτυχημένη επιχείρηση του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά στα χρόνια της βασιλείας του Ρωμανού Β’. Το Στείρι ήταν πολύ κοντά στην έδρα του Θέματος Ελλάδος, τη Θήβα, σημαντικό στρατηγικό και οικονομικό κέντρο της εποχής.
Από το κείμενο του βίου πληροφορούμαστε πως η σχέση του με το λαό, αλλά και με τους υψηλά ισταμένους τοπικούς αξιωματούχους, καθώς και η μετά θάνατον φήμη του, έκαναν την περιοχή του τελευταίου του ασκητηρίου κέντρο προσκυνηματικού ενδιαφέροντος: ο στρατηγός του Θέματος Ελλάδος, Κρηνίτης, χρηματοδότησε την οικοδόμηση ενός ναού όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, αφιερωμένου στην Αγία Βαρβάρα. Το χτίσιμό του ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του οσίου, το 953, από τους μοναχούς. Ο Όσιος τάφηκε στο δάπεδο του κελίου του, ενώ έξι μήνες μετά, ο μοναχός Κοσμάς, προσκυνητής προερχόμενος από την Παφλαγονία, περιέφραξε το μνήμα με κιγκλίδωμα και τοποθέτησε πάνω σε αυτό επίστρωση πήλινων πλακών. Δύο έτη μετά το θάνατο του οσίου, δηλαδή στα 955, οι μοναχοί, που φαίνεται πως ήδη εμόναζαν κοντά στον άγιο, έκτισαν σταυροειδές ευκτήριο γύρω από τον τάφο του και οικοδόμησαν τα πρώτα κελιά μίας οργανωμένης μοναστικής κοινότητας.
Από την Ακολουθία της ανακομιδής του λειψάνου του οσίου, εορτή που τιμάται στις 3 Μαΐου, πληροφορούμαστε πως μία νέα εκκλησία κατασκευάστηκε για να τιμήσει το ιερό λείψανο. Η ανακομιδή του λειψάνου, η οποία σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη έλαβε χώρα το 1011, και η ανέγερση του νέου καθολικού έγινε από τον ηγούμενο Φιλόθεο, πρόσωπο άγνωστο από άλλες πηγές.
Το μοναστήρι είναι τόσο ισχυρό ώστε ήδη, στα 1014, έχει δύο μετόχια στην Εύβοια, στο Αλιβέρι και στα Πολιτικά. Μετόχι της μονής υπάρχει και στην κοντινή περιοχή της Αντίκυρας, όπου κτίζεται ένας οκταγωνικός ναός, ενώ στο δεύτερο τέταρτο του 12ου αι. κτίζεται ένα μικρό καθολικό στο μετόχι της, στον Άγιο Νικάλαο, στα Καμπία της Βοιωτίας.
Κατά την Φραγκοκρατία, μετά το 1204, στο μοναστήρι εγκαθίστανται Λατίνοι κληρικοί. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι επανήλθε στους ‘Ελληνες μοναχούς.