Το νέο πρωτάθλημα της Basket League κινείται ακόμη σε θολό τοπίο, καθώς από τις 14 ομάδες που συμμετέχουν σε αυτό, οι δύο το κάνουν μέσω αγοράς του ΑΦΜ άλλου συλλόγου, δηλαδή ο Κολοσσός Ρόδου (συμπράττει με τον Χολαργό) και το Λαύριο (συμπράττει με την Κύμη), ενώ υπάρχει και η «ομάδα Α», η οποία αναμένεται να καλύψει το κενό που υπάρχει με την απουσία του Ολυμπιακού, για τον οποίο γίνεται… μάχη να επανέλθει, προκειμένου το άθλημα να μην δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα, τόσο οικονομικό όσο και άποψη πρεστίζ.
Όλα αυτά τα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται σε ένα άθλημα που έχει προσφέρει πάρα πολλούς τίτλους στην Ελλάδα τόσο σε εθνικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η αρχή έγινε το 1968, όταν η ΑΕΚ έκανε τη μεγάλη έκπληξη με την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης, αλλά ουσιαστικά η εκτόξευσή του στη χώρα συνέβη λίγο πριν «ανατείλει» η δεκαετία του ’80. Για την ακρίβεια ήταν λίγο πριν το 1980, όταν πάτησε το έδαφος της χώρας ο άνθρωπος που έμελλε να εξελιχθεί στην απόλυτη μορφή του ελληνικού μπάσκετ και του ελληνικού αθλητισμού: ο Νίκος Γκάλης…
Η ημέρα που άλλαξε τον ελληνικό ομαδικό αθλητισμό
Ήταν το βράδυ της 2ας Δεκεμβρίου του 1979, όταν ο Νικόλαος Γεωργαλής (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του μπροστά στο ελληνικό κοινό, για λογαριασμό του Άρη. Τότε «ξεκίνησε η επαγγελματική μου καριέρα στο αγαπημένο μου άθλημα. Μια καριέρα γεμάτη από χαρές, συγκινήσεις και πολλές ομαδικές και ατομικές διακρίσεις. Το σημαντικότερο, όμως, είναι η αγάπη και η εκτίμηση του φίλαθλου κόσμου προς το πρόσωπό μου ακόμα και σήμερα», είχε πει για εκείνη την «άγια» ημέρα ο άνθρωπος που γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, στις 23 Ιουλίου του 1957 από Ροδίτες γονείς και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να κάνει τη δική του επανάσταση.
Αν και αρχικά ασχολήθηκε με την πυγμαχία, όπως ο πατέρας του, κατάλαβε στη συνέχεια ότι η κλίση του ήταν στο μπάσκετ. Το 1975 φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Σίτον Χολ και από την πρώτη κιόλας χρονιά ξεχώρισε, με μέσο όρο 27,5 πόντων ανά αγώνα. Μετά την αποφοίτηση επιλέχθηκε στα draft από τους Μπόστον Σέλτικς. Ωστόσο, ένας τραυματισμός και η παρουσία του Λάρι Μπερντ στην ομάδα της Βοστώνης δεν θα του άφηναν χώρο για να αναδείξει το ταλέντο του. Έτσι, ο Γκάλης αποδέχθηκε την πρόταση να μεταβεί στην Ελλάδα και να συνεχίσει εδώ την καριέρα του. Αυτό το «ντόμινο» που αρχικά έδειχνε άσχημο για εκείνον, αποδείχθηκε ευλογία.
Αν και τον 22χρονο άσο είχαν πλησιάσει τόσο ο Παναθηναϊκός όσο και ο Ολυμπιακός, εκείνος επέλεξε τελικά τον Άρη, έπειτα από το ταξίδι που έκανε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ο Γιώργος Τσιλιγκαρίδης. Με τον «θεό του πολέμου» έκανε την παρθενική του εμφάνιση στις 2 Δεκεμβρίου 1979, στον αγώνα κόντρα στον Ηρακλή, στον οποίον η ομάδα του επικράτησε με 79-78. Την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ, αλλά από την επόμενη ανέβηκε στην κορυφή, την οποία και συνέχισε να κατακτά για ένδεκα σερί σεζόν.
Η απαραίτητη προσθήκη στην απόλυτη μπασκετική μηχανή
Στις 24 Ιανουαρίου 1983 έγινε ένα από τα πιο επικά παιχνίδια που έχουν δει οι Έλληνες φίλαθλοι. Είχε ως χώρο διεξαγωγής τη Νίκαια, με την αναμέτρηση να εξελίσσεται σε θρίλερ, αλλά και να αναδεικνύει στο έπακρο το μεγάλο ταλέντο που είχαν οι δύο ηγέτες των ομάδων που αναμετρούνταν: του τοπικού Ιωνικού και του Άρη. Νικητές αναδείχθηκαν οι Μακεδόνες με 114-113, ωστόσο αυτό που πέρασε στην ιστορία ήταν η «γιγαντομαχία» ανάμεσα σε Παναγιώτη Γιαννάκη και Νίκο Γκάλη. Ο «Δράκος» φόρτωσε με 73 πόντους το αντίπαλο καλάθι, ενώ ο «Γκάνγκστερ» σημείωσε από την πλευρά του 62.
Ήταν εκείνο το Σαββατόβραδο που όσοι ασχολούνταν με το μπάσκετ κατάλαβαν ότι αυτοί οι δύο πρέπει να παίξουν μαζί. Και πράγματι, το καλοκαίρι του 1984 ο Άρης προχώρησε σε μια μεταγραφή που θα άλλαζε τις ισορροπίες στο άθλημα και θα έκανε την ομάδα της Θεσσαλονίκης πρωταγωνίστρια. Με την απόκτηση του Γιαννάκη, ο Γκάλης είχε πλέον την ευχέρεια να «απογειώσει» το σύνολο του Γιάννη Ιωαννίδη σε μεγαλύτερες διακρίσεις.
Αν και ο Άρης είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα της σεζόν 1982-83, στην τέταρτη παρουσία του Γκάλη επί ελληνικών γηπέδων, την αγωνιστική περίοδο 1984-85 έφτασε και σε πρώτο του νταμπλ. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς στην ομάδα της Θεσσαλονίκης αγωνίζονταν οι δύο καλύτεροι Έλληνες μπασκετμπολίστες, ενώ είχαν στο πλάι τους και τον Νίκο Φιλίππου, έναν υπερπολύτιμο πάουερ φόργουορντ, ο οποίος είχε κάνει το ταξίδι από τα Ιωάννινα το 1982. Την ίδια χρονιά οι «κίτρινοι» διακρίθηκαν και στο Κύπελλο Κόρατς, στο οποίο έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά, στα οποία αντιμετώπισε την πανίσχυρη Βαρέζε.
Όλος ο κόσμος στα γήπεδα και μπροστά στις τηλεοράσεις
Το 1986 ο Άρης κατέκτησε το πέμπτο πρωτάθλημα της ιστορίας του και το πρώτο χωρίς να γνωρίσει ήττα. Η διαφορά δυναμικότητας με τις υπόλοιπες ομάδες ήταν τεράστια, με τους «κίτρινους» να σημειώνουν πάνω από 100 πόντους σε 16 από τα 26 ματς το οποία έδωσαν εκείνη την περίοδο, με το σύστημα διεξαγωγής να αλλάζει από την επόμενη σεζόν. Ο Νίκος Γκάλης αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του για έκτη σερί χρονιά, πετυχαίνοντας 912 πόντους σε 23 αναμετρήσεις. Ωστόσο, τόσο στο Κύπελλο όσο και στην Ευρώπη η ομάδα δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τέλους.
Το πρωτάθλημα Ελλάδος του 1987 διοργανώθηκε για πρώτη φορά ως Α1 Εθνική κατηγορία με το σύστημα των πλέι οφ να ενσωματώνεται. Ο Άρης τερμάτισε αήττητος για δεύτερη διαδοχική χρονιά, με 18 νίκες σε 18 αγώνες, πετυχαίνοντας 100άρα στους έντεκα από αυτούς. Ο δρόμος μέχρι τον τελικό δεν μπορούσε να ανακοπεί, όπου εκεί η ομάδα των Γκάλη, Γιαννάκη, Φιλίππου, στην οποία είχε ενσωματωθεί και ο Σλοβένος με ελληνική υπηκοότητα Σλόμπονταν (Λευτέρης) Σούμποντιτς, επικράτησε με 129-81 του Πανιωνίου.
Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ο Άρης θα πετύχει πολύ μεγάλη νίκη εναντίον της μετέπειτα νικήτριας της διοργάνωσης, Τρέισερ Μιλάνου με 98–67, αλλά ηττήθηκε με διαφορά 34 πόντων στον επαναληπτικό της Ιταλίας, με την πίκρα να «σβήνει» από την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας και του νταμπλ, με 110-70 επί του Πανελληνίου.
Μετά από την επιτυχημένη σεζόν του Άρη ακολούθησε η τεράστια επιτυχία με την κατάκτηση της κορυφής στο Ευρωμπάσκετ του 1987 από την εθνική Ελλάδας. Ο Γκάλης αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ, με μέσο όρο 37 πόντους και MVP της διοργάνωσης. Με κορυφαίο τον «γκάνγκστερ», το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα που δεν είχε έως τότε καμιά διάκριση σε επίπεδο κορυφής, επικράτησε απέναντι σε ομάδες με τεράστια ιστορία στον θεσμό όπως η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία.
Ραχοκοκαλιά εκείνης της «γαλανόλευκης» ήταν ο Άρης (καμία έκπληξη φυσικά), ο οποίος είχε γίνει η αγαπημένη ομάδα όλων των Ελλήνων, που καθηλώνονταν μπροστά από τις τηλεοράσεις κάθε φορά που έπαιζε το καλοκουρδισμένο συγκρότημα του Ιωαννίδη, ειδικά στα ευρωπαϊκά ματς. Το «Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά» μεταφέρθηκε από το «Αλεξάνδρειο» στο ΣΕΦ, αλλά θα ήταν ένα σύνθημα πάντα… κίτρινου χρώματος.
Είναι χαρακτηριστικές οι διηγήσεις από ανθρώπους που έζησαν την τεράστια επιτυχία του 1987, πως το διάστημα πριν από αυτήν και τα επόμενα χρόνια, οι δρόμοι ερήμωναν για να δουν την ομάδα-καμάρι του ελληνικού αθλητισμού, που όλοι οι Έλληνες εκτιμούσαν, ενώ μεγάλο μέρος από αυτούς είχαν πλέον γίνει οπαδοί της. Το δε «Αλεξάνδρειο», που πλέον έχει το όνομα του Νίκου Γκάλη, ήταν πάντα κατάμεστο και δεν έπεφτε καρφίτσα μέσα σε αυτό.
Η «τρέλα» με τον Άρη και τα σερί Final-4
Πλέον, το μπάσκετ είχε γίνει εθνικό άθλημα. Μπασκέτες έκαναν την εμφάνισή τους παντού στη χώρα, σε κάθε σχολείο, σε κάθε παιδική χαρά. Όλα τα παιδιά είχαν στα χέρια τους από μια μπάλα, ενώ η… μανία για τον Άρη αυξανόταν. Τη σεζόν 1987-88 παρουσίασε μία από τις καλύτερες συνθέσεις της ιστορίας του, με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη ως ηγέτες της ομάδας, τους Σούμποτιτς και Φιλίππου, τον Καναδό Γκρεγκ Γουίλτζερ, τον Νίκο Φιλίππου, τον Μιχάλη Ρωμανίδη και τον Βασίλη Λυπηρίδη. Η ομάδα θα φτάσει για πρώτη φορά μέχρι το Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στη Γάνδη. Στον ημιτελικό αντιμετώπισε την Τρέισερ Μιλάνο,υ από την οποία ηττήθηκε με 87-82 και τελικά κατετάγη τέταρτος. Όσο για την Ελλάδα το νταμπλ ήρθε σχεδόν… στον αυτόματο.
Την επόμενη περίοδο η σύνθεση του Άρη παρέμεινε ίδια, με τον Μάνθο Κατσούλη να μετακινείται σε αυτήν από τον ΠΑΟΚ. Οι «κίτρινοι» θα φτάσουν ξανά στο Final-4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αυτήν τη φορά στο Μόναχο. Στον ημιτελικό αντιμετώπισαν την ισραηλινή Μακάμπι Τελ Αβίβ μπροστά σε 8.000 Έλληνες φιλάθλους, αλλά ηττήθηκε με 99–86, για να καταταχθούν αυτήν τη φορά τρίτοι. Στις εγχώριες διοργανώσεις, παρόλο που γνώρισε την πρώτη του ήττα μετά από 44 μήνες, στις 5 Νοεμβρίου του 1988 από τον ΠΑΟΚ με 81-78, θα κατακτήσει το πρωτάθλημα, με τον Νίκο Γκάλη να είναι πρώτος σκόρερ για ένατη σερί χρονιά, με 642 πόντους. Στο Κύπελλο πήρε… εκδίκηση από τον συμπολίτη, τον οποίο νίκησε στον τελικό, για ακόμη ένα νταμπλ.
Την περίοδο 1989-90, η ομάδα του Γιάννη Ιωαννίδη έφτασε για τρίτη σερί χρονιά σε Final-4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών χωρίς και πάλι να καταφέρει να προκριθεί στον τελικό της διοργάνωσης, στη Σαραγόσα. Στα ημιτελικά βρήκε στον δρόμο του την Μπαρτσελόνα, για να ηττηθεί με 104-83, για να καταταχθεί τελικά τέταρτος. Παρά το ότι δεν κατάφερνε να κατακτήσει τον πολυπόθητο ευρωπαϊκό τίτλο, στην Ελλάδα μονοπωλούσε τα τρόπαια, αφού κατέκτησε για τέταρτη σερί χρονιά πρωτάθλημα και Κύπελλο.
Η σταδιακή παρακμή της αυτοκρατορίας
Η επόμενη σεζόν (1990-91) ήταν η πρώτη από το 1982, στην οποία ο «κίτρινος» πάγκος δεν έχει τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος… κατηφόρισε στον Πειραιά για τον Ολυμπιακό. Ο Άρης θα βγει πέμπτος στον όμιλο στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και θα μείνει για πρώτη φορά εκτός F4, μετά τις σερί συμμετοχές. Στο πρωτάθλημα, η ομάδα της Θεσσαλονίκης κατέκτησε τον τελευταίο της τίτλο, καθώς επικράτησε σε μία εκπληκτική σειρά τελικών του ΠΑΟΚ. Στη διοργάνωση του Κυπέλλου αποκλείστηκε στον προημιτελικό από την ΑΕΚ και δεν κατέκτησε το συγκεκριμένο τρόπαιο για πρώτη φορά έπειτα από το 1986.
Ήδη τα σημάδια έδειχναν αρνητικά για την ομάδα που θαύμασαν όλοι οι Έλληνες και την επόμενη σεζόν (1991-92) αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, αφού στον πάγκο της ομάδας κάθισαν τέσσερις διαφορετικοί προπονητές. Τα μεγάλα ονόματα του συλλόγου έκαναν αποχή για αρκετούς αγώνες, ενώ σοβαρά οικονομικά προβλήματα άρχισαν να μαστίζουν το σύλλογο. Ο συνδυασμός πολλών αρνητικών ζητημάτων οδήγησε στην απώλεια του πρωταθλήματος για πρώτη φορά από το 1984, όπου τερμάτισε τρίτος, ενώ κατέκτησε το Κύπελλο, στον τελικό επί της ΑΕΚ. Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών πραγματοποίησε την χειρότερη πορεία του καταλαμβάνοντας την προτελευταία θέση του ομίλου με 3 νίκες και 11 ήττες.
Το παιχνίδι με την Ένωση, όπου ήρθε και ο τίτλος, ήταν και ο τελευταίος του Νίκου Γκάλη με τα κίτρινα, καθώς το καλοκαίρι του 1992 αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό, ο οποίος είχε τερματίσει στην 8η θέση που αποτέλεσε την πιο άσχημη επίδοση στην ιστορία του. Αυτή ήταν μια μεγάλη κίνηση της οικογένειας Γιαννακόπουλου, που άρχισε να αλλάζει την ιστορία του μπάσκετ στην Ελλάδα, το οποίο φαινόταν πλέον ότι… μετακόμιζε σταδιακά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Κάτι που επισφραγίστηκε με τη μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη δύο χρόνια αργότερα.
Και κάπου εκεί, μια υπέροχη αθλητική ιστορία έκλεισε και το τελευταίο της κεφάλαιο. Ωστόσο, ήδη είχε μπει μια έως και ανέλπιστη παρακαταθήκη για το μπάσκετ και τον ελληνικό αθλητισμό, που τροφοδότησε με «καύσιμο» για τα πολλά χρόνια που ακολούθησαν.