Είναι στο καταστατικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να προάγει μεταξύ άλλων την οπερέτα. Είδος λαοφιλές που άφησε εποχή αλλά τις τελευταίες δεκαετίες έμοιαζε στατική, μουσειακή, να σκεπάζεται από την σκόνη του χρόνου και να μην μπορεί να σταθεί σε ένα οπερατικό περιβάλλον που διαρκώς ανέβαζε στροφές. H Eναλλακτική Σκηνή έκανε, επιτέλους, τη διαφορά.
Βλέπαμε οπερέτες σκηνοθετημένες συμβατικά, ανεβάσματα διεκπεραιωτικά. Ο,τι ακριβώς δεν είδαμε στην Εναλλακτική Σκηνή, στην «Πριγκίπισσα της Σάσσωνος» του κοσμοπολίτη Σπύρου Σαμάρα που μετά από μια σημαντική καριέρα στην Ιταλία, στη βερίστικη όπερα, επέστρεψε στην Αθήνα. Ο Βίκτωρ Αρδίττης σκηνοθέτησε με απολύτως μοντέρνο τρόπο, αλλά χωρίς το παραμικρό φτιασίδι, χωρίς καμία προσπάθεια να ξεπεράσει τον μύθο και την εποχή του έργου. Παρουσίασε μια γοργή, νευρώδη, έξυπνη παράσταση. Το κοινό σε εγρήγορση να χειροκροτεί συνεχώς και να γελάει.
Οι ερμηνευτές, να παίζουν διαρκώς στο μεγάλης ακριβείας όριο που τους επιτρέπει να ισορροπούν στο ρεαλιστικό πριν φτάσουν στην υπερβολή. Χωρίς πόζες, με μια ευκολία στην κωμωδία ερμήνευσαν τους ήρωες του Σαμάρα κάνοντας ένα ισχυρότατο σχόλιο στον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα εξουσίας. Και ρουσφέτια είδαμε, και προσλήψεις λόγω συγγένειας ή έρωτα, και αναξιοκρατία, και πάθη, και υπουργούς να αγκαλιάζουν ηδονικά το τραπέζι εξουσίας για να μην το εγκαταλείψουν. Κάθε ήχος και λέξη της παράστασης ένα διαρκούς ροής μπιτάτο σχόλιο. Η Συμφωνική Ορχήστρα και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων ακολούθησαν το ανάλαφρο μοτίβο που επιβλήθηκε, την φυσική ροή.
Σύμφωνα με την υπόθεση (το ποιητικό κείμενο είναι των Πολύβιου Δημητρακόπουλου και Νικόλαου Λάσκαρη), η πάμπλουτη αμερικανίδα Ντόλλυ αγοράζει το ξερονήσι Σάσσων από τους Αλβανούς, γίνεται η πριγκίπισσα του νησιού, διορίζει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον εραστή της. Η κυβέρνηση αποτελείται από καταχραστές, ο λαός στενάζει, η πριγκίπισσα κάνει φιέστες. Στο πάρτι για τα πέντε χρόνια από την ημέρα που η Ντόλλη αγόρασε το νησί θα συμβούν πολλά, θα αποκαλυφθούν οι απάτες των κυβερνώντων και δυο ξένοι Ηπειρώτες που έρχονται για να φέρουν κακά μαντάτα θα γίνουν οι σωτήρες του νησιού και οι νέοι εραστές της πριγκίπισσας και της κυρίας των τιμών.
82 άτομα βρέθηκαν στην σκηνή: η χορωδία, πίσω από μία διάφανη αυλαία που επέτρεπε να βλέπουμε τις κινήσεις του διευθυντή της ορχήστρας Μιχάλη Παπαπέτρου, μπροστά η χορωδία και οι πρωταγωνιστές. Στον χώρο της Εναλλακτικής Σκηνής, αυτή η απόλυτη γειτνίαση του κοινού με τη σκηνή που αρκεί να κάνεις ένα βήμα για να μπεις σε αυτή, διέρρηξε οριστικά οποιαδήποτε απόσταση υπάρχει ανάμεσα στον θεατή σήμερα και στην οπερέτα που κυριάρχησε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Αμεσότητα, αλαφρότητα, απόλυτη σύνδεση με μία υπόθεση που μπορεί να παραπέμπει στην Αθήνα του 1910, αλλά είναι σαν να αφορά την Αθήνα του 2019.
Τα σκηνικά, με πολυτέλεια και μαζί σωστή οικονομία μέσων του Αντώνη Δαγκλίδη ανέδειξαν το ύφος της παράστασης, ενώ τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη με προφανή την εντατική μελέτη στην ενδυματολογία της εποχής, ήταν μοντέρνα, ανάλαφρα, δεν παρέπεμπαν σε μουσειακό είδος. Κρόσσια, διαφάνειες, δαντέλες, πτυχώσεις να περιστρέφονται στην σκηνή σε ένα θέαμα που ώρες ώρες θύμιζε κλασική χολιγουντιανή ταινία. Στο σύνολό της η παραγωγή έδειχνε ότι είναι καλά δουλεμένη, με πολλές πρόβες. Οι πρωταγωνιστές με τη σωστή χημεία και τη χαλαρότητα της σιγουριάς αυτού που κάνουν: ο Βάγγος του Χρήστου Κεχρή κωμικός και μαζί στιβαρός, η Αννα Στυλιανάκη ως πριγκίπισσα κυριάρχησε στη σκηνή στο ρόλο της κακομαθημένης Αμερικανίδας που βρίσκει τον δρόμο της αλήθειας και του έρωτα, η Μπέττυ, η Κυρία επί των Τιμών με μια φυσικότητα και σκηνική δύναμη εξαιρετική. Φεύγοντας από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, κάποιοι ακόμα σιγομουρμουρίζαμε το «με είπανε και κλέφτη το υπουργείο πέφτει» που ακούστηκε στην παράσταση…
Ιδρυτικός δωρητής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ είναι το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Πηγή