Στην τηλεδιάσκεψη της περασμένης Πέμπτης η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ υιοθέτησε τη σκληρή στάση που κρατάει συνήθως το Βερολίνο. Ηταν εμφανώς πιο αρνητική σε σύγκριση με την τηλεδιάσκεψη της περασμένης εβδομάδας, ενώ αναφέρθηκε σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες όσον αφορά την έκδοση ευρωομολόγου. Μετά το τέλος της τηλεδιάσκεψης δήλωσε ότι «ο ESM είναι το σωστό εργαλείο» για τη διαχείριση της κρίσης. Μαζί της συντάχθηκε ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος τόνισε ότι δεν μπορεί να δει «οποιαδήποτε συνθήκη υπό την οποία η Ολλανδία θα αποδεχόταν τα ευρωομόλογα».
«Αηδιαστικές», «ανόητες» και «εντελώς απαράδεκτες»: με αυτά τα λόγια χαρακτήρισε ο Αντόνιο Κόστα, πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, τις πρόσφατες παρεμβάσεις του Ολλανδού υπουργού Οικονομικών Βόπκε Χέκστρα. Ο Χέκστρα προκάλεσε την οργή των χωρών του Νότου στο ECOFIN της περασμένης Δευτέρας, όταν πρότεινε οι Βρυξέλλες να διερευνήσουν γιατί κάποιες χώρες διαθέτουν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για να ανταποκριθούν στις ανάγκες που γεννάει η κρίση της πανδημίας και άλλες όχι. «Τέτοιου είδους επαναλαμβανόμενες μικρότητες απειλούν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης», δήλωσε ο συνήθως μειλίχιος Κόστα στο τέλος της πικρόχολης εξάωρης τηλεδιάσκεψης των «27» την περασμένη Πέμπτη. Ευρωπαίος διπλωμάτης, τον οποίο επικαλούνται οι Financial Times, ήταν ακόμη πιο ευθύς, υπό την κάλυψη της ανωνυμίας: η πρόταση Χέκστρα αποτελεί «υψωμένο μεσαίο δάχτυλο προς τον Νότο».
Απογοήτευση
Η βραδιά της Πέμπτης δεν αναμενόταν να εξελιχθεί έτσι. Επειτα από εντατικές διαβουλεύσεις, οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των κρατών-μελών είχαν καταλήξει σε ένα προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό: δεν υπήρχε αναφορά στα ευρωομόλογα, παρά την επιστολή εννέα αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Σλοβενία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο) την Τετάρτη προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, υπέρ της πρωτοβουλίας. Επιπλέον, η επίμαχη παράγραφος 14 σχετικά με τον ρόλο του ESM είχε αποδυναμωθεί σε σύγκριση με την αρχική διατύπωση. Δεν υπήρχε, παρ’ ολ’ αυτά, η προσδοκία ότι οι ηγέτες θα επιδίδονταν σε ουσιώδεις περαιτέρω διαπραγματεύσεις.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι υποστηρικτές των «κορωνο-ομολόγων», ιδίως ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζιουζέπε Κόντε και ο Ισπανός ομόλογός του Πέδρο Σάντσεθ (ηγέτες των δύο χωρών που έχουν πληγεί πιο σφοδρά μέχρι σήμερα από την πανδημία), συγκρούστηκαν μετωπικά με τους επίμονους αρνητές της αμοιβαιοποίησης του χρέους. Ο κ. Κόντε, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, είπε στην τηλεδιάσκεψη ότι τα μέτρα στήριξης που βρίσκονται στο τραπέζι είναι ανεπαρκή, ταιριάζουν σε ασυμμετρικά σοκ και η Ιταλία δεν τα χρειάζεται. Το ιταλικό πρωθυπουργικό γραφείο εξέδωσε ανακοίνωση κατά τη διάρκεια της τηλεσυνόδου, όπου κατακεραύνωνε τις υφιστάμενες προτάσεις ως «πολύ δειλές». Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προειδοποίησε ότι η αποτυχία των Ευρωπαίων να δράσουν από κοινού θα μπορούσε να πλήξει θανάσιμα το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι οι εννέα χώρες που υποστηρίζουν την πρόταση για το ευρωομόλογο εκπροσωπούν το 57% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακοινώθηκε πακέτο στήριξης της οικονομίας ύψους 2 τρισ. δολαρίων. Υπογράμμισε, δε, την αναντιστοιχία ανάμεσα στους όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αυτής της κρίσης («επική», «πρωτοφανής» κ.ο.κ.) και στα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής. Σε ανάρτησή του την Παρασκευή στο Facebook, o πρωθυπουργός χαρακτήρισε τη σύνοδο «κατώτερη των περιστάσεων», σημειώνοντας ότι «όλοι δεχόμαστε την ίδια απειλή… Το 2020 δεν είναι 2010». Μαζί με τους «εννέα» συμπαρατάχθηκε και η πρόεδρος της ΕΚΤ. Σύμφωνα με το Bloomberg, η Κριστίν Λαγκάρντ μίλησε για μια κρίση «επικών διαστάσεων», που απαιτεί τη χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων, από τις πιστωτικές γραμμές του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και τη ρευστότητα και τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων έως την κοινή έκδοση χρέους για τον επιμερισμό των χρηματοοικονομικών κινδύνων που συνεπάγονται οι μαζικές δημόσιες δαπάνες που θα χρειαστούν.
Το μπλοκ των Βορείων
Ωστόσο, η βόρεια συμμαχία παρέμεινε αμετακίνητη. Η Γερμανίδα καγκελάριος, μιλώντας από την οικία της καθώς παραμένει ακόμη σε καραντίνα, αναφέρθηκε σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες. Η στάση της ήταν εμφανώς πιο αρνητική σε σύγκριση με την τηλεδιάσκεψη της περασμένης εβδομάδας. Μετά το τέλος της τηλεδιάσκεψης, δήλωσε ότι «ο ESM είναι το σωστό εργαλείο» για τη διαχείριση της κρίσης. Μαζί της συντάχθηκε ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος είπε ότι «δεν μπορεί να δει οποιαδήποτε συνθήκη υπό την οποία η Ολλανδία θα αποδεχόταν τα ευρωομόλογα».
Οι κ. Κόντε και Σάντσεθ απείλησαν να αρνηθούν να υπογράψουν το κοινό ανακοινωθέν, καθώς επέμεναν να κατατεθούν εντός δέκα ημερών προτάσεις από τους πέντε προέδρους των ευρωπαϊκών θεσμών (Συμβούλιο, Επιτροπή, Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Eurogroup) για την αξιοποίηση όλων των δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών εργαλείων στη διάθεση της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της κρίσης.
Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε το απόλυτο ναυάγιο, με παρέμβαση του Σαρλ Μισέλ και την απόφαση να επεξεργαστεί και να καταθέσει προτάσεις το Eurogroup στους ηγέτες σε δύο εβδομάδες.
Δύσκολος συμβιβασμός
Το μπαλάκι επιστρέφει, συνεπώς, στους υπουργούς Οικονομικών, με το ζήτημα των ευρωομολόγων και του ρόλου του ESM –που συζητήθηκε για πολλές ώρες στην τηλεδιάσκεψη– να έχει δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα. Για τους Νότιους που ενδέχεται να χρειαστούν πιστωτική γραμμή, η πρόταση που υπάρχει στο τραπέζι προσφέρει πολύ λίγα (2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας, αν και με τη δυνατότητα αύξησης του ποσού) ως αντάλλαγμα για την υπογραφή νέων μνημονίων. Για τους Βόρειους –ειδικά τους Ολλανδούς– η αυστηρή αιρεσιμότητα είναι sine qua non για τη χρήση των πόρων του ESM. Η εξεύρεση συμβιβασμού θα είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Η ΕΚΤ καλείται να σώσει ξανά την παρτίδα
Οπως και στην περίοδο της ευρωκρίσης, η απροθυμία των χωρών του Βορρά να συναινέσουν σε ουσιώδεις πρωτοβουλίες επιμερισμού του ρίσκου έχει αφήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως τον θεσμό που εγγυάται την ακεραιότητα της Ευρωζώνης. Αργά τη νύχτα της Τετάρτης 19 Μαρτίου, η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το PEPP (Pandemic Emergency Purchase Program), ύψους 750 δισ. ευρώ, με το οποίο προϊδέαζε ότι θα καταργούσε τα ανώτατα όρια που είχε θέσει στο αρχικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (33% ανά κράτος-μέλος και ανά ομόλογο).
Aκριβώς μία εβδομάδα αργότερα επήλθε νέο μεταμεσονύκτιο χτύπημα: η κεντρική τράπεζα δημοσιοποίησε τη νομική της απόφαση που καταργούσε επισήμως τα ανώτατα όρια που είχε επιβάλει στον εαυτό της για το όριο των ομολόγων κάθε κράτους-μέλους που μπορεί να αγοράσει. Η απόφαση, επιπλέον, επιτρέπει την αγορά κρατικών χρεογράφων με πολύ πιο βραχυπρόθεσμη ωρίμανση (έως και 70 ημέρες) –το προηγούμενο κατώτατο όριο ήταν ένας χρόνος– και διατηρείται όρος του pari passu (που σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν είναι προνομιούχος πιστωτής έναντι του ιδιωτικού τομέα). «Το Ευρωσύστημα δεν θα ανεχθεί οποιονδήποτε κίνδυνο στην ομαλή μετάδοση της νομισματικής του πολιτικής» σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, αναφέρει η ΕΚΤ στο κείμενο της νομικής απόφασης.
Οι αγορές ομολόγων ξεκίνησαν την Πέμπτη, με τη νομική απόφαση να συμβάλει σε νέα αποκλιμάκωση των επιτοκίων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Εμπειροι παρατηρητές της ΕΚΤ χαιρέτισαν την επιβεβαίωση των προθέσεων της κεντρικής τράπεζας ως κρίσιμη συμβολή στην αποκλιμάκωση των άμεσων χρηματοοικονομικών κινδύνων για τα κράτη-μέλη.
Για τον βετεράνο Βέλγο οικονομολόγο Πολ ντε Γκράουβε, καθηγητή στο London School of Economics, η ΕΚΤ είναι ο κατάλληλος θεσμός και το PEPP το κατάλληλο εργαλείο για τη νέα κρίση. «Πρόκειται για μία κρίση που μπορεί να διαλύσει την Ευρωζώνη, καθώς οι χώρες που θα χτυπηθούν πιο βαριά είναι πιθανότατα αυτές που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα δανεισμού», δηλώνει στην «Κ». «Πρέπει να ξεχάσουμε τον ESM και την αιρεσιμότητα και απλά να επεκτείνουμε το PEPP όσο κριθεί αναγκαίο για να στηρίξουμε τις χώρες που θα το χρειαστούν». Ο Ντε Γκράουβε τάσσεται επίσης υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων, τα έσοδα από τα οποία θα κατευθυνθούν στις χώρες με τη μεγαλύτερη ανάγκη, με την αποπληρωμή να βασίζεται στην κλείδα κατανομής των κρατών-μελών.
Σημειώνεται ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στα τέλη του 2018 (υπόθεση Weiss) να απορρίψει προσφυγή κατά του QE –του αρχικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης– βασιζόταν εν μέρει στο όριο του 33% που επέτρεπε στην ΕΚΤ να ισχυριστεί ότι οι αγορές δεν αποτελούσαν νομισματική χρηματοδότηση. Είναι περίπου βέβαιο ότι η κεντρική τράπεζα θα αντιμετωπίσει νομικές προσφυγές και εναντίον του νέου προγράμματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση του Σεμπάστιαν Γκρουντ, που ανάρτησε την περασμένη εβδομάδα το κέντρο Ζακ Ντελόρ της Σχολής Hertie, ο τρόπος με τον οποίο έχει σχεδιαστεί το PEPP αποφεύγει τον νομικό σκόπελο της νομισματικής χρηματοδότησης. Οπως εξηγεί, αφενός οι συναλλαγές θα περιοριστούν στη δευτερογενή αγορά, αφετέρου το πρόγραμμα δεν ενθαρρύνει τις δημοσιονομικές σπατάλες στα κράτη-μέλη, καθώς είναι κοινή πεποίθηση των ειδικών ότι η δημοσιονομική επέκταση είναι η σωστή πολιτική στην τρέχουσα συγκυρία.