Το κατά πόσον οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού θα επηρεάσουν την ευρωπαϊκή πράσινη ατζέντα είναι ένα θέμα που κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο στο εσωτερικό της Ε.Ε. και των κρατών-μελών αυτή την περίοδο, λόγω των πιέσεων που ασκεί η ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας. Γύρω από το μέλλον του περίφημου Green Deal την επόμενη ημέρα της πανδημίας φαίνεται να διαμορφώνονται αυτήν τη στιγμή δύο αντίθετοι πόλοι. Στον έναν βρίσκονται οι υπέρμαχοι και ανησυχούντες για το ενδεχόμενο επιβράδυνσης του όλου σχεδιασμού για το κλίμα ή και αναθεώρησης των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης που έχουν τεθεί, καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών διοχετεύουν σημαντικούς πόρους για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την ανάσχεση της επερχόμενης οικονομικής ύφεσης, και στον άλλον, επικριτές και βιομηχανικοί κλάδοι που επιβαρύνονται σοβαρά από τις υποχρεώσεις για τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος και μετά το ισχυρό πλήγμα από την κρίση του COVID-19 θα είναι δύσκολο να ανταποκριθούν, όπως και οι κυβερνήσεις που τους υποστηρίζουν. Είναι χαρακτηριστικές, για παράδειγμα, η δήλωση του πρωθυπουργού της Τσεχίας Αντρέι Μπάμπις για εγκατάλειψη του Green Deal στα μέσα Μαρτίου και η πρόταση της Πολωνίας για κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ρύπων ή, τουλάχιστον, εξαίρεσής της από αυτό, προκειμένου να κατευθυνθούν τα σχετικά κονδύλια στη μάχη κατά του κορωνοϊού, αλλά και το αίτημα στις αρχές Απριλίου της Διεθνούς Ενωσης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΙΑΤΑ) από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας για επανακαθορισμό των ορίων εκπομπών ρύπων, ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν από την κρίση.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο ενώνουν τις φωνές τους, υπουργοί, ευρωβουλευτές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επικεφαλής επιχειρήσεων παρεμβαίνοντας για ανάκαμψη της οικονομίας μετά την κρίση, με επενδύσεις που να συμβαδίζουν με τις δεσμεύσεις για το περιβάλλον. Σε κεντρικό επίπεδο δεν έχει εκφραστεί μέχρι στιγμής κάποια ανησυχία για το μέλλον του Green Deal ή πρόθεση για χαλάρωση των μέτρων για το κλίμα.

Αντιθέτως, προτεραιότητα παραμένει η αταλάντευτη υλοποίηση του σχεδιασμού για μηδενικούς ρύπους το 2050, με τις πράσινες επενδύσεις να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για την επανεκκίνηση της οικονομίας την επομένη της πανδημίας. Ζητούμενο είναι, ωστόσο, το κατά πόσον πράγματι θα καταφέρει να κινητοποιήσει κεφάλαια ενός τρισ. ευρώ σε μια δεκαετία που απαιτούνται για τη μετάβαση της Ευρώπης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, καθώς περιορίζεται ασφυκτικά ο δημοσιονομικός χώρος των κρατών-μελών για χρηματοδότηση επενδύσεων ενώ αυξάνεται και το χρέος των εταιρειών. Η κατακόρυφη πτώση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, εξάλλου, όπως και του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, επηρεάζει αρνητικά τον πράσινο σχεδιασμό της Ευρώπης.

Η Ελλάδα έχει αξιολογήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στον εθνικό σχεδιασμό ενσωμάτωσης του ευρωπαϊκού Green Deal, που κινείται με βασικούς άξονες την απολιγνιτοποίηση και τη διεύρυνση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή στο 35% το 2030. Εκτίμηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι ότι η κρίση δεν θα επηρεάσει τον μακροχρόνιο σχεδιασμό για την ενέργεια. «Η κρίση επικεντρώνεται στο β΄ τρίμηνο και όλη η Ευρώπη συντονίζεται στην ανάκαμψη που θα υπάρξει μετά με πρωταγωνιστή τις πράσινες επενδύσεις», τονίζει στην «Κ» ο υφυπουργός Ενέργειας, Γεράσιμος Θωμάς. «Δεν θα πάμε πίσω στον σχεδιασμό της απολιγνιτοποίησης, αντιθέτως θα επιταχύνουμε και όλες οι πρωτοβουλίες μας μέχρι σήμερα για τη στήριξη της αγοράς ενέργειας γίνονται ακριβώς για να μπορέσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανεκκίνηση της οικονομίας», επισημαίνει. Μετά το Πάσχα και αφού ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του ΕΣΠΑ, τον Απρίλιο, το υπουργείο θα προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας μέσω του «Εξοικονομώ κατ’ οίκον». «Θα επιταχύνουμε τέτοιες δράσεις που είναι εποχικές και μπορούν να υποκαταστήσουν ένα μέρος της απώλειας από τον τουρισμό», αναφέρει ο κ. Θωμάς.

Το σχέδιο του ΑΔΜΗΕ

Στην ίδια γραμμή της αταλάντευτης υλοποίησης του σχεδιασμού για τη μετάβαση στις ΑΠΕ κινείται και ο προγραμματισμός του ΑΔΜΗΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις παραδοχές του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως προς τη διείσδυση των ΑΠΕ και την απολιγνιτοποίηση. Με συνολικές επενδύσεις 4,3 δισ. έως το 2030, ο ΑΔΜΗΕ θα διασυνδέσει όλα τα νησιά με το ηπειρωτικό σύστημα της χώρας δίνοντας τη δυνατότητα διείσδυσης συνολικής ισχύος 2.442 MW στο νησιωτικό σύμπλεγμα της χώρας, που αντιστοιχεί σε επενδύσεις της τάξης των 2,6 δισ. Σε ό,τι αφορά τη μεγαλύτερη εισαγωγή των ΑΠΕ στο σύστημα, ήδη υπάρχουν εγκατεστημένα 6,5 GW. Mαζί με τα 3-3,5 GW υδροηλεκτρικά, το σύνολο των ΑΠΕ ανέρχεται σε περίπου 10 GW. O στόχος με βάση το ΕΣΕΚ είναι 19 GW το 2030. «Ο ρόλος του ΑΔΜΗΕ στην εφαρμογή της πράσινης ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό New Green Deal στην Ευρώπη, είναι καθοριστικός» δηλώνει στην «Κ» ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, Ιωάννης Μάργαρης.

kathimerini.gr