Η πανδημία του κορονοϊού έχει ρίξει τη σκιά της στον πλανήτη και έχει αλλάξει ριζικά τις ζωές των ανθρώπων, επηρεάζοντας και τον τρόπο που οργανώνουν την καθημερινότητά τους.

Ο ιός φαίνεται να βρίσκει πεδίο εξάπλωσης στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του κόσμου, που αποτελούν οικιστικά και οικονομικά κέντρα αλλά και κομβικά σημεία στις μεταφορές, καθώς διαθέτουν μεγάλα και πολυσύχναστα αεροδρόμια.

Ο νέος κορονοϊός έχει επομένως δημιουργήσει έντονους προβληματισμούς για το πώς οι πόλεις μπορούν να οργανωθούν και να οχυρωθούν ώστε να αντιμετωπίσουν την πανδημία αλλά και αντίστοιχες προκλήσεις που ίσως προκύψουν στο μέλλον.

Ο φόβος του ιού μετέτρεψε τα αστικά κέντρα σε έρημα τοπία, με τους δημόσιους χώρους άδειους και τους πολίτες κλεισμένους λόγω της καραντίνας στα σπίτια τους. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι εργαζόμενοι σε τομείς αναγκαίους για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής.

Ζούμε την εποχή των πανδημιών;

Οι σύγχρονες πόλεις δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα μιας πανδημίας και και η ανατροπή στην καθημερινότητα τις μετέτρεψε σε «μία ανοργάνωτη διάταξη ασύνδετων δωματίων και σπιτιών» αναφέρει η Λυδία Καλλιπολίτη, βοηθός καθηγητή Αρχιτεκτονικής στο πανεπιστήμιο The Cooper Union της Νέας Υόρκης.

Στον 21ο αιώνα έχουν μέχρι στιγμής εμφανιστεί ο Sars, ο Mers, ο Έμπολα, η γρίπη των πτηνών, η γρίπη των χοίρων και τώρα η Covid-19. Αν πραγματικά έχουμε εισέλθει στην εποχή των πανδημιών όμως, πώς θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε τις πόλεις του αύριο ώστε οι εξωτερικοί χώροι να μην αποτελούν απαγορευμένη ζώνη αλλά να παραμένουν φιλόξενοι;

Οι πόλεις βέβαια δεν ήταν πάντα ασφαλείς για τους ανθρώπους, αλλά σε προηγούμενους αιώνες ήταν «παγίδες θανάτου» και η ζωή σε αυτές μπορεί να σήμαινε ακόμη και μείωση του προσδόκιμου ζωής. Η ραγδαία εξέλιξη που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση οδήγησε σε μολυσμένους δρόμους, ειδικά σε μέρη όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Τα ξεσπάσματα τύφου και χολέρας αποτέλεσαν μείζονα ζητήματα δημόσια υγείας και προκάλεσαν την κατασκευή υποδομών, όπως για παράδειγμα η αποχέτευση, που μείωσε τη θνησιμότητα από ασθένειες των πνευμόνων σε πόλεις της Αγγλίας κατά 50%.

Με την πάροδο των ετών η παροχή ηλεκτρικού και φωτός και ο εξαερισμός έκαναν τη ζωή σε διαμερίσματα ακόμη πιο ποιοτική και φυσικά λιγότερο επικίνδυνη.

Στην εποχή μας η ανάγκη οι πόλεις να χτίζονται τηρώντας τις υγιειονομικές προδιαγραφές, έχει γίνει αδήριτη. Τον περασμένο αιώνα όλο και περισσότεροι άνθρωποι κατέφυγαν στις μεγαλουπόλεις για να βρουν δουλειά και να βρίσκονται κοντά στις πηγές των αγαθών, από φαγητό μέχρι περίθαλψη. Μάλιστα καθώς οι πόλεις μεγάλωναν, ο σύγχρονος αστικός σχεδιασμός επέτρεψε να γίνουν ασφαλέστερος τόπος να ζει κανείς ακόμη και από τα προάστια και την επαρχία.

Ωστόσο αυτό δεν ισχύει για τις μολυσματικές ασθένειες. Σε μια πανδημία, τα πολυσύχναστα κέντρα των μεγαλουπόλεων είναι μεγάλο μέρος του προβλήματος. Επιστήμονες της δημόσιας υγείας αναφέρουν ότι επειδή αποτελούν κόμβους διεθνούς εμπορίου και μεταφορών, οι πυκνοκατοικημένες πόλεις μπορούν να ενισχύσουν τους υγιειονομικούς κινδύνους.

Αν συνυπολογιστεί και η εκτίμηση ότι το 68% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε πόλεις μέχρι το 2050, η ανάγκη οχύρωσης έρχεται δραματικά στο προσκήνιο.

Πώς θα επιτευχθεί η κοινωνική απόσταση στο μέλλον

Δεν είναι όλες οι πόλεις ευάλωτες στην εξάπλωση των ασθενειών. Για παράδειγμα μια πλούσια πρψτεύουσα όπως η Κοπεγχάγη, με πολλούς χώρους πρασίνου και ποδηλατόδρομους είναι διάσημη για τα υγιειονομικά προνόμια που παρέχει στους πολίτες. Αυτό δεν ισχύει για λιγότερο αναπτυγμένες πόλεις του κόσμου, όπως το Ναϊρόμπι στην Κένυα ή την Ντάκα του Μπανγκλαντές.

Χωρίς συστηματοποιημένη συλλογή απορριμμάτων και με δύσκολη πρόσβαση σε καθαρό νερό, η πανδημία βρίσκει χώρο να εξαπλωθεί, λέει ο Elvis Garcia, ειδικός στη δημόσια υγεία από το Harvard.

Στην περίπτωση της Covid-19, που μπορεί να μην έχει εντοπιστεί για μέρες πριν εμφανιστούν συμπτώματα, η μόλυνση ευάλωτων κοινοτήτων μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική, όπως έγινε και με τον ιό Έμπολα το 2014-16 στη Δυτική Αφρική. Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο είχαν άσχημη ποιότητα νερού και άσχημες συνθήκες υγιεινής, με μοιραία αποτελέσματα.

«Το πρώτο βήμα για να δημιουργήσεις μια υγιεινή πόλη είναι το νερό και τα ποιοτικά σπίτια» λέει ο Garcia.

Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας στην εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών είναι και η πυκνότητα του πληθυσμού, που οδηγεί σε συνωστισμό. Η Γουχάν, η πόλη από όπου η πανδημία του νέου κορονοϊού ξεκίνησε, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της κεντρικής Κίνας, με πληθυσμό 11 εκατ. ανθρώπων. Ομοίως και η Νέα Υόρκη, επίκεντρο της Covid-19 στις ΗΠΑ, συνωστίζει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της χώρας.

Στοίχημα για το μέλλον αποτελεί ο επαναπροσδιορισμός αστικών χώρων, ώστε να γίνουν οι πόλεις ανθεκτικές σε επιδημίες. Μια πρόταση έκανε ο δημοτικός σύμβουλος της Νέας Υόρκης Corey Johnson, σύμφωνα με το BBC: «Να κλείσουμε μέρη της πόλης για την κυκλοφορία και να τα ανοίξουμε για άσκηση» είπε. Στο ίδιο πνεύμα και ο κυβερνήτης της πολιτείας Andrew Cuomo, ο οποίος υποστήριξε την ιδέα του πεζοδρόμησης για την αποφυγή συνωστισμού.

Στις πόλεις του μέλλοντος σημαντικό ρόλο στην ποιότητα ζωής μπορεί να παίξουν και τα μεγαλύτερα πεζοδρόμια, όπως και η πρόσβαση των ανθρώπων στους χώρους πρασίνου.

Ωστόσο το να είναι κανείς σε ένα πάρκο, δεν τον καθιστά απολύτως ασφαλή σε περίπτωση επιδημίας. Για αυτό τον λόγο οι ειδικοί προτείνουν σταθμούς καθαρισμού χεριών σε διάφορα σημεία των πόλεων.

Δεν είναι όμως μόνο οι εξωτερικοί χώροι που χρειάζονται μετατροπές. Για να εξασφαλιστεί ότι οι πόλεις μας δεν θα είναι ευάλωτες σε ιούς, πρέπει να αλλάξουμε και τον τρόπο που κατασκευάζουμε τα εσωτερικά περιβάλλοντα, δηλαδή τα σπίτια και τους εργασιακούς χώρους. Σε μεγάλα κτίρια η κατασκευή περισσότερων ασανσέρ αλλά και κοινών κλιμακοστασίων θα μειώσει τα σημεία συνωστισμού και την επαφή πολλών ανθρώπων μεταξύ τους.

Αν οι πανδημίες αποτελέσουν μια κανονικότητα για τον άνθρωπο, οι πόλεις πρέπει να γίνουν προσαρμοστικές σε έκτακτες συνθήκες. Αυτό αφορά στην κατασκευή δομών και ειδικότερα νοσοκομείων σε χρόνο ρεκόρ και σε χώρους που έχουν προβλεφθεί να είναι ανοιχτοί και διαθέσιμοι. Παράδειγμα το προσωρινό νοσοκομείο Nightingale στο Λονδίνο, που μετατρέπηκε μέσα σε 9 μέρες και έχει χωρητικότητα 4.000 κλινών, αλλά και το νοσοκομείο στη Γουχάν που χτίστηκε από την αρχή μόλις σε 10 μέρες και είχε χωρητικότητα 1.000 κλινών.

Ωστόσο οι μεγαλύτερες αλλαγές δεν θα είναι τόσο ορατές όπως ένα μεγάλο πάρκο ή ένα κτίριο, και θα έχουν να κάνουν με τη χρήση της τεχνολογίας. Ερευνητές του MIT προσφέρουν ένα υπόδειγμα, καθώς σε έρευνά τους είχαν τοποθετήσει αισθητήρες σε υπονόμους για να ανιχνεύσουν τη συγκέντρωση παράνομων φαρμάκων και βλαπτικών βακτηρίων σε συγκεκριμένες περιοχές. Μία πόλη χτισμένη για να αντιμετωπίσει πανδημίες μπορεί να είναι γεμάτη με κρυμμένους αισθητήρες που βοηθούν τη χαρτογράφηση της εξάπλωσης της ασθένειας.

Πώς θα εξασφαλιστεί η αυτάρκεια των πόλεων

Μια όχι λιγότερη σημαντική πλευρά της δημιουργίας ανθεκτικών πόλεων είναι και οι προμήθειες τροφίμων. Στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που ζούμε, αγαθά από όλες τις γωνιές του πλανήτη μπορύν να φτάσουν στις πόλεις μας και να «κουβαλάνε» μαζί τους και ιούς.

Οι πόλεις μας δεν είναι οχυρά, λένε οι επιστήμονες. Ο κορονοϊός πιθανόν προήλθε από τις νυχτερίδες και διαμέσου άλλου είδους πέρασε στους ανθρώπους της Γουχάν, που συνδέεται με τρένο με την υπόλοιπη Κίνα και με αεροπλάνο με τον υπόλοιπο κόσμο.

Απάντηση σε αυτή την παγκόσμια διασύνδεση μπορεί να δώσει η αυτάρκεια των πόλεων, η δυνατότητα δηλαδή των πολιτών μιας περιοχής να έχουν πρόσβαση σε αγαθά που βρίσκονται σε επάρκεια, χωρίς να υπάρχει εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες.

Υπάρχουν παραδείγματα στο παρελθόν όπου η αστική γεωργία έτρεφε εκατομμύρια, όταν δεν υπήρχε εναλλακτική. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Αμερικανοί φύτεψαν σε 20 εκατομμύρια οικιακά κομμάτια γης, παράγοντας τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών κάθε χρόνο που αντιστοιχούσαν στο 44% της σοδειάς των ΗΠΑ. Ωστόσο το να φτιαχτούν ανάλογες δομές αποτελεί μία πρόκληση για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Ένα πιο επίκαιρο παράδειγμα προέρχεται από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού. Πρόκειται για την πόλη των «20 λεπτών», την πόλη δηλαδή που σχεδόν οτιδήποτε χρειάζεται ο κάτοικος, από ψώνια μέχρι υγιειονομική περίθαλψη μέχρι σωματική άσκηση, βρίσκεται σε απόσταση 20 λεπτών με τα πόδια ή με το ποδήλατο.

Η τοπικοποίηση μπορεί να προσφέρει λύσεις και σε έναν άλλο τομέα που κατά τη διάρκεια πανδημίας καθίσταται προβληματικός: τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Αν και αποτελούν σοβαρή λύση στο ζήτημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς μειώνουν τη χρήση των αυτοκινήτων, δεν συμβάλλουν στην καταπολέμηση της εξάπλωσης των ιών. Οπότε ο σχεδιασμός των νέων πόλεων πρέπει να προσανατολίζεται στη δημιουργία ποδηλατόδρομων και στην έυρεση οδών εναλλακτικών για να κινούνται οι άνθρωποι.

Λύσεις πρέπει να προκύψουν και για τους εργασιακούς χώρους και τις οικίες μας, αν χρειάζεται να περνάμε περισσότερο χρόνο μέσα σε αυτές. Οι χώροι πρέπει να φωτίζονται και να εξαερίζονται με τρόπο επαρκή, όπως αναφέρει η Καλλιπολίτη, η οποία περιγράφει την ανάγκη να αποφευχθεί το «sick building syndrome» (Σύνδρομο του Ασθενούς Κτιρίου), που παρατηρείται όταν τα κτίρια είναι σφραγισμένα και τα παθογόνα αρχίζουν και κυκλοφορούν στο εσωτερικό τους, προκαλώντας συμπτώματα στους κατοίκους.

Ο αρχιτέκτονας Roberto Palomba, ο οποίος βρισκόταν σε καραντίνα στο Μιλάνο, θεωρεί όμως ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν απλώς να«χτίσουν» το μέλλον τους μακριά από το πρόβλημα του κορονοϊού και ότι χρειάζεται αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε.

«Έχουμε κακοποιήσει τη φύση και έχουμε δημιουργήσει επιδημίες» λέει. «Πριν να σκεφτούμε τις νέες πόλεις, πρέπει να εστιάσουμε στο πώς θα εμποδίσουμε νέες ασθένειες. Πιστεύω ότι οι πόλεις εναντίον των πανδημιών θα είναι ακριβώς αυτό, τόποι όπου κάθε είδος της φύσης θα βρίσκει σεβασμό και θα μπορεί να συνυπάρξει».

Πηγή