Η νομισματική πολιτική έχει έως τώρα επωμισθεί το κύριο βάρος της πανευρωπαϊκής απάντησης στην τρέχουσα κρίση, εισάγοντας σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου αποπληθωρισμού, την τόνωση της πιστωτικής επέκτασης και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η απάντηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική ύφεση και στις μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις, που απορρέουν τόσο από την πανδημία του κορωνοϊού όσο και από την ανάγκη τόνωσης των επενδύσεων, ήταν έως τώρα ανισομερείς. Σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη αυτή οφείλεται τόσο στις διαφορετικές δημοσιονομικές δυνατότητες των χωρών-μελών όσο και στους περιορισμούς που απορρέουν από τις Συνθήκες της Ενωσης αναφορικά με τον τρόπο χρηματοδότησης των ελλειμμάτων. Κατ’ ουσίαν, η νομισματική πολιτική έχει έως τώρα επωμισθεί το κύριο βάρος της πανευρωπαϊκής απάντησης στην τρέχουσα κρίση, εισάγοντας σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου αποπληθωρισμού, την τόνωση της πιστωτικής επέκτασης και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για την αποτροπή μιας νέας συστημικής κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, η νομισματική πολιτική έχει τους δικούς της περιορισμούς και δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει μια περαιτέρω απόκλιση του βιοτικού επιπέδου μεταξύ των χωρών-μελών του Βορρά και του Νότου στην περίπτωση που η αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη αποδειχθεί υποτονικότερη των προβλέψεων. Δεδομένου του κινδύνου αυτού, κρίνεται απαραίτητη η ταχεία μεταφορά των απαραίτητων δημοσιονομικών πόρων από τα πλουσιότερα προς τα φτωχότερα κράτη-μέλη. Η μεταφορά των κονδυλίων αυτών θα πρέπει να λάβει χώρα χωρίς την περαιτέρω σημαντική αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ των χωρών εκείνων που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Η θετική εξέλιξη είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ενωσης έπεσε στο τραπέζι μια τέτοιου είδους πρόταση. Η εν λόγω πρόταση αποτελεί μια μορφή προσωρινής αμοιβαιοποίησης χρέους, καθώς προβλέπεται ότι τα απαραίτητα κονδύλια θα αντληθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση τον νέο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Το Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU) τυγχάνει ισχυρής στήριξης από τον γαλλογερμανικό άξονα και προβλέπει την ενίσχυση του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού κατά 750 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 500 δισ. ευρώ θα διατεθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων και τα 250 δισ. με τη μορφή δανείων για την τόνωση της δραστηριότητας και των επενδύσεων στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση. Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα και Πολωνία αναμένεται να ωφεληθούν περισσότερο από το εν λόγω πρόγραμμα.
Συμπεριλαμβανομένων και των λοιπών κονδυλίων από τον νέο προϋπολογισμό, οι διαθέσιμοι πόροι για την Ελλάδα στη νέα προγραμματική περίοδο 2021-27 προσεγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ. Τα όχι και τόσο καλά νέα σχετίζονται με τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί από συγκεκριμένη ομάδα χωρών-μελών, τόσο όσον αφορά τη μορφή των χρηματοδοτήσεων (κατανομή μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων) όσο και των σχετικών προαπαιτουμένων. Σε μια προσπάθεια άμβλυνσης των ενστάσεων αυτών, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πρότεινε συμβιβαστική πρόταση η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων:
α) Την κατανομή του 70 τοις εκατό των κονδυλίων της αρχικής πρότασης κατά την περίοδο 2021-22.
β) Την κατανομή του υπολοίπου 30 τοις εκατό την επόμενη περίοδο, στη βάση αξιολόγησης που θα λάβει χώρα το 2022 και θα συνυπολογίσει το μέγεθος της οικονομικής ύφεσης στα κράτη-μέλη τα δύο προηγούμενα έτη (2021 και 2022). Σημειώνεται ότι η ανωτέρω (τροποποιημένη) πρόταση δεν προβλέπει μείωση των συνολικών κονδυλίων ή αλλαγή του αρχικά προτεινόμενου μείγματος επιχορηγήσεων – δανείων. Τα βασικά δε προαπαιτούμενα για τη χορήγηση των κονδυλίων θα συμπεριλαμβάνουν την κατάθεση εμπεριστατωμένων επενδυτικών προγραμμάτων και την τήρηση των κανόνων κράτους δικαίου από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη. Η ανωτέρω πρόταση και ο νέος προϋπολογισμός της Ενωσης θα αποτελέσουν τα κύρια θέματα συζήτησης στη Σύνοδο Κορυφής της 17ης-18ης Ιουλίου.
Τα δυνητικά οφέλη από την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
α) Σωρευτική ενίσχυση του ονομαστικού ΑΕΠ των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου κατά 5 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες (και του πανευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά 2 και πλέον μονάδες) την περίοδο 2021-25.
β) Βελτίωση της δυναμικής του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία λόγω της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και της αναχρηματοδότησης του ληξιπρόθεσμου χρέους σε ιδιαιτέρως χαμηλά επιτόκια.
γ) Αποστολή θετικού μηνύματος στις χρηματοοικονομικές αγορές για την ισχυρή βούληση των χωρών-μελών να προσφέρουν αμοιβαία δυναμική απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία. Ο κυριότερος δε κίνδυνος είναι η σημαντική αλλοίωση των αναπτυξιακών χαρακτηριστικών του προτεινόμενου ταμείου λόγω σοβαρών ενστάσεων από συγκεκριμένη ομάδα χωρών-μελών της Ενωσης.
* Ο δρ Πλάτων Μονοκρούσος είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Hellenic Value Investment Services, σύμβουλος επενδύσεων διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων, επισκέπτης καθηγητής Οικονομικό Πανεπιστήμιο Λονδίνου (LSE).