Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 5.700 ευρώ.
Απόλυτα καθοριστικό ρόλο για τη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα διαδραματίζουν οι συντάξεις, καθώς όπως επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες, οι συντάξεις δρουν καταλυτικά, μειώνοντάς τον άλλες 25,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Συνολικά, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρέθηκε πέρυσι το 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, με μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού). Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά της χώρας που βρίσκονταν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας ανέρχονταν σε 698.454, σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 άτομα (στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας). Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε σε σχέση με το 2018 κατά 3,9%, και ανήλθε σε 9.382 ευρώ. Μάλιστα, σύμφωνα με παράλληλη έρευνα για την οικονομική ανισότητα, το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 5.700 ευρώ, ενώ το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το τμήμα του πληθυσμού με τα υψηλότερα εισοδήματα ανέρχεται σε 11.625 ευρώ.
Ειδικότερα, από τα στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
• Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ήταν πέρυσι το 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, με μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού).
• Από τον πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 31,4% είναι Ελληνες και το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.
• Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ.
• Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,4%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,2%.
Τα κοινωνικά επιδόματα περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το κοινωνικό μέρισμα, το επίδομα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,9%.
Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 25,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,5 ποσοστιαίες μονάδες. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 31,6% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 83,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 16,8%.