Δύο γυναίκες τόσο διαφορετικές, μα και τόσο ίδιες. Δύο μεγάλες σταρ, που για χάρη τους η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο: σε «Βουγιουκλακικούς» και «Καρεζικούς». Και ήταν τόσο φανατισμένα τα δύο αυτά στρατόπεδα, που η κόντρα χαρακτηρίστηκε επιπέδου «Ολυμπιακοί» και «Παναθηναϊκοί». Και είναι μία αντιπαράθεση που κρατάει μέχρι σήμερα, με τις νέες γενιές να έχουν πάρει τα «σκήπτρα» της κόντρας από τους παλαιότερους.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη ήταν δύο μεγάλες ηθοποιοί με άφθονο ταλέντο και πληθωρική παρουσία που γέμιζαν το μεγάλο πανί. Είχαν πολλές ομοιότητες, μα συγχρόνως και πολλές διαφορές.

Οι δυο τους ήταν φίλες, όμως, μέχρι και σήμερα η σχέση τους θεωρείται κυρίως από μερίδα του Τύπου, περισσότερο πολύπλοκη. Γιατί, δεν ήταν λίγα τα δημοσιεύματα της εποχής που υποστήριζαν πως μεταξύ τους υπήρχε μία κρυφή κόντρα. Όσο και αν εκείνες διέψευδαν κατηγορηματικά τα δημοσιεύματα. Αλλά εδώ που τα λέμε, δε μοιάζει καθόλου περίεργο να υποβοσκούσε έναν ανταγωνισμός μεταξύ τους, αφού μιλάμε για τις δύο μεγαλύτερες σταρ, που σφράγισαν με την παρουσία τους τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου.

Κι, όμως, Καρέζη και Βουγιουκλάκη δε συνεργάστηκαν ποτέ, προς απογοήτευση εκείνων που θα ήθελαν να τις δούνε μαζί στο μεγάλο πανί, έστω για μία φορά.

Και αυτή η μία φορά, παραλίγο να συμβεί στο ξεκίνημα της καριέρας τους, αλλά μία ατάκα της Αλίκης, ήταν αρκετή για να «ναυαγήσει» η συνύπαρξή τους ως κινηματογραφικές αδελφές.

Βίοι παράλληλοι

Οι δρόμοι της Αλίκης και της Τζένης συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη σχολή του Εθνικού θεάτρου κι έκτοτε ήταν παράλληλοι, που οδήγησαν και τις δύο στην κατάκτηση της κορυφής. Επαγγελματικές επιτυχίες, έρωτες, απογοητεύσεις, χαρές της ζωής, λύπες, αναγνώριση, ακόμη και η αιτία του θανάτου της με λίγα χρόνια διαφορά, ήταν ίδια. Αλίκη και Τζένη έμοιαζαν σα να ήταν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η είσοδος της Αλίκης στον κινηματογράφο ήρθε λίγο νωρίτερα, το 1964 με την ταινία «Το ποντικάκι». Της Τζένης έγινε έναν χρόνο αργότερα, με την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Αλλά ακόμη και εκεί είχαν ένα κοινό σημείο: έπαιξαν δίπλα στον Μίμη Φωτόπουλο.

Οι δύο απόφοιτες του Εθνικού έκαναν αίσθηση και όλοι διέκριναν το ταλέντο τους. Η Βουγιουκλάκη μετά το «Ποντικάκι» γύρισε την ταινία «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», ενώ το 1957 τις ταινίες «Το κορίτσι με τα παραμύθια» και «Μαρία Πενταγιώτισσα», ενώ είχε ήδη εμφανισθεί σε έξι θεατρικές παραστάσεις, ανάμεσά τους ο «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου που ήταν και το θεατρικό της ντεμπούτο. Και όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες της εποχής, είχε ήδη ανακηρύξει τον εαυτό της «πρωταγωνίστρια».

Και σε αυτό αποδίδουν την απόρριψη της να παίξει στην ταινία «Η θεία από το Σικάγο». Μάλιστα, πίσω από την άρνησή της υπάρχει ολόκληρο παρασκήνιο, που ακόμη και σήμερα συζητείται λόγω μίας ατάκας της ηθοποιού, που φέρεται να είπε.

«Δεν είμαι πολύ νέα για να κάνω τη θεία;»

Το 1957 ο Αλέκος Σακελλάριος υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία της κωμωδίας, η «Θεία από το Σικάγο». Μία ταινία που καυτηριάζει με έξυπνο τρόπο την κοινωνία της εποχής εκείνης, όπου αντιμάχονταν η αυστηρότητα και η προσκόλληση στην παράδοση, με τον εκμοντερνισμό και τα νέα ήθη που έρχονταν με φόρα από το εξωτερικό και δη από την Αμερική.

Και τα δύο αυτά ρεύματα στην ταινία τα εκπροσωπούσαν ο αυστηρός στρατηγός Χαρίλαος (Ορέστης Μακρής) και η μοντέρνα πλούσια θεία χήρα από το Σικάγο (Γεωργία Βασιλειάδου). Η θεότρελη θεία έρχεται από την Αμερική, εγκαθίσταται στο σπίτι του στρατηγού αδελφού της και βάζει αμέτι μου χαμέτι να παντρέψει τις τέσσερις κόρες του. Παράλληλα, φέρνει στο σπίτι του έναν αέρα ανανέωσης, που πηγαίνει κόντρα στις αυστηρές αρχές του αδελφού της.

Ο Αλέκος Σακελλάριος με τον Φίνο ψάχνουν τους ηθοποιούς που θα συμπληρώσουν το καστ. Στο πρόσωπο της Γεωργίας Βασιλειάδου βρίσκουν εκείνη που θα ενσαρκώσει τη θεία Καλλιόπη. Άλλωστε, η ηθοποιός είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στον κινηματογράφο (σε μεγάλη ηλικία) έχοντας δύο μεγάλες επιτυχίες, την «Ωραία των Αθηνών» και την «Καφετζού».

Για τις κόρες του Ορέστη Μακρή βρίσκουν και τις δύο νεαρές Τζένη Καρέζη και Γκέλυ Μαυροπούλου, ενώ προτείνουν και στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, η τελευταία περνάει από τα γραφεία της Finos Film με έναν αέρα πρωταγωνίστριας και όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες απέρριψε την πρόταση, επειδή δεν θα ήταν η πρωταγωνίστρια της ταινίας.

«Δε νομίζετε ότι είμαι αρκετά νέα για να κάνω τη θεία;» φέρεται να ήταν η ατάκα που είπε στον Φίνο, τον οποίο έκανε έξαλλο. Η συνεργασία αυτή δεν έγινε ποτέ κι έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία Τζένη Καρέζη και Αλίκη Βουγιουκλάκη να συνυπάρξουν στην ίδια ταινία.

Οι δύο σταρ είχαν πάντα την επιθυμία να συνεργαστούν κάποια στιγμή είτε στον κινηματογράφο, είτε στο θέατρο. Και αυτό το είχε αποκαλύψει ο Κώστας Καζάκος σε παλαιότερη συνέντευξη. Μάλιστα, οι δύο φίλες είχαν φτάσει πολύ κοντά να συνεργαστούν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο θέατρο, στην παράσταση «Μαρία Στιούαρτ», όμως, η Τζένη αρρώστησε.

Παραλειπόμενα από τη «Θεία από το Σικάγο»

Η συγκεκριμένη ταινία ήρθε να απογειώσει την καριέρα της Γεωργίας Βασιλειάδου (έναν χρόνο πριν είχε ακόμη μία πρωτιά με την Καφετζού), η οποία έγινε ένα από τα πιο εμπορικά ονόματα του κινηματογράφου, ενώ πέρασε στη συνείδηση του κοινού ως η απόλυτη κωμικός ηθοποιός. Η «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για εκείνη ο Κώστας Χατζηχρήστος.

«Κι όλη αυτή εδώ η παλιατσαρία… γιες γιες, θα φύγει και στη θέση της θα μπει ένα πολύ ωραίο σαλονάκι, από τα πολύ μοντέρνα… αυτά τα very, very… πώς τα λέτε εσείς εδώ, γιατί ξεχνάω πώς τα λέμε εμείς εκεί;». «Η ανιψιά μου κι εγώ είμαστε πολύ στεναχωρημένες γι’ αυτό που συνέβη κύριε. Είμαστε… πώς το λέτε εσείς εδώ… very, very, χολοσκασμένες», ήταν κάποιες από τις απολαυστικές ατάκες της Βασιλειάδου στην ταινία.

Στην ταινία παίζει και ο νεαρός τότε Δημήτρης Παπαμιχαήλ, στο ρόλο ενός από τους τέσσερις γαμπρούς των κοριτσιών. Και θα είχαμε κι εδώ μία συνύπαρξη Βουγιουκλάκη – Παπαμιχήλ. Μάλιστα, ο τελευταίος παραλίγο να τραυματιστεί στα γυρίσματα με ένα από τα κανάτια που έριχναν από το μπαλκόνι. Τα, δε, περίφημα κανάτια τα έριχνε ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος, προκειμένου να είναι η λήψη όπως την ήθελε.

Η «Θεία από το Σικάγο» ήταν το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Βαγγέλη Σειληνού, του νεαρού τότε χορευτή. Στην ταινία εμφανίζεται σε μία σκηνή και ο Κώστας Γκουσγκούνης, ο οποίος πριν γίνει ο απόλυτος πρωταγωνιστής των ερωτικών ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου, εμφανιζόταν σε πολλές ελληνικές ταινίες. Μάλιστα, την ίδια περίοδο γυριζόταν από τη Finos Film, η ταινία «Μία ζωή την έχουμε» με τον Δημήτρη Χορν και ο Γκουσγκούνης σε αυτήν υποδύεται τον καφετζή.

Οι δύο ταινίες, «Η θεία από το Σικάγο» και «Μια ζωή την έχουμε» αν και ήταν και οι δύο παραγωγές της Finos Film είχαν μία άτυπη κόντρα, καθώς η εταιρεία φαίνεται να είχε ρίξει περισσότερο βάρος στη δεύτερη. Για συμπρωταγωνίστρια του Δημήτρη Χορν, ο Φίνος είχε φέρει από την Ιταλία (έναντι γερής αμοιβής, για την εποχή εκείνη) την Υβόν Σανσόν, η οποία δεν ήξερε γρι ελληνικά και τη ντούμπλαραν στους διαλόγους.

Όταν βγήκαν, όμως, στις κινηματογραφικές αίθουσες το στοίχημα το κέρδισε η «Θεία από το Σικάγο», η οποία εκείνη τη χρονιά βγήκε πρώτη ανάμεσα σε 28 ταινίες, κόβοντας 142.459 εισιτήρια.


Πηγή