Ως Πελοποννησιακός Πόλεμος έμεινε στα κατάστιχα της Ιστορίας η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Αθήνας (Δηλιακής Συμμαχίας) και Σπάρτης (Πελοποννησιακής Συμμαχίας) που κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια (431-404 π.Χ.) και τέλειωσε με τη Σπάρτη θριαμβευτή και την Αθήνα σε πλήρη παράδοση.
Μέχρι να λήξει βέβαια ο ανηλεής πόλεμος, είδε πολλές αμφίρροπες αναμετρήσεις και αποτελέσματα που κρίνονταν στις λεπτομέρειες. Είδε όμως ακόμα και πρωτόγνωρες καταστάσεις, όπως η παράδοση σπαρτιατών στρατιωτών!
Είμαστε ακόμα στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού, αυτή που οι ιστορικοί αποκαλούν «Αρχιδάμειος Πόλεμος» (431-421 π.Χ.), από το όνομα του βασιλιά της Σπάρτης που κατέλαβε την Αττική (όχι όμως και την Αθήνα) κατά τα πρώτα έτη της σύγκρουσης.
Όπως θυμόμαστε, στην αρχή του πολέμου (430 π.Χ.), στο δεύτερο μόλις έτος του, η Αθήνα χτυπήθηκε από τον λεγόμενο «Λοιμό των Αθηνών», μια αδιανόητη σε έκταση επιδημία που αποδεκάτισε την πόλη στα επόμενα 5 χρόνια και διεκδίκησε, μεταξύ άλλων, και τη ζωή του Περικλή.
Η Σπάρτη απέκτησε μαγικά το πάνω χέρι, καταστρέφοντας ταυτοχρόνως τα καλλιεργήσιμα εδάφη των Αθηναίων και βλέποντας ακόμα και το παντοδύναμο ναυτικό τους να περιορίζεται δραστικά σε έμψυχο δυναμικό. Παρά ταύτα, η Αθήνα κατάφερε να υπογράψει μερικές εμφατικές νίκες, όπως την κυρίευση της Ποτίδαιας και την επαναφορά στη Δηλιακή Συμμαχία της Λέσβου και της Κέρκυρας.
Κι εκεί που οι Σπαρτιάτες άρχισαν να ανακάμπτουν κυριεύοντας τις πολύτιμες Πλαταιές (και την Αμφίπολη) και νικώντας τον εχθρό ακόμα και στο δυνατό του σημείο, τη θάλασσα, έμελλε να έρθει μια απρόσμενη ήττα να ρίξει ξανά το ηθικό της Σπάρτης στα τάρταρα.
Η εμφατική ήττα στην Πύλο και η πανωλεθρία στη Σφακτηρία το 425 π.Χ. θα έπειθαν τελικά τις δύο πλευρές να υπογράψουν μια εύθραυστη ειρήνη το 421 π.Χ. (Νικίειος Ειρήνη), που δεν έμελλε βέβαια να κρατήσει, καθώς αμφότερες οι πόλεις-κράτη αποδείχτηκαν εξόχως απρόθυμες να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα.
Τίποτα από αυτά δεν θα συνέβαινε βέβαια χωρίς τη μάχη στη νήσο της Σφακτηρίας, όταν οι Σπαρτιάτες υποχρεώθηκαν σε ταπεινωτική παράδοση και το γόητρό τους πλήγηκε ανεπανόρθωτα. Μια ήττα που δεν θα ερχόταν χωρίς μια πυρκαγιά να εξαφανίσει ένα δάσος…
Το πλαίσιο και η σημαδιακή Ναυμαχία της Πύλου
Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή την άνευ προηγουμένου σπαρτιατική καταστροφή άρχισε όταν η Αθήνα αποβίβασε αιφνιδιαστικά δυνάμεις στην Πύλο την άνοιξη του 425 π.Χ. Όσο ο βασιλιάς της Σπάρτης, Άγις Β’, ερήμωνε την Αττική, ο Δημοσθένης της Αθήνας οχυρωνόταν στην Πύλο, αναγκάζοντας τον Άγι να επιστρέψει άρον-άρον στην Πελοπόννησο και να διατάξει ένα μέρος των δυνάμεών του να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Εξήντα πελοποννησιακά πλοία κατέπλευσαν για την Πύλο για να αντιπαρατεθούν με τη δύναμη των 40 αθηναϊκών καραβιών που διαφέντευαν ο Ευρυμέδοντας και ο Σοφοκλής και πήγαιναν για Κέρκυρα και μετά για Σικελία. Σύμφωνα με τις επιταγές του Δημοσθένη όμως, οι Αθηναίοι οχυρώθηκαν στην περιοχή μέσα σε 6 μάλιστα μέρες, όπως μας καταμαρτυρεί ο Θουκυδίδης (στην «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου»), αφήνοντας στην πόλη μόλις 5 πλοία, καθώς τα υπόλοιπα απέπλευσαν τελικά για την αρχική αποστολή τους.
Η νευραλγικής σημασίας για τους Σπαρτιάτες, Πύλος, δεν θα έμενε στην τύχη της. Ο Άγις έδωσε εντολή σε φίλους και συμμάχους να στείλουν ό,τι μπορούσαν στην πόλη και σύντομα 60 τριήρεις και πολλές χερσαίες δυνάμεις θα είχαν υποτίθεται εύκολο έργο στην ανακατάληψη του οχυρού.
Μέσα σε όλα, οι Σπαρτιάτες τοποθετούν και μια δυνατή φρουρά στη Σφακτηρία, το νησάκι στην μπούκα της Πύλου, θέλοντας να ματαιώσουν κάθε αθηναϊκό σχέδιο. Παρά τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Δημοσθένης και οι λιγοστοί ναύτες του, επικουρούμενοι και από 40 μεσσήνιους οπλίτες, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τη συνδυασμένη επίθεση των Λακεδαιμονίων από στεριά και θάλασσα!
Τόσο λόγω του δύσβατου της περιοχής όσο και της σθεναρής αντίστασης του Δημοσθένη, οι σπαρτιάτες ναύτες δεν κατάφεραν να αποβιβαστούν στη στεριά. Τις επόμενες μέρες, όσο οι Σπαρτιάτες ετοιμάζονταν για νέα απόπειρα απόβασης, κατέφτασε στην περιοχή και ο αθηναϊκός στόλος, ο οποίος με την προσθήκη των συμμάχων του (Χίος και Ναύπακτος) αριθμούσε πλέον 50 πλοία.
Η ναυμαχία που έγινε τελικά κατέληξε σε ηχηρή ήττα για τους Πελοποννήσιους, μια ήττα έφτασε αμέσως ως τη Σπάρτη και ζητήθηκε να επιτεθούν στην Πύλο οι χερσαίες δυνάμεις που επιτηρούσαν ως τα τότε την περιοχή. Μόνο που οι σπαρτιάτες οπλίτες είχαν αποκοπεί από την υπόλοιπη δύναμη και είχαν εγκλωβιστεί, αναγκάζοντας τελικά τις αρχές της Σπάρτης να υπογράψουν ταπεινωτική ανακωχή καθώς συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τους σώσουν.
Οι Αθηναίοι συμφώνησαν να μην επιτεθούν στην Πύλο και τη σπαρτιατική δύναμη στη Σφακτηρία, παίρνοντας ως αντάλλαγμα όλα τα λακωνικά πλοία, και τα 60 από αυτά. Οι συνομιλίες ωστόσο των πρεσβευτών της Σπάρτης στην Αθήνα για τους ακριβείς όρους της ανακωχής δεν τελεσφόρησαν, καθώς οι δύο πλευρές δεν τα έβρισκαν για το τι θα απογίνουν αυτοί οι 420 σπαρτιάτες στρατιώτες της Σφακτηρίας.
Με τις διαπραγματεύσεις ναυαγισμένες, οι Σπαρτιάτες θεώρησαν πως η ανακωχή είχε τερματιστεί αυτοδίκαια και ζήτησαν πίσω τα πλοία τους. Μόνο που οι Αθηναίοι αρνήθηκαν, προβάλλοντας δικαιολογίες για κακή χρήση της ανακωχής από τον εχθρό. Οι εχθροπραξίες στην Πύλο δεν θα αργούσαν να ξαναρχίσουν, καθώς η κατάπαυση του πυρός δεν διάρκεσε ούτε 20 μέρες…
Η Μάχη της Σφακτηρίας
Το γεγονός ότι αυτοί οι 420 σπαρτιάτες οπλίτες είχαν εγκλωβιστεί στη Σφακτηρία αποτελούσε τεράστιο πονοκέφαλο για τους Λακεδαιμόνιους. Οι άντρες αυτοί, το 10% περίπου των ανώτερων στρατιωτικών δυνάμεων της Σπάρτης, δημιουργούσαν ένα δυσαναπλήρωτο κενό, καθώς η μεγαλύτερη αδυναμία στο σπαρτιατικό στράτευμα ήταν η έλλειψη «ομοίων», αντρών μεγάλης μαχητικής ικανότητας δηλαδή καθώς ήταν οι μόνοι πραγματικοί πολίτες της Σπάρτης (η κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και άρτια στρατιωτική κατάρτιση).
Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες συμφώνησαν να παραδώσουν όλα τα πλοία τους για να τους πάρουν πίσω, τόσο σημαντικοί κρίνονταν για τη στρατιωτική υπεροχή της πόλης-κράτους. Μόνο που τώρα είχαν βρεθεί σε δεινή κατάσταση. Οι Σπαρτιάτες πολιορκούσαν πλέον τους οχυρωμένους Αθηναίους στην Πύλο και οι Αθηναίοι διατηρούσαν τον ναυτικό αποκλεισμό τους στη Σφακτηρία.
Η κατάληψη της Σφακτηρίας καθυστερούσε ωστόσο ανησυχητικά, καθώς οι Αθηναίοι γνώριζαν πως θα έχαναν πολλούς άντρες. Η σπαρτιατική φρουρά δεν ήταν παίξε γέλασε. Η πολιορκία τραβούσε λοιπόν μακριά και στην Αθήνα γινόταν θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν να στείλουν τον Κλέωνα να καταλάβει το νησί, ο οποίος δεσμεύτηκε να φέρει τους Λακεδαιμόνιους στην Αθήνα μέσα σε 20 μέρες. Αλλιώς ας τον σκότωναν!
Ο Κλέων διέταξε τον Δημοσθένη να κάψει το πυκνό δάσος της Σφακτηρίας, που παρείχε κάλυψη στον εχθρό και έκανε τον περίφημο αθηναίο στρατηγό απρόθυμο να αποβιβαστεί στο νησί, θεωρώντας πως τα δέντρα έδιναν μεγάλο πλεονέκτημα στη σπαρτιατική φρουρά. Ο Θουκυδίδης μας λέει πως η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα καλό μέρος του δάσους προκλήθηκε από αθηναϊκά χέρια κατά λάθος, ο ίδιος ωστόσο λίγο πρωτύτερα μιλά για ρητή εντολή του Κλέωνα να καούν τα δέντρα για να φανερωθούν οι θέσεις των Σπαρτιατών και τα δασώδη μονοπάτια.
Με το δάσος εκτός κάδρου, οι Αθηναίοι είδαν πως οι Σπαρτιάτες ήταν περισσότεροι απ’ όσο είχαν υποθέσει. Είδαν όμως και πιθανά σημεία αποβίβασης, που πριν λογίζονταν ανύπαρκτα. Η αιφνιδιαστική επίθεση οργανώθηκε αμέσως και σύντομα οι αθηναίοι ναύτες και μερικές δεκάδες οπλίτες επιβιβάζονται στα πλοία.
Μέσα στο σκοτάδι, τα πλοία κάνουν σαν να εκτελούν τις συνήθεις περιπολίες τους, μόνο που καταφέρνουν να αποβιβάσουν τις δυνάμεις στο νησί. Οι Σπαρτιάτες αιφνιδιάζονται και αποσύρονται στο στρατόπεδό τους, επιτρέποντας στον Δημοσθένη να φέρει και τον υπόλοιπο στρατό του, κάπου 800 τοξότες και άλλους τόσους πελταστές.
Οι Σπαρτιάτες βρίσκονται περικυκλωμένοι. Στις πρώτες εχθροπραξίες σκοτώνεται και ο αρχηγός τους, ο Επιτάδας, και οι ίδιοι βρίσκονται να βάλλονται από τοξότες και πελταστές από κάθε πλευρά. Χάνουν συνεχώς πολλούς άντρες χωρίς να έχουν αντιμετωπίσει ούτε έναν αθηναίο οπλίτη. Οι Αθηναίοι τούς ζητούν για δεύτερη φορά να παραδοθούν. Μόνο που όλοι ξέρουν πως οι Σπαρτιάτες δεν παραδίδονται, παρά πολεμούν μέχρις εσχάτων.
Με τον Επιτάδα νεκρό και τον δεύτερο τη τάξει, Ιπποκράτη, βαρύτατα τραυματισμένο, αρχηγός τίθεται κάποιος Στύφωνας. Ο Θουκυδίδης μας λέει πως όταν έφτασαν οι αθηναίοι απεσταλμένοι στο στρατόπεδό τους ζητώντας παράδοση, οι περισσότεροι Σπαρτιάτες κατέβασαν τις ασπίδες τους.
Ο Στύφωνας εμφανιζόταν ωστόσο απρόθυμος να συνάψει ανακωχή, μέχρι να λάβει τουλάχιστον τη γνώμη των λακεδαιμόνιων αξιωματούχων: «Η απόφαση είναι δική σας, εφόσον δεν κάνετε κάτι ατιμωτικό», του διεμήνυσαν αυτοί και ο Στύφων αποφάσισε να συνθηκολογήσει.
Ο Κλέων τήρησε τον λόγο του: από τους 420 σπαρτιάτες οπλίτες που είχαν παγιδευτεί στη Σφακτηρία, οι 292 αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν με όλο τους τον οπλισμό στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών και 120 «όμοιοι», πολύ μεγάλο ποσοστό σπαρτιατών πολιτών δηλαδή για μια τόσο μικρή δύναμη.
Σε 20 μέρες, οι αιχμάλωτοι Σπαρτιάτες βρίσκονταν στην Αθήνα, προκαλώντας σωστό σοκ στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Κανείς δεν περίμενε να παραδοθούν, όλοι υπέθεταν πως θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Ήταν η μεγάλη απομυθοποίηση του «ή ταν ή επί τας», ακόμα και οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να ρίξουν τις ασπίδες τους.
Η παράδοση προκάλεσε ταυτοχρόνως μεγάλη δυσφορία στη Σπάρτη που έδινε τώρα γη και ύδωρ για να πάρει πίσω τους πολίτες της. Οι συγκεκριμένοι αιχμάλωτοι πολέμου θα μετατρέπονταν σε βαρύ χαρτί της Αθήνας κατά τις διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν στη βραχύβια (εξαετή) Νικίειο Ειρήνη λίγα μόλις χρόνια αργότερα…