Είναι δεδομένο πως όποια ταινία και να δει κανείς, όσο καλή και να είναι, όσο πειστικά και να παίζουν οι ηθοποιοί, η ζωή εξακολουθεί και γράφει τα… καλύτερα σενάρια. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τα όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας.

Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει και μια ακόμα πραγματικότητα. Στα χέρια ενός πολύ καλού σκηνοθέτη μια αληθινή ιστορία μπορεί να «απογειωθεί». Να φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο που να είναι σα να την ξαναζείς. Και αν δεν την έχεις ζήσει, να είναι σα να ήσουν κι εσύ κομμάτι της.

Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου πολλές ήταν οι αληθινές ιστορίες που έγιναν ταινία αν και στις προηγούμενες δεκαετίες οι σκηνοθέτες προτιμούσαν να έχουν μια αληθινή ιστορία ως βάση και στη συνέχεια να «πλάθουν» τη δική τους μυθοπλασία γύρω από αυτή.

Υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετές που αποτυπώνουν σχεδόν στην ολότητά της κάποια τραγική ιστορία. Μια από αυτές τις ταινίες, έμελλε να είναι μια ταινία διαμάντι που σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο και τον έβαλε σε ένα ολοκαίνουργιο μονοπάτι.

Ένα ντεμπούτο που έγραψε ιστορία

Υπάρχει μια χρονιά- τομή στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου και αυτή δεν είναι άλλη από το 1970. Ήταν η χρονιά που το ευρύ εγχώριο σινεφιλ κοινό άκουσε για πρώτη φορά το όνομα Θεόδωρος Αγγελόπουλος.

Εκείνη τη χρονιά ο αξέχαστος σκηνοθέτης έδωσε στο κοινό την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Την «Αναπαράσταση» η οποία κάθε άλλο παρά απλή ταινία είναι.

Αποτελεί ταινία-σταθμό για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο, καθώς είναι η πρώτη ταινία που μεταβάλλει το καθιερωμένο «ευθύγραμμο» αφηγηματικό και σκηνοθετικό στιλιζάρισμα που χαρακτήριζε το εμπορικό σινεμά των προηγούμενων δεκαετιών.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και αφορά την αστυνομική και δημοσιογραφική διερεύνηση του θανάτου ενός μετανάστη, που λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία δολοφονείται από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Η δολοφονία συμβολίζει τον θάνατο ενός χώρου, ενός κόσμου.

Η ταινία απέσπασε πολύ καλές κριτικές, παρόλο που στο εξωτερικό δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστή. Κέρδισε 5 βραβεία στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, β’ γυναικείου ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου), φωτογραφίας (Γιώργος Αρβανίτης), πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και κριτικών καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους. Επίσης, κέρδισε το βραβείο FIPRESCI – Ειδική Μνεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου.

Στους κινηματογράφους βγήκε το Νοέμβριο του 1970 και στην πρώτη προβολή της έκοψε συνολικά σχεδόν 13.000 εισιτήρια σε μια σεζόν που κυριάρχησε απόλυτα σε όλους τους τομείς η «Υπολοχαγός Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

Η τραγική αληθινή ιστορία πίσω από την «Αναπαράσταση»

«Ξεκίνησα τα ταξίδια μου στη ‘’μέσα’’ Ελλάδα από την ‘’Αναπαράσταση’’. Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό που είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι, που ντρέπονταν γι αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους, μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα…», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, ο Θ. Αγγελόπουλος.

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό από τα λόγια του σπουδαίου σκηνοθέτη το κλίμα στο χωριό που διαδραματίστηκαν τα πραγματικά γεγονότα πίσω από την «Αναπαράσταση» κάθε άλλο παρά φιλικό ήταν… Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Απρίλιος 1968. Ένας χρόνος από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της «21ης Απριλίου». Πολυνέρι Θεσπρωτίας. Ένα μικρό ορεινό χωριό με λιγοστά σπίτια, κάτοικους λιγότερους από 120, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς οι περισσότεροι από τους νεότερους άνδρες, που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις ή στο εξωτερικό.

Στις 15 Απριλίου (Κυριακή των Βαίων) του 1968, η 45χρονη Λαμπρινή Πάντου από το Πολυνέρι φτάνει με τα πόδια στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς (που απέχει, περίπου, 8 χλμ.) για να προβεί σε μια σοβαρή καταγγελία. Υποστηρίζει πως ο κουνιάδος της Χαρίσης Πάντος 45 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει εξαφανιστεί από το χωριό μυστηριωδώς ήδη από τις 5 του μηνός, χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής. Προσθέτει, μάλιστα, πως αν και η γυναίκα του Αγγελική, 40 ετών, επαναλαμβάνει πως έχει αναχωρήσει για τη Γερμανία (όπου ο Χαρ. Πάντος είχε πάει παλιότερα ως μετανάστης), η ίδια δεν το πιστεύει και υποθέτει βάσιμα πως έχει πέσει θύμα δολοφονίας, αφού φημολογείται πως η Αγγελική έχει ερωτικό δεσμό με τον 40χρονο αγροφύλακα και κάτοικο Πολυνερίου, Κώστα Τζώρτζη, παντρεμένο και πατέρα τριών παιδιών.

Οι αστυνομικοί αρχίζουν αμέσως τις έρευνες. Διαπιστώνεται πως την ημέρα της «εξαφάνισής» του, ο Χαρίσης Πάντος είχε διαμείνει σ’ ένα ξενοδοχείο των Ιωαννίνων και είχε εκδώσει με το όνομά του ένα εισιτήριο υπεραστικού λεωφορείου για την Αθήνα.

Επιπλέον, η Αγγελική Πάντου παρουσιάζει στους χωροφύλακες ένα γράμμα του άνδρα της, που είχε σταλεί σ’ αυτήν τις επίμαχες ημερομηνίες από τα Ιωάννινα. Στο γράμμα αυτό, ο Χαρ. Πάντος δήλωνε απερίφραστα πως αναχώρησε από το Πολυνέρι, προκειμένου να επιστρέψει στην Γερμανία. Οι αξιωματικοί που συμμετέχουν στην έρευνα κλονίζονται˙ δεν έχουν στα χέρια τους κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος της Αγγελικής Πάντου και του Κώστα Τζώρτζη. Μάλιστα, όπως σημείωναν ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Αγγελική έλεγε στην Λαμπρινή πως «τον είχες φίλο τον άντρα μου και σου κακοφάνηκε που έφυγε, γι αυτό με κατηγορείς πως τον σκότωσα. Αλλά εγώ θα σε στείλω στο στρατοδικείο που με κατηγορείς».

Όμως, η Λαμπρινή επιμένει στις καταγγελίες της. «Ψάξτε, ψάξτε παντού, για όνομα του Θεού, η ψυχή μου το λέει πως τον χαλάσανε. Το έλεγα και στον μακαρίτη πως θα τον φάει η λυσσάρα η γυναίκα του» φέρεται να είπε στους χωροφύλακες, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής. Από τις νέες έρευνες που διενεργούνται προκύπτει πως πράγματι η Αγγ. Πάντου και ο Κ. Τζώρτζης είχαν από μακρού χρόνου ερωτικές σχέσεις, που γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι του Πολυνερίου και ίσως και ο ίδιος ο Χαρ. Πάντος!

Με τα στοιχεία αυτά, στις 28 Απριλίου, η Αγγελική Πάντου καλείται να παρουσιαστεί στον Σταθμό Χωροφυλακής Πλαταριάς και ο Κ. Τζώρτζης στην Ηγουμενίτσα. Η Αγγελική αρνείται τα πάντα. «Τι να σας πω; Πήρα γράμμα από τα Γιάννενα πως έφυγε για την Γερμανία» ισχυρίζεται, ενώ ο Κων. Τζώρτζης επαναλαμβάνει σταθερά πως «δεν έχω τίποτε το συγκεκριμένο γι αυτή την εξαφάνιση». Οι άνδρες της χωροφυλακής, όμως, είναι ήδη πεισμένοι για την ενοχή τους. Και αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν την κλασική μέθοδο της «μπλόφας»: ο ταγματάρχης Θεοδωρόπουλος και ο υπομοίραρχος Κοκολάκης επισκέπτονται την Αγγελική και της λένε ότι ο Κ. Τζώρτζης έχει ομολογήσει τα πάντα και μάλιστα κατονομάζει εκείνη ως δολοφόνο. Τότε, η Αγγελική ξεσπά: «Ψέματα! Μαζί τον σκοτώσαμε. Εκείνος τον κράταγε και εγώ τον έπνιξα».

Η ανατριχιαστική περιγραφή του εγκλήματος

Το έγκλημα διαπράχθηκε το απόγευμα της 5ης Απριλίου, στο σπίτι του θύματος. «Τον σκοτώσαμε μέσα στο υπνοδωμάτιο» υποστήριξε η Αγγελική στην απολογία της ενώπιον των αξιωματικών της Χωροφυλακής.

«Ο Κώστας τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Του έπιασε τα χέρια και εγώ του πέρασα την θηλιά του σκοινιού στον λαιμό του. Τράβηξα με δύναμη, πολύ απότομα, το σκοινί και κρακ έκανε ο λαιμός του και πέθανε. Έπεσε κάτω… Όχι, δεν σπαρτάρισε, τελείωσε αμέσως. Κράτησα λίγο ακόμη το σκοινί. Η ώρα ήταν 5 ή 6 το απόγευμα και εκείνη τη στιγμή ακούσαμε από μακριά τις φωνές των παιδιών μου που επέστρεφαν από το σχολείο. Ανοίξαμε, τότε, την καταπακτή του υπογείου, ρίξαμε μέσα το πτώμα και ξανακλείσαμε. Ο Κώστας έφυγε και εγώ έβαλα στα παιδιά να φάνε και να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ξαναγύρισε ο Κώστας, όπως είχαμε συμφωνήσει. Κατεβήκαμε στο υπόγειο, διπλώσαμε το πτώμα με ένα σεντόνι και το ρίξαμε στην αυλή σε ένα λάκκο που τον είχε σκάψει ο ίδιος ο μακαρίτης την προηγουμένη για να βάλουμε ασβέστη. Ο Κώστας κουβάλησε πέτρες και τον τάκωσε, γιατί όπως μου είπε φουσκώνουν καμιά φορά οι πεθαμένοι και το χώμα ανασηκώνεται και βγαίνει η μυρωδιά. Μετά από τις πέτρες ρίξαμε χώμα. Πρωί-πρωί κατέβηκα και εσκάλισα όλον τον κήπο. ‘Θα φυτέψω κρεμμυδάκια’ είπα στα παιδιά σαν ξυπνήσανε. Τους έδωσα ψωμί με λάδι να φάνε και τα έστειλα σχολείο. Φύτεψα εκτός από κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά. Εκεί που είναι η κυδωνιά πηγαίνετε και σκάψτε. Από κάτω είναι το κεφάλι του».

Οι άνδρες της χωροφυλακής εντόπισαν το πτώμα του Χαρ. Πάντου στον κήπο του σπιτιού, θαμμένο σε βάθος ενός μέτρου, κοντά στο παράθυρο του ισογείου υπνοδωματίου του ζευγαριού και των παιδιών. Γύρω από τον λαιμό του ήταν περασμένος ο βρόγχος και ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε διαπίστωσε επάλειψη με λιπαρή ουσία, ίχνη της οποία υπήρχαν και στον λαιμό του θύματος.

Στη δίκη που ακολούθησε Τζώρτζης και Πάντου καταδικάστηκαν σε ισόβια. Έμειναν στη φυλακή 20 χρόνια. Λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή τους,  όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελλην ική μικροϊστορία» του Γιάννη Ράγκου (Εκδόσεις POLARIS), η Αγγελική σκοτώθηκε σε τροχαίο, ενώ τα ίχνη του Τζώρτζη χάθηκαν και κανείς δεν άκουσε ξανά γι’ αυτόν.

Πηγή