Οι μετρήσεις δείχνουν ότι ένα μέσο συντηρητικό χαρτοφυλάκιο την τελευταία δεκαετία έχει απόδοση 2%-3% –όταν οι αποδόσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις δεν ξεπερνούν το 0,30%–, ενώ αποδόσεις της τάξης του 4%-5% έχουν την τελευταία δεκαετία τα χαρτοφυλάκια μεσαίου επενδυτικού κινδύνου.
Μακροχρόνια δέσμευση, συνέπεια στην αποταμίευση και έναν εξειδικευμένο διαχειριστή χαρτοφυλακίου και χρηματοοικονομικό σύμβουλο απαιτείται να έχει ο ασφαλισμένος που θέλει να τοποθετήσει τα χρήματα που προορίζονται για σύνταξη στην ιδιωτική ασφάλιση. Τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα, ενόψει της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος, που απελευθερώνει εισφορές, μπορούν να αποτελέσουν βασική πηγή για την εξασφάλιση συμπληρωματικού εισοδήματος για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, αλλά η αποταμίευση απαιτεί την τήρηση και των τριών παρακάτω προϋποθέσεων:
1. Μακροχρόνια δέσμευση γιατί οι κραδασμοί που μπορούν να υπάρξουν κάποιες χρονιές σε συγκεκριμένες επενδυτικές κατηγορίες, στις οποίες τα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα επενδύουν, μπορούν να απορροφηθούν μόνο σε μακροχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, τουλάχιστον. Αντίστοιχα άλλωστε, μπορεί να μεγιστοποιηθεί η απόδοση. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι ένα μέσο συντηρητικό χαρτοφυλάκιο την τελευταία δεκαετία έχει εξασφαλίσει απόδοση 2%-3% –όταν οι αποδόσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις δεν ξεπερνούν το 0,30%– ενώ αποδόσεις της τάξης του 4%-5% έχουν την τελευταία δεκαετία τα χαρτοφυλάκια μεσαίου επενδυτικού κινδύνου.
2. Η συνέπεια είναι επίσης απαράβατος όρος όταν μιλάμε για αποταμίευση που προορίζεται για σύνταξη. Η συνθήκη αυτή έχει αυξημένη σημασία όταν πρόκειται για προγράμματα που απαιτούν τακτικές καταβολές, κάθε μήνα, τρίμηνο, εξάμηνο ή χρόνο, και για τον λόγο ότι όλοι οι υπολογισμοί και οι πίνακες εξαγοράς που συνοδεύουν κάθε ασφαλιστικό πρόγραμμα, και δείχνουν τι θα πάρει ο ασφαλισμένος σε κάθε χρονική στιγμή, γίνονται με την προϋπόθεση ότι θα κρατήσει το συμβόλαιό του έως τη λήξη.
3. Επαγγελματική διαχείριση γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η αξιοπιστία στην τοποθέτηση των χρημάτων και η ευελιξία στα «γυρίσματα» των αγορών. Αυτό με δεδομένο ότι το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας τις αποδόσεις ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα, έχει στρέψει πλέον καθολικά σχεδόν την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά σε προϊόντα επενδυτικού τύπου που δεν φέρουν εγγυημένες αποδόσεις. Τα ασφαλιστικά προγράμματα με εγγυημένο επιτόκιο τείνουν προς εξαφάνιση και τα λιγοστά προϊόντα που διατίθενται ακόμη με αυτή τη μορφή αναμένεται ότι θα μειώσουν την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση στο επίπεδο της μονάδας ή ακόμη και χαμηλότερα τη νέα χρονιά. Το 2020 θα είναι η χρονιά των προϊόντων unit linked, δηλαδή των αμιγώς επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε εγγύηση κεφαλαίου, και ο ασφαλισμένος φέρει εξ ολοκλήρου τον επενδυτικό κίνδυνο. Σε μια προσπάθεια να άρουν την αυξημένη αβεβαιότητα, ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες εισάγουν στην αγορά επενδυτικά προϊόντα που έχουν «κατώφλι» στην ενδεχόμενη ζημία. Πρόκειται για unit linked νέας γενιάς που εγγυώνται ότι ένα κεφάλαιο, π.χ. 1.000 ευρώ, δεν μπορεί να πέσει κάτω των 950 ευρώ, αλλά πάντα προϋπόθεση είναι η διατήρηση του συμβολαίου έως τη λήξη του.
Απάντηση στη γενικευμένη αβεβαιότητα που δημιουργεί το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων αποτελεί η επαγγελματική διαχείριση που υπόσχονται οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο, σχεδιάζοντας ειδικά προγράμματα για τις ασφαλιστικές εταιρείες που επιδιώκουν να μετριάσουν τον κίνδυνο. Η κατάργηση των capital controls διευρύνει τις δυνατότητες που δημιουργούνται στη χώρα μας, καθώς μέχρι πρόσφατα τα εγχώρια χρήματα που τοποθετούνταν σε επενδύσεις του εξωτερικού θεωρούνται εξαγωγή κεφαλαίων και ουσιαστικά απαγορεύονταν. Πλέον η μία μετά την άλλη οι ασφαλιστικές εταιρείες σχεδιάζουν επενδυτικά προγράμματα που χαρακτηρίζονται από ευρεία διασπορά κινδύνου, έτσι ώστε να περιορίσουν το ρίσκο.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή ενός ασφαλιστικού προγράμματος που στόχο έχει την αποταμίευση για τα συντάξιμα χρόνια είναι η ευελιξία, δηλαδή η δυνατότητα να αλλάξει το επενδυτικό καλάθι ανάλογα με την πορεία των αγορών. Τη δυνατότητα αυτή έχουν συνήθως οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων που είναι σε θέση όχι μόνο να παρακολουθούν στενά τις αγορές, αλλά είναι και σε θέση να δεσμευθούν έναντι του ασφαλισμένου ότι θα διαχειριστούν αποτελεσματικά τον κίνδυνο, μεταβάλλοντας την επενδυτική πολιτική του χαρτοφυλακίου.
Παρότι αμιγώς επενδυτικά, τα σύγχρονα ασφαλιστικά προϊόντα ανήκουν στην κατηγορία της αποταμίευσης. Αυτό, γιατί ακόμη και με μικρά ποσά της τάξης των 100 ευρώ τον μήνα ή 1.500 ευρώ τον χρόνο, κάποιος μπορεί να σχεδιάσει μια συστηματική αποταμίευση, απολαμβάνοντας παράλληλα τα οφέλη της παγκόσμιας διασποράς των επενδυτικών επιλογών που μπορεί να του δώσει ένας αξιόπιστος χρηματοοικονομικός σύμβουλος.
Ο ασφαλισμένος θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα επιβαρύνονται με διαχειριστικά έξοδα, που απομειώνουν ένα μικρό κομμάτι του επενδεδυμένου κεφαλαίου, συνήθως έως 2%, και κατά κανόνα επιβάλλονται στα πρώτα χρόνια της ασφάλισης. Σε αυτό ενσωματώνεται και το κόστος της ασφάλισης, δηλαδή το κόστος για την ασφάλιση ζωής που μπορεί να συνοδεύει το προϊόν, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις πρόσθετο έξοδο συνιστά η αλλαγή του επενδυτικού μείγματος. Το ποσό της εξαγοράς του κεφαλαίου στη λήξη είναι όμως αφορολόγητο και στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να δοθεί είτε με τη μορφή εφάπαξ κεφαλαίου είτε με τη μορφή σύνταξης για συγκεκριμένο όμως χρονικό διάστημα και όχι με ισόβια διάρκεια, όπως η κρατική σύνταξη.