Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, σχεδόν αδιόρατη, που χωρίζει τον «μαχητή» από τον «τρομοκράτη». Τον «στρατιώτη» από τον «κακοποιό». Είναι προφανές πως το τι είναι ο καθένας ορίζεται από το μετερίζι το οποίο στέκει. Συνήθως η κάθε πλευρά επιλέγει και το τίτλο που θα προσδώσει στους αντιπάλους της και αυτό που στο τέλος επικρατεί είναι αυτό που έδωσαν οι νικητές στους ηττημένους.
Έτσι δεν γίνεται πάντα, άλλωστε; Οι νικητές είναι αυτοί που γράφουν την ιστορία. Ή όχι;
Στην αιματοβαμμένη ιστορία της πολεμικής, πολιτικής και κοινωνικής διένεξης μεταξύ Βορειοϊρλανδών και Βρετανών τα σχετικά παραδείγματα είναι πολλά. Ένα από αυτά, ωστόσο, είναι που έχει χαραχθεί στη συλλογική μνήμη περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο.
Είναι η μεγάλη απεργία πείνας των μελών του IRA που έγινε στην πτέρυγα «Η» των φυλακών του Μέιζ, κοντά στο Μπέλφαστ, το 1981. Είναι η ιστορική κινητοποίηση που έστειλε στο θάνατο 10 ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους και η επόμενη (τότε) μεγάλη ελπίδα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, ο Μπόμπι Σαντς. Αντίπαλος του η… σιδηρά Θάτσερ.
Ο Μπόμπι Σαντς και ο δρόμος προς το θάνατο
Το 1954 μια οικογένεια Ρωμαιοκαθολικών που ζούσε στο Μπέλφαστ, φέρνει στον κόσμο ένα μικρό αγοράκι. Ο Μπόμπι ήταν το πρώτο από τα παιδιά της οικογένειας η οποία ζούσε με ένα μεγάλο μυστικό. Έκρυβε τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις αφού στη συνοικία που ζούσε κουμάντο έκαναν οι προτεστάντες.
Όταν το μυστικό της οικογένειας μαθεύτηκε αναγκάστηκαν να αλλάξουν γειτονιά, αφού οι επιθέσεις που δεχόντουσαν ήταν σχεδόν καθημερινές. Μέσα σε ένα τέτοιο πολεμικό κλίμα μεγάλωσε ο Μπόμπι Σάντς. Σε ηλικία 15 χρονών παράτησε το σχολείο και γράφτηκε σε μια σχολή προκειμένου να μάθει κάποια τέχνη. Και εκεί, όμως, αντιμετώπισε τις ίδιες καταστάσεις. Όπως και αργότερα όταν προσπάθησε να βρει δουλειά.
Σιγά-σιγά μέσα στο μυαλό του άρχισε να βρίσκει γόνιμο έδαφος η άποψη πως αν κάτι μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα τα δικά του και των ανθρώπων του είναι η ένοπλη αντίσταση. Το σημείο καμπής ήταν τον Ιούνιο του 1972 όταν το πατρικό του σπίτι δέχθηκε επίθεση από προτεστάντες.
Τον επόμενο μήνα ο Μπόμπι ήταν ήδη μέλος του IRA. Μετά από λίγο καιρό συλλαμβάνεται για πρώτη φορά επειδή μαζί με άλλα άτομα εντοπίστηκε σε ένα σπίτι στο οποίο υπήρχαν τέσσερα πιστόλια. Το 1976 αφήνεται ελεύθερος αλλά μετά από έξι μήνες συλλαμβάνεται και πάλι μετά από μια βομβιστική επίθεση και ανταλλαγή πυροβολισμών. Στοιχεία για την ενοχή του δεν υπήρχαν, ωστόσο, επειδή στο αυτοκίνητο που επέβαινε βρέθηκε ένα όπλο καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλακή. Δεν θα ξαναέβγαινε ποτέ…
Η μεγάλη απεργία πείνας στην πτέρυγα «Η»
Έως και το 1976 όσα μέλη του IRA συλλαμβάνονταν, καταδικάζονται και έμπαιναν στη φυλακή είχαν το καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου. Τα δικαιώματα που είχαν αναφορικά με αυτό το «προνόμιο» ήταν λιγοστά αλλά ήταν αρκετά, ώστε, να τους διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους κρατούμενους.
Την 1η Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να αναστείλει αυτό το «προνόμιο» για τα μέλη του IRA τα οποία πλέον θεωρούνταν απλοί ποινικοί κρατούμενοι και είχαν βέβαια και την ανάλογη συμπεριφορά από τους δεσμοφύλακες.
Αποφασίζουν να κατέβουν σε κινητοποιήσεις διαρκείας με στόχο να επανακτήσουν τον καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου. Η πρώτη μορφή που επιλέγουν είναι η λεγόμενη «διαμαρτυρία της κουβέρτας» στην διάρκεια της οποίας τα μέλη του IRA αρνούνται να φορέσουν τη στολή της φυλακής και κυκλοφορούν έχοντας πάνω τους μόνο τις κουβέρτες τους. «Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου και όχι εγκληματίες για να φορέσουμε αυτά τα ρούχα» έλεγαν.
Μετά από δυο χρόνια οι κρατούμενοι περνούν τη διαμαρτυρία τους σε μια άλλη φάση. Στη «βρώμικη διαμαρτυρία». Απλώνουν τα περιττώματα τους στους τοίχους των κελιών τους και ρίχνουν τα ούρα τους κάτω από τις πόρτες με αποτέλεσμα να… «πλημμυρίζουν» τους διαδρόμους των φυλακών.
Όταν είδαν πως ούτε αυτό αποδίδει, προχώρησαν σε μια πρώτη απεργία πείνας στην οποία συμμετείχαν όλα τα πρωτοκλασάτα μέλη του IRA που βρίσκονταν στη φυλακή. Η απεργία έληξε σύντομα πριν πεθάνει κάποιος, καθώς η βρετανική κυβέρνηση με ένα τέχνασμα προσποιήθηκε πως συνθηκολόγησε.
Την 1η Μαρτίου του 1981, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τη «μητέρα των μαχών» και σε αυτή ο Μπόμπι Σάντς μπήκε μπροστάρης. Ξεκινά πρώτος την απεργία πείνας και ζητά να έχει «προβάδισμα» μερικών ημερών μέχρι να ξεκινήσει ο δεύτερος, ώστε, αν «λυγίσει» η βρετανική κυβέρνηση να μην κινδυνεύσει κάποιος άλλος.
Σε μια προσπάθεια να πιεστεί ακόμα περισσότερο η βρετανική κυβέρνηση, ο IRA τοποθετεί τον Μπόμπι Σάντς υποψήφιο βουλευτή στην εκλογική μάχη για την έδρα του ανεξάρτητου Φρανκ Μαγκουάιρ, ο οποίος πέθανε από καρδιακή προσβολή λίγες ημέρες μετά την έναρξη της απεργίας πείνας.
Ο Σάντς αν και οριακά (30.493 ψήφους έναντι 29.046 ψήφων του υποψήφιου του ενωτικού κόμματος) καταφέρνει να εκλεγεί και να γίνει ο νεότερος βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου.
Η σκληρή στάση της Θάτσερ και οι διαδοχικοί θάνατοι
Ούτε αυτό, όμως, συγκίνησε την κυβέρνηση Θάτσερ, η οποία αμέσως μετά την εκλογή του Σάντς ψήφισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο όσοι ήταν έγκλειστοι στις φυλακές για περισσότερο από ένα χρόνο, δεν είχαν το δικαίωμα να θέτουν υποψηφιότητα.
«Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως πολιτική δολοφονία, πολιτική βομβιστική ενέργεια ή πολιτική βία. Υπάρχει μόνο εγκληματική δολοφονία, εγκληματική βομβιστική ενέργεια και εγκληματική βία»! Με τη δήλωση αυτή -την οποία επαναλάμβανε συχνά πυκνά- η Μάργκαρετ Θάτσερ έκλεινε αμέσως κάθε κουβέντα που πήγαινε να ξεκινήσεις σχετικά με τους κρατούμενους απεργούς πείνας του IRA.
Η αδιάλλακτη αυτή στάση της δεν άλλαξε ούτε με τους πρώτους θανάτους. Και όσο πιο σκληρή ήταν η Θάτσερ τόσο πιο σκληροί γινόντουσαν και οι δεσμοφύλακες στις φυλακές απέναντι στους κρατούμενους του IRA.
Η βρετανική κυβέρνηση δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Ούτε βέβαια και οι απεργοί πείνας. Και κάπως έτσι το αποτέλεσμα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο.
«Ο κ. Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε να αφαιρέσει την ίδια του τη ζωή. Ήταν μια απόφαση που η οργάνωση του δεν την επέτρεψε σε πολλά από τα θύματά της» είπε την ημέρα που ανακοινώθηκε ότι ο Μπόμπι Σάντς άφησε την τελευταία του πνοή στις 5 Μαϊου του 1981, μετά από 66 ημέρες σκληρής απεργίας πείνας.
Ακολούθησαν ακόμα εννέα απεργοί πείνας (ο μικρότερος 23 ετών, ο μεγαλύτερος 30 ετών), που έδωσαν τη ζωή τους για το σκοπό που υπηρετούσαν. Τότε και μόνο τότε η Θάτσερ έδειχνε να υποχωρεί. Άλλωστε πλέον είχε ξεσηκωθεί και η διεθνής κοινή γνώμη. Οι μητέρες όσων απεργών πείνας έπεφταν σε κώμα, έδιναν εντολή στους γιατρούς να τους επαναφέρουν και έτσι σταδιακά η κινητοποίηση σταμάτησε (οριστικό τέλος μπήκε στις 3 Οκτωβρίου 1981), ενώ παράλληλα η βρετανική κυβέρνηση ικανοποίησε κάποια από τα αιτήματα τους, χωρίς, ωστόσο, να δώσει πίσω τον καθεστώς του «πολιτικού κρατούμενου».
Πηγή