Η όξυνση της οικονομικής ανισότητας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και οι επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών αποτυπώνονται στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων για την κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Μια από τις βασικές συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι η ανάδειξη των αδυναμιών των παγκόσμιων συστημάτων τροφίμων και ενέργειας, που αποτελούν την κύρια αιτία της πυροδότησης της τρέχουσας κρίσης κόστους ζωής στην ΕΕ και στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα, η κλιμάκωση του πληθωρισμού προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό ενέργειας, καθώς επίσης και από την οριζόντια διάχυσή του στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, το α’ εξάμηνο του έτους, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος προ δημοσιονομικής παρέμβασης στην ΕΕ, τόσο όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει υψηλή στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών.
Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και της σημασίας του φυσικού αερίου στην τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.
Το 2021 η Ελλάδα είχε το 6ο υψηλότερο μερίδιο φυσικού αερίου στην ΕΕ, ενώ το 2020 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ACER), το 2021 η Ελλάδα έχει το τρίτο υψηλότερο κόστος διανομής φυσικού αερίου στην ΕΕ, ύστερα από την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, και οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατήρησαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη.
Όσον αφορά το ποσοστό του μηνιαίου λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου στο προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α’ εξάμηνο του 2022 σύμφωνα την έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ στην επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Όσον αφορά την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Ληξιπρόθεσμες οφειλές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου
Το 2020 η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην ΕΕ με ληξιπρόθεσμες οφειλές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ενώ το 2021 είχε το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών των οποίων διακόπηκε η παροχή ρεύματος και αερίου λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών.
Δεδομένου ότι το κύμα ακρίβειας εντείνεται διαρκώς το 2022, εκτιμάται ότι η κατάσταση όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και την αδυναμία εξόφλησης λογαριασμών είναι πιθανό να έχει επιδεινωθεί περαιτέρω.
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι οι παρεμβάσεις του κράτους στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και η επιδότηση των λογαριασμών περιορίζουν, αλλά δεν αντιμετωπίζουν την κρίση κόστους ζωής.
Το πρόβλημα στη χώρα εντοπίζεται στον συνδυασμό της πολύ υψηλής αρχικής τιμής της ενέργειας και στα χαμηλά εισοδήματα των νοικοκυριών, τα οποία βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη και το βιοτικό τους επίπεδο να συρρικνώνονται διαρκώς. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις και ο παραγωγικός τομέας της χώρας έχει πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος, το οποίο μετακυλίεται στις τιμές και στους καταναλωτές, επηρεάζοντας οριζόντια την πληθωριστική έξαρση στην οικονομία και βέβαια την ανταγωνιστικότητά της και την κοινωνική συνοχή.
Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων
Από τον Απρίλιο του 2022 και ύστερα η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%.
Ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%.
Στο αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ) η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλή (9% έως 14%) αλλά σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη.
Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια, η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα τα οποία είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου.
Σε κάθε περίπτωση, οι διαφορές στην απώλεια αγοραστικής δύναμης αποκαλύπτουν με εμφατικό τρόπο την άνιση επιβάρυνση που υφίστανται τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.
Πηγή