Η φετινή σεζόν ξεκίνησε με δύο «γενικές απεργίες» σε απόσταση μεταξύ τους μιας εβδομάδας, με κερασάκι, εντός της ίδιας περιόδου, τρία-τέσσερα ημερήσια «χειρόφρενα» στα μέσα συγκοινωνίας. Αυτά, γαρνιρισμένα με κάποια άκρως πρωτότυπα πρωτοσέλιδα περί «απεργιακού κλοιού» (πριν γίνουν οι απεργίες). Πράγματι, ο «απεργιακός κλοιός» στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, πλην όμως όχι από την αφθονία των απεργών, αλλά από τα μυριάδες Ι.Χ. και τη θάλασσα των ταξί με τα οποία η κάθε είδους «εργατιά» επιχειρούσε αγωνιωδώς να φθάσει αγανακτισμένη στον τόπο απασχόλησής της. Ετσι, για τα διάφορα συνδικαλιστικά αρκτικόλεξα (ΑΔΕΔΥ, ΓΣΕΕ, ΕΚΑ, ΟΙΕΛΕ κ.ο.κ.) που κήρυξαν τις πρόσφατες «απεργίες», ο σκοπός επιτεύχθηκε πλήρως. Οχι λόγω της αθρόας συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτές, αφού απ’ άκρου σ’ άκρον της χώρας όλες οι «τσιμινιέρες» εξακολουθούσαν να βγάζουν καπνό, αλλά λόγω του απόλυτου κυκλοφοριακού χάους που επιτεύχθηκε με τη συνήθη επιτυχία, διαλύοντας κυρίως την κανονική ζωή της πρωτεύουσας.

Tα παραπάνω δεν αποτελούν καμία πρωτοτυπία. Εδώ και πολλά χρόνια, η επιτυχία των απεργιών δεν συνδέεται με τον αριθμό της συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτές, αλλά με τον βαθμό παρεμπόδισης λειτουργίας των βασικών δομών κάλυψης των βιοτικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Εφόσον επιτυγχάνεται ο στόχος αυτός, δεν έχει για τα συνδικαλιστικά αρκτικόλεξα καμία σημασία η αυτόβουλη εργατική συμμετοχή στην απεργία.

Παλαιότερα, το βράδυ των απεργιακών ημερών, τα αρκτικόλεξα έμπαιναν στον κόπο να αναφέρουν το (δήθεν) ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτές. Τα τελευταία χρόνια δεν ενδιαφέρονται καν γι’ αυτό, έστω για τα προσχήματα. Αλλωστε, ούτε κάποιος άλλος, π.χ. το υπουργείο Εργασίας, ασχολείται με το θέμα της συμμετοχής.

Το Σύνταγμα αναγνωρίζει το δικαίωμα της απεργίας, αλλά ταυτόχρονα έχει πλήρη συνείδηση ότι, εκτός από την ανάγκη προστασίας των εργαζομένων, πρέπει να προστατεύεται μια σειρά άλλα δικαιώματα και να εξασφαλίζονται οι στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Υποκείμενα της απεργιακής ζημίας δεν επιτρέπεται, κατά

το Σύνταγμα, να είναι αδιακρίτως οι πολίτες και όποιος άτυχος τουρίστας βρεθεί εντός της ελληνικής επικράτειας. Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνουμε ότι εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας έχει στρεβλωθεί πλήρως, τόσο ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό όσο και ως προς τις συνέπειες. Το Σύνταγμα αντιλαμβάνεται την απεργία ως ένα δικαίωμα των εργαζομένων, η άσκηση του οποίου επαπειλεί τον εργοδότη, με σκοπό την αποδοχή από αυτόν εργασιακών διεκδικήσεων. Πρόκειται, προφανώς, για διεκδικήσεις που ο εργοδότης μπορεί ο ίδιος να ικανοποιήσει και όχι για διεκδικήσεις που η ικανοποίησή τους βρίσκεται στα χέρια άλλων και ιδίως στα χέρια της πολιτειακής εξουσίας. Η διαρκής στόχευση κυβερνητικών νομοσχεδίων με απεργιακές κινητοποιήσεις αποτελεί μια «μετανεωτερική» περί απεργίας αντίληψη, την οποία δεν φαίνεται ότι ενστερνίζεται το Σύνταγμά μας. Ας μη διαμαρτύρεται λοιπόν ο «υπηρεσιακός» πρόεδρος του ενός γνωστού συνδικαλιστικού αρκτικόλεξου, όταν ο πρωθυπουργός αναγκάζεται να απαντά σε κινηματικές (αλλά όχι συνταγματικές) απεργίες που έτσι κι αλλιώς στρέφονται εναντίον της κυβέρνησής του («Καθημερινή», 5.10.2019).

Επίσης, κατά το Σύνταγμα, απεργία σημαίνει «αυτόβουλη αποχή των εργαζομένων από την προσφορά της εργασίας τους». Προφανώς, η ζημία αυτή δεν μπορεί να προκαλείται ούτε με βιαιοπραγίες ούτε με άλλου είδους σαμποτάζ και αδικοπραγίες. Η ομαδική αυτή αποχή θα πρέπει να αποφασίζεται κάτω από τη σκέπη νομίμων συνδικαλιστικών οργανώσεων, έτσι ώστε η λήψη της σχετικής απόφασης να γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζει και να πιστοποιεί την ελεύθερη πλειοψηφική βούληση των εργαζομένων. Οχι να πρόκειται για ευκαιριακές κινηματικές αποχές, παρακινημένες από διάφορες μειοψηφίες. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι όταν μιλάμε για «συνδικαλιστική απεργία» δεν εννοούμε απεργία που κηρύσσεται από οργανωτικά μορφώματα αγνώστου θεσμικής υπόστασης, όπως το ΠΑΜΕ, το οποίο δεν αποτελεί καν συνδικαλιστική οργάνωση αλλά μια απλή παραφυάδα ενός συγκεκριμένου κόμματος· ούτε, επίσης, εννοούμε την απεργία που αποφασίζεται από μια εγκαθιδρυμένη συνδικαλιστική ελίτ ενδεδυμένη με τον τυπικό μανδύα ενός ολιγομελούς «διοικητικού συμβουλίου», κατά κανόνα μη πιστοποιημένης εκπροσώπευσης και, κάποιες φορές, αμφίβολης νομιμότητας. Αυτές οι «απεργίες», στην πραγματικότητα, κηρύσσονται ερήμην της πλειοψηφικής βούλησης των μισθωτών, που υποτίθεται ότι οι εν λόγω «διοικήσεις» εκπροσωπούν. Είναι άξιον απορίας πώς είναι δυνατόν κάποια από τα εν λόγω συνδικαλιστικά αρκτικόλεξα να διαμαρτύρονται γιατί οι κυβερνήσεις δεν θέτουν για επαρκή διάρκεια σε διαβούλευση τις εργασιακές ρυθμίσεις κάποιου νομοσχεδίου, ενώ οι ίδιες αποφασίζουν την κήρυξη απεργίας χωρίς κάποια προηγούμενη διαβούλευση με τα μέλη τους.

Αποτέλεσμα: Η «εργατιά», την οποία τα διάφορα συνδικαλιστικά αρκτικόλεξα υποτίθεται ότι εκπροσωπούν, έρχεται σε επαφή με την «απεργία» μόνο το πρωί της ημέρας που πραγματοποιείται αυτή, όταν απεγνωσμένα αναζητεί κάποιο μέσο κυκλοφορίας για να μεταβεί στον τόπο εργασίας. Εάν το κατορθώσει, έχει καλώς – ακόμη και εάν σπατάλησε το μισό μεροκάματο στο ταξί ή σε βενζίνη. Εάν δεν το κατορθώνει και χάνει το μεροκάματο… απλώς ο αγώνας συνεχίζεται. Ας είναι καλά το συνδικαλιστικό αρκτικόλεξο που έκανε «απεργία»!

* O κ. Ιωάννης Ληξουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου.

kathimerini.gr