Η αποτελεσματική μεταρρύθμιση του συστήματός μας προϋποθέτει ορθώς δομημένο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών, γιατί αυτό αποτελεί τη σταθερή βάση της κοινωνικής ασφάλισης.
Από ό,τι φαίνεται, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μάθουμε τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για τις ασφαλιστικές εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών, επιστημόνων, αγροτών, συμμετεχόντων σε κάθε μορφή εταιρείας κ.λπ. Η πρώτη σημαντική αλλαγή, σε σχέση με το καθεστώς που εισήγαγε ο νόμος Κατρούγκαλου, είναι η αποσύνδεση του ύψους της εισφοράς από το δηλούμενο εισόδημα.
Η νέα αυτή προσέγγιση, πρέπει να επισημάνουμε, δεν υπαγορεύθηκε από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο δέχθηκε τη σύνδεση εισφοράς με εισόδημα, έκρινε όμως ότι αντιτίθεται στο Σύνταγμα η σημαντική απομείωση του εισοδήματος από την ιδιαίτερα υψηλή ασφαλιστική εισφορά. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αποσύνδεση της εισφοράς από το εισόδημα είναι μια κυβερνητική επιλογή, η οποία υπαγορεύθηκε από τη δυσμενή εμπειρία του προηγούμενου συστήματος, ανεξαρτήτως του ύψους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.
Είναι μια επιλογή που αποβλέπει σε απλοποίηση των διαδικασιών του συστήματος, που τόσο ταλαιπώρησαν την πλειονότητα των ελευθέρων επαγγελματιών αφ’ ης στιγμής εφαρμόσθηκε το νέο σύστημα. Η δεύτερη σημαντική αλλαγή, όπως φαίνεται, είναι η θέσπιση μιας σταθερής εισφοράς για τους ασφαλισμένους που προαναφέραμε, η οποία θα είναι υψηλότερη από την ελάχιστη εισφορά που είχε θεσπίσει το προηγούμενο σύστημα.
Η υψηλότερη αυτή εισφορά, αθροιζόμενη με τη νέα φορολογική υποχρέωση του ελεύθερου επαγγελματία, θα καταλήγει σε χαμηλότερο συνολικά ποσό από αυτό που είχε επιβάλει, ως άθροισμα, το προηγούμενο καθεστώς. Με αυτή την έννοια λοιπόν ο ελεύθερος επαγγελματίας που δηλώνει χαμηλό εισόδημα, θα έχει συνολικά μικρότερη επιβάρυνση εισφοράς-φόρου. Η τρίτη αλλαγή είναι η παροχή δυνατότητας στον κάθε ελεύθερο επαγγελματία να καταβάλει εισφορά υψηλότερη από τη βασική, με μια επιλογή που θα κάνει για κάποιες νέες υψηλότερες κατηγορίες εισφορών που θα δημιουργηθούν. Να επισημάνουμε βέβαια ότι αντίστοιχη δυνατότητα υπάρχει και σε σημερινό σύστημα, η οποία όμως δεν φαίνεται ότι προσείλκυσε τους ασφαλισμένους ελεύθερους επαγγελματίες.
Με τις αλλαγές που περιμένουμε, ο ασφαλισμένος θα μπορεί να διαμορφώνει (τουλάχιστον κατά ένα μέρος) τον ασφαλιστικό του βίο και την έκταση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας. Θα οδεύσουμε δηλαδή στο δόγμα του ότι δεν αφήνομαι σε ό,τι μου προκύπτει, αλλά διαμορφώνω το κοινωνικοασφαλιστικό μου status. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια, για να λειτουργήσει ισορροπημένα το νέο σύστημα, είναι να είναι πρόδηλα ελκυστικό, υπό την έννοια να δημιουργεί ασφαλές κίνητρο για την καταβολή υψηλότερης, από την υποχρεωτική, ασφαλιστικής εισφοράς. Το κίνητρο δε αυτό μπορεί να είναι μόνο η υψηλότερη συνταξιοδοτική παροχή με έντονα χαρακτηριστικά δίκαιης ανταπόδοσης, όπως αυτή νοείται σε ένα κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα που στοχεύει σε προστασία του συνόλου των ασφαλισμένων του.
Οπως είπαμε, δυνατότητα καταβολής υψηλότερης από την επιβαλλόμενη με βάση το δηλούμενο εισόδημα, υπάρχει και σήμερα, ελάχιστοι όμως ασφαλισμένοι προσέτρεξαν να την ακολουθήσουν ακριβώς γιατί θεωρούσαν, όχι άδικα, ότι οι υψηλότερες εισφορές που θα κατέβαλαν δεν θα τους οδηγούσαν σε αναλογικά υψηλότερες συντάξεις. Το δόγμα της διαμόρφωσης ή ακριβέστερα της συνδιαμόρφωσης του ασφαλιστικού προφίλ του ασφαλισμένου, δεν επιτυγχάνεται μόνο με την παροχή της δυνατότητας που προείπαμε. Απαιτεί μια νέα προσέγγιση σε διάφορες συνιστώσες του ασφαλιστικού συστήματος.
Κατ’ αρχήν δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στους ασφαλισμένους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά πρέπει σταδιακά να επεκταθεί και στους μισθωτούς, λαμβάνοντας βέβαια πάντοτε υπόψη τη διαφορετικότητα της ασφαλιστικής σχέσης του μισθωτού με τον φορέα, με αυτήν του ελεύθερου επαγγελματία με τον ασφαλιστικό φορέα.
Δεν βλέπω όμως γιατί ο μισθωτός να μην μπορεί να συνδυάζει την υποχρεωτική ασφάλισή του με αυτασφάλιση – καταβολή προαιρετικά υψηλότερης απ’ αυτήν που προκύπτει από τη μισθωτή του σχέση, ασφαλιστικής εισφοράς. Επίσης νομίζω ότι θα πρέπει να αναγνωρισθεί δυνατότητα, η εισφορά που καταβάλλει κάποιος για αναγνώριση πλασματικού χρόνου, να είναι αποτέλεσμα επιλογής του (υψηλότερη ή χαμηλότερη) και όχι υποχρέωση ευθυγραμμισμένη με τη μηνιαία εισφορά που καταβάλλει (ο ελεύθερος επαγγελματίας) ή με τις αποδοχές για τις οποίες ασφαλίζεται (ο μισθωτός). Το ίδιο πρέπει να προβλεφθεί και για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Με αυτόν τον τρόπο και με δεδομένο ότι η υψηλή ή η χαμηλή εισφορά θα συνεισφέρουν στον προσδιορισμό του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών, ο ασφαλισμένος θα έχει μεγαλύτερη ευχέρεια συμπλήρωσης του ασφαλιστικού του βίου και διαμόρφωσης των κοινωνικοασφαλιστικών του δεδομένων, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος του ασφαλιστικού φορέα ή του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος.
Νέα οπτική σε αρκετές παραμέτρους του ασφαλιστικού θεωρώ πως είναι επιβεβλημένη. Η πραγματική κοινωνικοασφαλιστική προστασία απαιτεί απλό, ελκυστικό, ευέλικτο αλλά και δίκαιο σύστημα, ευθυγραμμισμένο με τις ιδιαιτερότητες της εποχής και τις εξελίξεις των εργασιακών σχέσεων. Η αποτελεσματική μεταρρύθμιση του συστήματός μας προϋποθέτει ορθά δομημένο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών, γιατί αυτό αποτελεί τη σταθερή βάση της κοινωνικής ασφάλισης.
Γι’ αυτό λοιπόν ας δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις νέες ρυθμίσεις που έρχονται, ώστε να αποτελέσουν τη βάση ενός καλύτερου ασφαλιστικού συστήματος.
* Ο κ. Δημήτρης Αθ. Μπούρλος είναι δικηγόρος, τ. εκδότης περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ».