Συνήθως τη φράση «στην εποχή μου οι νέοι…» τη χρησιμοποιούν αυτοί που έχουν πατήσει τα δεύτερα -ήντα, όταν αναφέρονται στη «νεολαία» που δεν πληροί τα αυστηρά στάνταρ της δικής τους εποχής, γιατί οι νέοι σήμερα «όλα εύκολα τα έχουν βρει στη ζωή τους», δεν έχουν ζήσει χούντα, δεν έχουν ζήσει πόλεμο, δεν έχουν ζήσει καν κυβέρνηση Μητσοτάκη και πεντοχίλιαρο με Κολοκοτρώνη.
Αλλά θα πρωτοτυπήσω και θα τη χρησιμοποιήσω κι εγώ, πριν καν κλείσω τα 35 μου: στην εποχή μου οι νέοι έπρεπε πραγματικά να παλέψουν για να δουν πορνό, ενώ σήμερα πατούν ένα κουμπί και έχουν πρόσβαση σε αρκετό πορνό για να χορτάσουν για επτά ζωές. Και το λέω αυτό με ένα ανάμικτο συναίσθημα ζήλιας για την ευκολία που δεν είχα εγώ στην εφηβεία μου, αλλά και υπερηφάνειας για τις περιπέτειες που πέρασα στην εφηβεία μου για να αποκτήσω αυτό που σήμερα θεωρείται δεδομένο.
Τα περιοδικά
Η πρώτη επαφή των περισσότερων από μας με το πορνό ήταν μέσω περιοδικών. Η αρχή γινόταν συνήθως με light ανδρικά περιοδικά, όπως το Playboy, το Penthouse, το Max (αργότερα το Maxim), ή ακόμα και το Nitro, που έπεφταν στα χέρια μας κι εμείς δήθεν τα ξεφυλλίζαμε αδιάφορα, μέχρι που φτάναμε στην πρώτη ημίγυμνη ή (αν ήμασταν τυχεροί) γυμνή πόζα. Για μένα, αυτά τα περιοδικά ήταν η πρώτη «αταξία», τα πρώτα περιοδικά που έκρυψα επιμελώς για να μην τα βρουν οι γονείς μου, κάτω από μπόλικα κόμικς.
Όμως σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτά δεν αρκούσαν. Μου έδιναν απλώς μία ασαφή ιδέα και μία κατεύθυνση για τη σεξουαλικότητά μου, αλλά δεν έδειχναν το «ζουμί» της υπόθεσης. Γιατί είναι άλλο να βλέπεις το γυμνό σώμα μίας γυναίκας, και άλλο να βλέπεις μια σκηνή σεξ. Κι έτσι πέρασα σε πιο «σκληρά» περιοδικά. Πρώτα σε μορφή κόμικς (έχω ακόμα καταχωνιασμένα σε κάποιο συρτάρι τα πρώτα τεύχη του Viagra Comix και κάποια του Eros Comixxx), και μετά σε πιο ρεαλιστικά περιοδικά. Ήταν κάπως παράδοξο, γιατί τα έβλεπες όλα αυτά και ερεθιζόσουν, χωρίς καν να ξέρεις πώς είναι η αίσθηση του σεξ, σαν να σου τρέχουν τα σάλια έξω από ένα ζαχαροπλαστείο για ένα γλυκό που δεν ξέρεις τι γεύση έχει (αλλά έχεις ακούσει τα καλύτερα).
Τα περιοδικά ήταν πολύ βολικά γιατί μπορούσες να τα κρύβεις εύκολα, και όχι μόνο από τους γονείς. Από το Γυμνάσιο και μετά, στο σχολείο κυκλοφορούσαν τέτοια «καυτά» περιοδικά, τα οποία πήγαιναν από χέρι σε χέρι, και αυτός που τα έφερνε έχαιρε του σεβασμού και της εκτίμησης των συμμαθητών του. Μια φορά έφερα κι εγώ ένα τέτοιο περιοδικό στο σχολείο, αλλά δεν είχε καλό τέλος, τουλάχιστον όχι για μένα: στη διάρκεια μίας μεταφοράς του από χέρι σε χέρι ο καθηγητής των Μαθηματικών το πήρε χαμπάρι και προχώρησε σε κατάσχεσή του. Την επόμενη ώρα που είχαμε μάθημα μαζί του, είχε έναν περίεργο λεκέ στο παντελόνι.
Τα περιοδικά ήταν επίσης πολύ βολικά για μένα, γιατί είχα τον «δικό μου» περιπτερά, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να πουλήσει πορνοπεριοδικά σε έναν ανήλικο, εφόσον τα πλήρωνε και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να το πει στη μαμά του. Βέβαια, μέχρι να τον βρω είδα κι έπαθα: την πρώτη φορά που πήγαμε με δύο φίλους μου στα 12 μας χρόνια να αγοράσουμε πορνοπεριοδικό, μας πήρε περίπου τρία τέταρτα μέχρι ένας από μας να βρει τα κότσια να πάει και να το πάρει (ήταν το Models, για την ιστορία). Όχι εγώ, προφανώς. Κάτι αντίστοιχο (χωρίς παρέα) έπαθα μερικά χρόνια αργότερα με τα προφυλακτικά, αλλά αυτή είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία.
Η τηλεόραση
Ωραία τα περιοδικά, αλλά η εμπειρία του πορνό είναι εντελώς διαφορετική όταν υπάρχει και κίνηση. Και γι’ αυτή τη δουλειά είχαμε την τηλεόραση.
Στην αρχή ήταν η μεταμεσονύχτια ζώνη του Alter και του Star, όπου έπαιζαν τα βράδια γλυκανάλατα σοφτ πορνό τύπου «Εμμανουέλα» και «Ζιστίν» που μετά από μερικά χρόνια τα ξαναβλέπεις και βάζεις τα γέλια, αλλά για έναν έφηβο ήταν πραγματικά ένα παράθυρο με θέα στον παράδεισο, ο προθάλαμος που σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον τελικό προορισμό.
Όμως η πραγματική αποκάλυψη ήρθε όταν βάλαμε Filmnet. Εκεί είδα για πρώτη φορά σκληρό πορνό, και στην αρχή ήταν τόσο ξένο αυτό που έβλεπα, που κυριολεκτικά δεν ήξερα τι είναι αυτό που βλέπω, ποιο όργανο είναι πού, ποιος μπαίνει πού, τι είναι αυτό στο οποίο ζουμάρει η κάμερα. Θα ήταν ακριβές να πει κανείς ότι δεν ήξερα πού παν’ τα τρία. Αλλά όπως όλοι μας, έμαθα γρήγορα.
Ένα τέτοιο βράδυ (από τα πολλά) ήταν που έζησα αυτήν την άκρως ταπεινωτική στιγμή που λίγο-πολύ όλοι ζήσαμε ως έφηβοι: τη στιγμή που με έπιασε η μάνα μου επί τω έργω. Η αντίδρασή της ήταν αναμενόμενα έξαλλη (δεδομένου πως ό,τι έκανα δεν το έκανα στο δωμάτιό μου, αλλά στο σαλόνι – τι να κάνω, εκεί είχαμε τον αποκωδικοποιητή), αλλά ευτυχώς η αντίδραση του πατέρα μου ήταν πολύ πιο χαλαρή, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Που, σε τελική ανάλυση, το να βλέπει πορνό ένας έφηβος είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου.
Βιντεοκασέτες και DVD
Πριν την ιδιωτική τηλεόραση, αλλά και στη διάρκεια των ‘90s, μία πολύτιμη πηγή πορνό ήταν οι βιντεοκασέτες. Σε αντίθεση με τα περιοδικά, οι βιντεοκασέτες ήταν πιο δύσκολα προσβάσιμες για έναν ανήλικο, καθώς τα βιντεοκλάμπ είχαν την τάση να είναι πιο αυστηρά από τους περιπτεράδες ως προς την τήρηση του νόμου. Επίσης, αν ντρεπόσουν να πας να πάρεις ένα πορνοπεριοδικό, τότε θα ντρεπόσουν δέκα φορές περισσότερο να μπεις στο ειδικό δωματιάκι ή στον ειδικά διαμορφωμένο τομέα με τις τσόντες, να πάρεις το πλαστικό, να το πας στο ταμείο, να το δει ο μαγαζάτορας, να σε κοιτάξει καλά-καλά από πάνω μέχρι κάτω με ένα βλέμμα μεταξύ πονηριάς και οίκτου, να σου δώσει (αν σου δώσει) την κασέτα, να φύγεις τρέχοντας, χώνοντας την κασέτα στη μέσα τσέπη του μπουφάν, και να εξαφανιστείς στο σκοτάδι.
Όμως, όπως και τα περιοδικά, και όπως και οι «πειρατικές» κασέτες μουσικής (όπως η διαβόητη κασέτα του Βρωμύλου – Δημήτρη Μεντζέλου), έτσι και οι βιντεοκασέτες έβρισκαν συχνά τον τρόπο να πηγαίνουν από χέρι σε χέρι σε σχολεία και αλάνες. Κυκλοφορούσαν τότε διάφοροι αστικοί θρύλοι για μία υποτιθέμενη κασέτα που κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι και έδειχνε πράγματα και θαύματα. Η καλύτερη ιστορία που έχω ακούσει είναι για μία κασέτα που φέρεται να κυκλοφορούσε στην Πάτρα, με πρωταγωνιστή έναν άνδρα που έβγαινε από μία μπανιέρα με στολή δύτη, και μετά έβγαζε τη στολή για να αποκαλυφθεί ένα κοστούμι. Όλα αυτά μπροστά σε μία καλλίπυγο κυρία που στη συνέχεια συμμετείχε στο δρώμενο. Η πηγή μου ισχυρίζεται ότι η κασέτα αυτή είναι υπαρκτή και όχι αστικός θρύλος – αν κάποιος αναγνώστης έχει περισσότερες πληροφορίες ας μας ενημερώσει, για χάρη του ρεπορτάζ βρε αδερφέ.
Σταδιακά τη θέση της βιντεοκασέτας πήραν τα DVD. Και το πρώτο «μπαμ» στα DVD έγινε όταν διέρρευσε το ερασιτεχνικό ερωτικό βίντεο της Πάμελα Άντερσον με τον Τόμι Λι, το οποίο ανέβασε level μία ολόκληρη γενιά τότε εφήβων, σήμερα ανδρών. Θυμάμαι ότι μαζευόμασταν στο σπίτι όποιου είχε υπολογιστή όταν έλειπαν οι γονείς του και βλέπαμε ξανά και ξανά το ίδιο βίντεο, λες και στη δέκατη φορά θα γινόταν η ανατροπή στο φινάλε. Η ανατροπή δεν έγινε ποτέ, αλλά έτσι πέρασαν ευχάριστα αμέτρητες ώρες.
Κάπου εκεί, με την επέλαση των DVD, το πορνό άρχισε να είναι όλο και πιο προσβάσιμο. Περιοδικά και εφημερίδες άρχισαν να κυκλοφορούν με δώρο μία κούτα DVD «αυστηρώς ακατάλληλων» και πλέον ήταν περιττό να πας στο βιντεοκλάμπ – μπορούσες άνετα να δημιουργήσεις τη δική σου συλλογή πορνοDVD σε χρόνο-ρεκόρ.
Η εποχή της αφθονίας
Και από εκεί, με ταχύτατους ρυθμούς, φτάσαμε στην εποχή του διαδικτυακού πορνό. Σε αυτήν την εποχή που η γυναίκα της διπλανής πόρτας και η πορνοστάρ κάθονται δίπλα-δίπλα, λάγνες και έτοιμες να σε αποπλανήσουν. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις ένα κουμπί και τις έχεις στον υπολογιστή, στο κινητό ή στο tablet. Καμία αγωνία, κανένα κυνήγι, κανένα καρδιοχτύπι.
Όχι πως παραπονιέμαι. Κάθε άλλο, οτιδήποτε κάνει πιο εύκολη τη ζωή μας είναι καλοδεχούμενο. Αλλά το πορνό είναι όπως και οι πραγματικές γυναίκες: αν δεν το κυνηγήσεις και λίγο, αν δε γίνει ένα παιχνίδι, αν δεν υπάρχει μία αγωνία, τότε χάνει κάτι από τη μαγεία του…
newsbeast.gr
Πηγή