«Την Κυριακή των Βαΐων πηγαίνουμε στην εκκλησία και παίρνουμε βάγια. Τα βάγια συνηθίζεται, από τα παλιά χρόνια, να τα φέρνουν από μακριά οι νιόγαμπροι αυτοί δηλαδή που παντρεύτηκαν αυτή τη χρονιά στο χωριό” αφηγείται η Κυπαρισσία Τσιάλτα από τη Δάφνη (ή Στρέζοβα από το σλάβικο όνομα της περιοχής) τον πανέμορφο οικισμό και έδρα Δημοτικής Ενότητας των Καλαβρύτων στην νεαρή φοιτήτρια τότε Μαρίνα Βασιλακοπούλου. Τα λαογραφικά της Δάφνης μαζί με λαογραφικά και πληθυσμιακά από 150 χωριά και οικισμούς της επαρχίας Καλαβρύτων είναι γραμμένα στο 6τομο Ιστορικό Λεξικό της επαρχίας Καλαβρύτων, του ιστορικού-ερευνητή Αθανάσιου Τζώρτζη.
“Ελεγόταν και λέγεται ακόμη το εξής ποιηματάκι: Βάγια βάγια των Βαγιώνε/ τρώνε ψάρια και κολλιώνται/ για ένα αυγό κολλιώνται οκτώ/ για ένα ψάρι δεκοχτώ/ και την άλλη Κυριακή/ άμου – άμου το τσιτσί” μεταφέρεται από την ίδια στη συνεργάτιδα του ιστορικού για τα χρόνια που η παράδοση και τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα έδιναν ιδιαίτερο χρώμα, Πασχαλινό, στην ζωή στο γραφικό και πολύβουο κεφαλοχώρι κτισμένου σε παραφυάδα του Ερύμανθου στα 641 μέτρα υψόμετρο και σε απόσταση 44 χλμ. από τα Καλάβρυτα.
Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Αλλα ιδιαίτερα στοιχεία απο τη λαογραφία της Δάφνης:
> Μεγάλη Τετάρτη: ‘Πηγαίνουμε στην εκκλησία και μυρονώμαστε σε ένα δε μπαμπάκι παίρνουμε μύρο για να μυρώσουμε τα άλλα πρόσωπα της οικογενείας’.
> Μ. Πέμπτη: ‘Φτιάχνουμε τα κουλούρια και βάφουμε τα αυγά. Ένα κουλούρι το βάζουμε στο εικόνισμα και το αφήνουμε εκεί ως την άλλη χρονιά’.
> Μ. Παρασκευή: Ηταν συνήθεια τις Αγιες μέρες να λειτουργεί μόνον η κεντρική εκκλησία και να γίνεται ένας επιτάφιος. “Αυτόν το βράδυ της Παρασκευής τον γυρνούσαμε μέσα στο χωριό όπου υπάρχουν εκκλησίες. Σε όλα τα μπαλκόνια από όπου περνούσαν τον επιτάφιο άναβαν κεριά (τούτο γίνεται και σήμερα). Τα τελευταία χρόνια όμως κάθε εκκλησία κάνει δικό της επιτάφιο” αναφέρει η Κ.Τσιάλτα. Μετά τη λειτουργία της Μ. Παρασκευής χτυπούνε οι καμπάνες και οι δύο επιτάφιοι συναντώνται εις το κέντρον του χωριού και από εκεί αρχίζει η περιφορά στις διάφορες εκκλησίες. ‘Όλη την μέρα της Μ. Παρασκευής δεν βάζαμε ούτε νερό στο στόμα μας, η δουλειά που κάναμε ήτο το ξεκάπνισμα των τζακιών για να πέση η καπνιά να φαρμακισθούμε και εμείς όπως εφαρμάκισαν οι Εβραίοι τον Χριστό μας‘.
> Μέγα Σάββατο: Το πρωΐ του Μ. Σαββάτου οι κάτοικοι μετέφεραν κουκιά στην εκκλησία και τα τοποθετούσαν κάτω από τον επιτάφιο. Η Ανάσταση και η Αγάπη γίνεται όπως και σε άλλα μέρη. ‘Όλη τη βδομάδα μετά το Πάσχα πηγαίνουμε και λειτουργούμε στα ξωκκλήσια του χωριού. Επειδή πιστεύεται ότι οι ψυχές των πεθαμένων είναι ελεύθερες πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση του Χριστού, εμείς για να τις ευχαριστήσουμε πηγαίνουμε κουκιά στην εκκλησία το τελευταίο Σάββατο της Πεντηκοστής (Ψυχοσάββατο ή Ρουσαλιών). Πιστεύεται ότι οι νεκροί όταν ξεκλειδώνονται λένε το εξής: Όλα τα Σάββατα να πάν/ και όλα να γυρίσουν/ το Ρουσαλιών το Σάββατο/ να πάη να μη γυρίση‘.
ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
«Το Πάσχα έκαναν δώρο σε είδος, εάν μεν ήταν τσοπάνης θα πήγαινε γιαούρτι, ή γάλα, ή αυγά και κουλούρια, ή σε μια οικογένεια που πενθούσε, τους πήγαινε η γειτόνισσα κουλούρια μόνο, όχι αυγά».
Και στην Δάφνη το αρνί του Πάσχα ονομαζόταν “Λαμπριώτης”, το αρνί δηλαδή που προορίζεται να σφαγεί για την ημέρα του Πάσχα και να αποτελέσει το γεύμα της οικογένειας. Το ερίφιο γεννήθηκε Πάσχα ή ένα μήνα πριν το Πάσχα και ορίζεται ότι θα αποτελεί το γεύμα ή το δείπνο κατά την επόμενη γιορτή του Πάσχα (Λαμπρή) ή του Αγίου Γεωργίου. Για να τραφεί καλά και γρήγορα αφηνόταν ελεύθερο να θηλάζει πολλές αίγες (διγόνι ή διμάνικο).
*Πηγή: Το Ιστορικό Λεξικό της επαρχίας Καλαβρύτων, μέρος του οποίου έχει αναρτηθεί στο προσωπικό blog Ηttps://gerbesi.wordpress.com/