Οι περιστασιακοί ή ελαφριοί καπνιστές -γνωστοί και ως «κοινωνικοί καπνιστές»- αντιμετωπίζουν υπερδιπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν από πνευμονοπάθεια και σχεδόν εννεαπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο των πνευμόνων, σε σχέση με όσους δεν καπνίζουν καθόλου, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Η μελέτη δείχνει ότι ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο των πνευμόνων για όσους καπνίζουν λιγότερα από δέκα τσιγάρα τη μέρα, δεν είναι σημαντικά χαμηλότερος από όσους καπνίζουν περισσότερα από 20 τσιγάρα τη μέρα.

Οι επιστήμονες τόνισαν ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα τους, η μείωση του τσιγάρου ή η αντικατάσταση του με ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν αποτελεί πραγματικά υγιεινή εναλλακτική λύση.

Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ηλεκτρονικό διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, ανέλυσαν στοιχεία για 18.730 άτομα με μέση ηλικία 61 ετών και σε βάθος 17 ετών, στη διάρκεια των οποίων 649 άνθρωποι πέθαναν από πάθηση των πνευμόνων (π.χ. εμφύσημα) και 560 από καρκίνο των πνευμόνων.

Μεταξύ των μη καπνιστών το ποσοστό θανάτων από:

  • παθήσεις των πνευμόνων πλην καρκίνου ήταν 1,8%
  • καρκίνο των πνευμόνων 0,6%
  • Συγκριτικά, μεταξύ των «κοινωνικών» καπνιστών (έως δέκα τσιγάρα ημερησίως) τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 3,3% και 4,7%, ενώ στους βαρείς καπνιστές (πάνω από 20 τσιγάρα τη μέρα) ήταν 10,1% και 12,9%.

Η πιθανότητα ενός «κοινωνικού» καπνιστή -σε σχέση με ένα μη καπνιστή- να πεθάνει από πάθηση των πνευμόνων είναι δυόμισι φορές μεγαλύτερη, ενώ από καρκίνο των πνευμόνων 8,6 φορές μεγαλύτερη.

«Μπορεί κανείς να νομίζει ότι αν καπνίζει λίγα μόνο τσιγάρα τη μέρα, αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο. Όμως τα ευρήματα μας δείχνουν ότι το κοινωνικό κάπνισμα είναι δυσανάλογα επιβλαβές. Το κάπνισμα είναι επικίνδυνο άσχετα με το αν κάποιος είναι βαρύς καπνιστής ή ελαφρύς. Συνεπώς αν δεν θέλετε να πεθάνετε από καρκίνο των πνευμόνων ή άλλη πάθηση των πνευμόνων, το καλύτερο που έχετε να κάνετε, είναι το κόψετε τελείως», τόνισε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Παλάβι Μπάλτε.

Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγή