Τι είναι και πως αντιμετωπίζεται το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο να το εκδηλώσουν. Τι δείχνουν νεότερες μελέτες για την χειρουργική αντιμετώπισή του.
Η ενδοσκοπική χειρουργική παρέχει καλύτερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στους ασθενείς με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, οι οποίοι δεν βρίσκουν ανακούφιση με συντηρητικούς (μη χειρουργικούς) τρόπους. Αυτό είναι το συμπέρασμα ολοένα περισσότερων μελετών, που υποδηλώνουν ότι το σύνδρομο μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται με πιο απλό και ασφαλή τρόπο απ’ ό,τι κατά το παρελθόν.
Μία από τις νεότερες μελέτες δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση BMC Musculoskeletal Disorders. Όπως έδειξε, όσοι χειρουργούνται ενδοσκοπικά αναρρώνουν ταχύτερα και επιστρέφουν πιο γρήγορα στις καθημερινές δραστηριότητές τους. Επιπλέον, παρουσιάζουν λιγότερες επιπλοκές της χειρουργικής τομής, σε σύγκριση με την ανοιχτή εγχείρηση.
Όπως εξηγεί ο ορθοπεδικός χειρουργός Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα οφείλεται στην αυξημένη πίεση που δέχεται το μέσο νεύρο του καρπού. Το νεύρο αυτό βρίσκεται μέσα στον καρπό, σε ένα στενό «κανάλι» που δημιουργούν τα οστά και οι σύνδεσμοι της περιοχής. Το καναλι αυτό είναι ο καρπιαίος σωλήνας. Το μέσο νεύρο παρέχει αίσθηση:
- Στον αντίχειρα
- Στον δείκτη
- Στον μέσο δάκτυλο
- Στον μισό παράμεσο δάκτυλο
Ποιοι κινδυνεύουν
Η αυξημένη πίεση κατά κανόνα σχετίζεται με την υπέρχρηση των χεριών. Ιδιαιτέρως επιρρεπείς στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι όσοι λόγω επαγγέλματος πρέπει:
- Να βάζουν συνεχώς μεγάλη δύναμη για την εκτέλεση μιας εργασίας
- Να κάνουν ακραίες και μονότονες κινήσεις
- Να χειρίζονται βαριά κρουστικά μηχανήματα (κομπρεσέρ)
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν συχνά στην ανάπτυξη του συνδρόμου είναι:
- Η ηλικία
- Η κληρονομικότητα
- Τα κατάγματα
- Τα εξαρθρήματα
- Οι αρθροπάθειες
Η ανάγκη για χειρουργική επέμβαση προκύπτει όταν ο καρπιαίος σωλήνας στενεύει και ασκεί μεγάλες πιέσεις στο μέσο νεύρο και τους σύστοιχους τένοντες. Η συνέπεια είναι η ανάπτυξη φλεγμονής και οιδήματος (πρήξιμο), με διακοπή της αίσθησης στα δάκτυλα.
Πότε συνιστάται χειρουργική θεραπεία
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αντιμετωπίζεται αρχικά με συντηρητικές μεθόδους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται:
- Ανάπαυση
- Χρήση νάρθηκα
- Φυσικοθεραπεία
- Ενέσεις κορτικοστεροειδών
Όταν οι μέθοδοι αυτές δεν ανακουφίζουν επαρκώς τα συμπτώματα, απαιτείται χειρουργική απελευθέρωση του μέσου νεύρου. Σε ολόκληρο τον κόσμο πραγματοποιούνται κάθε χρόνιο εκατομμύρια τέτοιες επεμβάσεις για τη θεραπεία ασθενών με σοβαρά συμπτώματα.
Ο πρωταρχικός στόχος των επεμβάσεων είναι η διατομή του εγκάρσιου καρπιαίου συνδέσμου για τη μείωση της συμπίεσης των νεύρων. Με αυτό τον τρόπο καταπραΰνονται τα συμπτώματα του συνδρόμου και βελτιώνεται η λειτουργικότητα του χεριού. Τα κύρια συμπτώματα που προκαλεί το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι:
- Πόνος
- Μούδιασμα
- Μυρμήγκιασμα
Η ανοικτή και η ενδοσκοπική επέμβαση
Όπως εξηγεί ο κ. Τριανταφυλλόπουλος, επί πολλά χρόνια η χειρουργική επέμβαση για το σύνδρομο γινόταν με την κλασική, ανοιχτή μέθοδο. Παρά τα καλά αποτελέσματά της, όμως, συσχετιζόταν με επιπλοκές όπως:
- Επίμονη αδυναμία
- Πόνος
- Σχηματισμός υπερτροφικών ουλών σε όλο τον καρπό
- Ευαισθησία της ουλής
- Αργή ανάρρωση
- Αυξημένη συχνότητα επίμονου πόνου
«Ο ασθενής αποκτούσε μια μεγάλη ουλή, της τάξεως των 60-80 χιλιοστών του μέτρου. Η περίοδος ανάρρωσης ήταν μεγάλη (25 ημέρες) και το ποσοστό επιπλοκών ήταν περίπου 1%», λέει.
Για την αποφυγή αυτών των επιπλοκών, αναπτύχθηκε η ενδοσκοπική τεχνική. Κατ’ αυτήν γίνονται μικρότερες τομές και επιτυγχάνονται καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα, σε σύγκριση με την ανοικτή επέμβαση. Ακόμα σημαντικότερο, όμως, είναι το γεγονός πως επιτυγχάνεται ταχύτερη επάνοδος του ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητές του. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος ανάρρωσης μειώνεται κατά σχεδόν 50%.
Ωστόσο, «είναι ένας τεχνικά δύσκολος τρόπος απελευθέρωσης του μέσου νεύρου, που απαιτεί την εμπειρία του χειρουργού», τονίζει ο ειδικός.
Πως γίνεται η ενδοσκοπική εγχείρηση
Επιπλέον, η ενδοσκοπική επέμβαση για το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα εξελίσσεται διαρκώς. Παλαιότερα γινόταν με δύο τομές. Σήμερα πραγματοποιείται μέσω μιας μικρής τομής λίγων εκατοστών (2-3 cm). Από αυτήν εισάγονται τα μικροεργαλεία, κατόπιν αναισθησίας.
Τα ποσοστά αποτυχία της μεθόδου είναι εξαιρετικά χαμηλά, όταν εφαρμόζεται από εξειδικευμένους χειρουργούς σε προσεκτικά επιλεγμένα περιστατικά. Και αυτό, διότι ο χειρουργός βλέπει καλύτερα το χειρουργικό πεδίο και έχει τη δυνατότητα να διενεργήσει την επέμβαση χωρίς να τραυματίζει τους παρακείμενους, υγιείς ιστούς.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο ασθενής επιστρέφει αυθημερόν σπίτι του. Σημαντική προϋπόθεση είναι η ενδοσκοπική επέμβαση να εκτελείται με σύγχρονα εργαλεία, καθώς δεν είναι όλα εξίσου ασφαλή και αποτελεσματικά, ούτε είναι σχεδιασμένα για να μειώνουν τον μετεγχειρητικό πόνο, καταλήγει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος.