Προτεραιότητα όλων ανεξαρτήτου ηλικίας θα πρέπει να αποτελεί η πρόληψη των καταγμάτων, εξαιτίας των άμεσων και μελλοντικών σοβαρών επιπτώσεων που μπορεί να έχει.

Όποιος βιώνει ένα κάταγμα μαθαίνει με τον χειρότερο τρόπο πόσο επίπονο και εξουθενωτικό είναι. Εκτός όμως από τον έντονο πόνο, μπορεί να δημιουργήσει μόνιμα προβλήματα αναπηρίας, εάν δεν αντιμετωπιστεί αμέσως και σωστά. Η γνώση των παραγόντων κινδύνου και η αποφυγή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή.

«Σοβαρός πόνος, οίδημα, μώλωπες και αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης μέχρι την ανάρρωση είναι μερικές από τις επιπτώσεις ενός κατάγματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει εμφανή παραμόρφωση ή ανισοσκελία λόγω μείωσης του μήκους του οστού, με αποτέλεσμα ο ασθενής να κουτσαίνει μόνιμα. Υπάρχει επίσης κίνδυνος νευρικής βλάβης, μόλυνσης (οστεομυελίτιδας) και αρθρίτιδας. Όλα αυτά μπορούν να αποφευχθούν. Αρκεί να μάθουμε τι πρέπει να αποφεύγουμε», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός δρ Αθανάσιος Τσουτσάνης.

Τα κατάγματα προκύπτουν με πολλούς τρόπους. Οι πτώσεις, οι τραυματισμοί κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων, τα ατυχήματα με δίκυκλα ή αυτοκίνητα και η υπέρχρηση είναι οι συνηθέστεροι. Για τους παράγοντες κινδύνου έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες. Η πιο πρόσφατη και μία από τις μεγαλύτερες στο είδος της πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Skåne του Malmö της Σουηδίας, και δημοσιεύθηκε στο Journal of Bone and Mineral Research. Αυτή η μελέτη περιελάμβανε 30.446 μεσήλικες γυναίκες και άνδρες μέσης ηλικίας 58.0 και 57.7 ετών αντιστοίχως, που παρακολουθήθηκαν από τις αρχές / μέσα της δεκαετίας του 1990 έως το 2016. Από τους συμμετέχοντες οι 8.240 (27%) υπέστησαν τουλάχιστον ένα κάταγμα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, που κατά μέσο όρο διήρκησε 20,7 χρόνια.

Τα αποτελέσματα εντόπισαν διάφορους παράγοντες που μπορεί να δείχνουν εάν ένα άτομο αντιμετωπίζει μεγαλύτερη πιθανότητα να υποστεί κάταγμα τις επόμενες δύο δεκαετίες. Αυτοί ήταν:

  1. Η ηλικία: «Οι ηλικιωμένοι συνηθέστερα σπάνε κάποιο οστό μετά από πτώση. Παράγοντες που διαταράσσουν την ισορροπία, αυξάνουν την πιθανότητα κατάγματος», επισημαίνει ο δρ Τσουτσάνης.
  2. Το φύλο: Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε κατάγματα, ειδικά όσες βρίσκονται στην εμμηνόπαυση, αφού έναν μεγάλο ποσοστό τους πάσχει από οστεοπόρωση.
  3. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος: Ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος σχετίστηκε με μικρότερο κίνδυνο κατάγματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην υψηλή μυϊκή μάζα ή απλώς στη μεγαλύτερη προστατευτική μάζα κατά την πτώση.
  4. Το ατομικό ιστορικό κατάγματος: Ένα σημαντικό ποσοστό που υπέστησαν κάταγμα είχαν υποστεί κάταγμα πριν από την έναρξη της μελέτης.
  5. Το οικογενειακό ιστορικό κατάγματος: Περισσότεροι συμμετέχοντες με κάταγμα ανέφεραν ότι κάποιο μέλος της οικογένειάς τους είχε σπάσει κάποιο οστό σε ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών.
  6. Η σωματική δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο: Η χαμηλότερη φυσική δραστηριότητα σχετίστηκε με 11% και 8% υψηλότερο κίνδυνο μελλοντικού κατάγματος. Αντιθέτως, κάθε αύξηση της σωματικής δραστηριότητας στη μέση ηλικία πρόσφερε μείωση του κινδύνου.
  7. Η σωματική δραστηριότητα εν ώρα εργασίας: Άτομα με χαμηλή ή μέτρια δραστηριότητα στην εργασία είχαν μειωμένο κίνδυνο κατάγματος μελλοντικά, συγκριτικά με εκείνα που είχαν υψηλή δραστηριότητα.
  8. Η συνοίκηση: Βρέθηκε ότι όσοι ζουν μόνοι τους έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες κατάγματος, απ’ ότι όσοι συγκατοικούν ή συζούν.
  9. Το κάπνισμα: Οι καπνιστές έχουν 16-20% περισσότερες πιθανότητες να σπάσουν κάποιο οστό, σύμφωνα με τα ευρήματα. Η σαφής αυτή σχέση καπνίσματος – κατάγματος είναι πιο έντονη στους άνδρες, σχετίζεται δε ιδιαίτερα με τα κατάγματα του ισχίου.
  10. Η κατανάλωση αλκοόλ: Οι καταναλωτές μικρών και μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο κατάγματος, συγκριτικά με εκείνους που δεν πίνουν καθόλου οινοπνευματώδη ποτά και εκείνους που είναι βαριοί πότες. Η μείωση του κινδύνου είναι περίπου 10%.

«Η παρουσία έξι ή περισσότερων παραγόντων κινδύνου αύξησε πέντε φορές τον κίνδυνο κατάγματος στους άνδρες και τριπλασίασε τον κίνδυνο στις γυναίκες», τονίζει με έμφαση ο δρ Τσουτσάνης.

Η μελέτη αυτή είχε και ένα σκέλος που αφορούσε τα κατάγματα ισχίου. Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα από τους συμμετέχοντες που είχαν υποστεί κάταγμα στο ισχίο, βρήκαν ότι ο συσχετισμός με το κάπνισμα και τη χαμηλή σωματική δραστηριότητα ήταν πιο έντονη, αντίθετα με τη βαριά εργασία, η οποία δεν συσχετίστηκε με κίνδυνο. «Δυστυχώς τα κατάγματα ισχίου είναι από τα πιο συχνά στις μεγάλες ηλικίες και το ποσοστό τους αναμένεται να αυξηθεί, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη θεραπεία των υποκείμενων ασθενειών και στις αλλαγές που πρέπει να κάνουν οι ηλικιωμένοι στον τρόπο ζωής τους. Διαφορετικά θα αυξηθεί η ανάγκη χειρουργικών επεμβάσεων, αφού είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισής τους.

Ευτυχώς η πρωτοποριακή ελάχιστα επεμβατική τεχνική AMIS μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμα και πολύ δύσκολα περιστατικά επιτυχώς, με ασφάλεια, και να επιτρέψει στους ασθενείς σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να δραστηριοποιούνται στο επίπεδο που είχαν πριν από το κάταγμα του ισχίου. Και αυτό γιατί η αρθροπλαστική που απαιτείται σε τέτοια περιστατικά γίνεται χωρίς να κόβονται μύες και νεύρα, οπότε ο χρόνος ανάρρωσης είναι πολύ σύντομος.

Σε όποιο μέλος του σώματος, όμως, και αν προκύψει το κάταγμα, υπάρχουν τροποποιήσιμοι παράγοντες που ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες.

Από τους 10 παράγοντες κινδύνου που βρέθηκαν στην μελέτη, τους 6 μπορούμε να τους αλλάξουμε. Αν προσαρμόσουμε τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας στον ελεύθερο χρόνο και εν ώρα εργασίας σε μέτρια επίπεδα, εάν ελέγχουμε το σωματικό μας βάρος, εάν επιλέξουμε να μη ζούμε μόνοι, εάν κόψουμε το κάπνισμα και καταναλώνουμε μέτριες ποσότητες αλκοόλ μπορούμε να προστατευτούμε αποτελεσματικά σε οποιαδήποτε ηλικία», καταλήγει ο δρ Αθανάσιος Τσουτσάνης.

iatropedia.gr

Πηγή