Κομβικό ρόλο στο ελληνικό σχέδιο που θα αποσταλεί στην Κομισιόν τον προσεχή Οκτώβριο έχει η ενίσχυση των εργαζομένων, μέσω της μείωσης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, που έβαζαν φρένο στην πραγματική οικονομία και τροφοδοτούσαν την παραοικονομία, αναφέρουν από το Μέγαρο Μαξίμου. Επισημαίνουν μάλιστα ότι η μείωση του βάρους που επιβάλλουν στις πλάτες των εργαζομένων οι φόροι και οι εισφορές αναμένεται να αποτελέσει κεντρικό στρατηγικό άξονα του σχεδίου αυτού, όπως αποτυπώνεται και στην ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη. Η κυβέρνηση βγάζει από συρτάρι το προεκλογικό της πρόγραμμα και ξεκινάει άμεσα η σταδιακή εφαρμογή του, η οποία περιλαμβάνει:
– Σταδιακή κατάργηση έκτακτων επιβαρύνσεων που μπήκαν στις εποχές των μνημονίων, όπως η ειδική εισφορά αλληλεγγύης ή το τέλος επιτηδεύματος.
– Σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης, ιδίως των νέων και των γυναικών.
– Καινοτόμους παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα στον ΟΑΕΔ, προκειμένου οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι να βρουν δουλειά.
Στόχος είναι η μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Κι αυτό, καθώς, όπως τονίζουν από την κυβέρνηση, η μεσαία τάξη είναι αυτή που κατ’ εξοχήν υπέφερε τα τελευταία χρόνια από την υπερφορολόγηση και τις υψηλές εισφορές, σημειώνοντας ότι ο λογαριασμός των νέων φόρων που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ στους φορολογουμένους την περίοδο 2015-2018 έφθασε τα 5,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, και το φορολογικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε το περυσινό διάστημα στη Βουλή από την παρούσα κυβέρνηση δεν οδήγησε στην τόνωση της μεσαίας τάξης, κάτι που έχει παραδεχθεί και ο πρωθυπουργός. Πλέον, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές, η ελάφρυνση του βάρους στη μισθωτή εργασία μπορεί να δημιουργήσει ένα ανοδικό σπιράλ οικονομικής ανάπτυξης, με πολλαπλασιαστικά οφέλη στο εισόδημα και στην αύξηση του μεγέθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς θα μεγαλώνει η συνολική πίτα της οικονομίας.
Η ελκυστικότερη μισθωτή εργασία θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση των θέσεων απασχόλησης. Η μείωση των φόρων θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα την αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης που θα ανατροφοδοτεί την ενίσχυση των επενδύσεων. Παράλληλα με την τόνωση των μικρότερων επιχειρήσεων, θα αυξάνεται και ο αριθμός των επιχειρήσεων μεσαίου και μεγαλύτερου μεγέθους, καθώς θα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για περισσότερες προσλήψεις και μεγαλύτερες επενδύσεις. Η επίτευξη οικονομιών κλίμακος θα φέρει νέες και καλύτερα αμειβόμενες δουλειές. Και τελικά, μέσω της ενίσχυσης του κόσμου της εργασίας, τα οφέλη θα διαχυθούν σε ολόκληρη την οικονομία. Σε ό,τι αφορά την εισφορά αλληλεγγύης, το ποσό που πληρώνουν οι φορολογούμενοι ετησίως ανέρχεται σε 1,2 δισ. ευρώ. Το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει τη σταδιακή της κατάργηση σε δύο ή τρεις δόσεις από το 2021 μέχρι το 2023. Τα σενάρια που εξετάζονται προβλέπουν:
1. Μείωση της εισφοράς κατά 30% για τα εισοδήματα που αποκτούν οι φορολογούμενοι από την 1η Ιανουαρίου 2021. Αυτό σημαίνει ότι μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ θα έχει όφελος 52,8 ευρώ ετησίως, ενώ μισθωτός με εισόδημα 30.000, όφελος 202,8 ευρώ. Επίσης, μισθωτός με εισόδημα 40.000 ευρώ, από 1.326 ευρώ που πληρώνει σήμερα, θα πληρώσει την επόμενη χρονιά 928,2 ευρώ, δηλαδή όφελος 397,8 ευρώ, ενώ για κάποιον που έχει εισόδημα 50.000 ευρώ, το όφελος ανέρχεται περίπου στα 623 ευρώ.
2. Η κυβέρνηση εξετάζει και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όσους έχουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ, από 12.000 που ισχύει σήμερα. Ταυτόχρονα θα περιορισθούν όλοι οι συντελεστές της κλίμακας κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Εφόσον προκριθεί το συγκεκριμένο σενάριο, τότε φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 ευρώ θα έχουν ετήσιο όφελος έως και 276 ευρώ.
Στις σκέψεις της κυβέρνησης είναι η μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%. Αυτό σημαίνει ότι το τέλος επιτηδεύματος, από 650 ευρώ, θα μειωθεί στα 325 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και στα 500 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι το τέλος επιτηδεύματος εφαρμόσθηκε το 2011 μαζί με την έκτακτη εισφορά.
Λόγω αδυναμίας περιορισμού της φοροδιαφυγής, κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες, και υπό την πίεση της τρόικας, η τότε κυβέρνηση επέβαλε οριζόντιο τέλος σε επιτηδευματίες (φυσικά και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες) και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, τα έσοδα από το τέλος επιτηδεύματος ανέρχονται για το 2020 σε 482 εκατ. ευρώ και αυτά αντλούνται από περίπου 611.000 ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως αν το εισόδημά τους είναι μικρό, μεσαίο ή μεγάλο. Το τέλος θα διαμορφωθεί ως εξής:
• Από 800 ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση, και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους, σε 400 ευρώ.
• Από 1.000 ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση, και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους,
σε 500 ευρώ.
• Από 650 ευρώ ετησίως για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σε
325 ευρώ.
• Από 600 ευρώ ετησίως για κάθε υποκατάστημα, σε 300 ευρώ.
Τα μεγαλύτερα βάρη σήκωσε η μεσαία τάξη
Σήμερα η μεσαία τάξη αντιπροσωπεύει το 54% των νοικοκυριών, έχει φτάσει να καταβάλλει το 51% των φόρων και εισφορών, ενώ το 2007, αντιπροσωπεύοντας 48% των νοικοκυριών, κατέβαλλε το 37,5% των φόρων και εισφορών. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων έγινε περισσότερο από κάθε άλλη φορά αισθητή κατά την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης και ιδίως μετά το 2016, λόγω της αύξησης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το 2016 και μετά, με την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Η μεσαία τάξη καλύπτει εισοδήματα 14.700-39.300 ευρώ τον χρόνο καθαρά, για ένα νοικοκυριό με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά άνω των 14 ετών. Είναι η εισοδηματική κατηγορία που βρίσκεται στο διάστημα μεταξύ 75% και 200% του διάμεσου εισοδήματος (αυτού που χωρίζει το πλουσιότερο 50% του πληθυσμού από το φτωχότερο 50%), το οποίο ανέρχεται σήμερα περίπου στις 20.000 ευρώ.
Πριν από την κρίση, το 2009-2010, το διάμεσο εισόδημα βρισκόταν περίπου στις 30.000 ευρώ, εξέλιξη που δείχνει πόσο κατρακύλησε η δύναμή τους στην κρίση. Στη μεσαία τάξη ανήκει έτσι, σήμερα, το 54% του πληθυσμού, από 48% πριν από την κρίση.
Οπως προαναφέρθηκε, η μεσαία τάξη καλύπτει πάνω από τα μισά φορολογικά έσοδα, λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος. Η ανώτερη εισοδηματική τάξη, με εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ, αντιπροσωπεύει σήμερα το 13,5% των νοικοκυριών και καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων, έναντι 56% που κατέβαλλε πριν από την κρίση, όταν αντιπροσώπευε το 17% των νοικοκυριών.
Σημειώνεται ότι ένα μέρος του πληθυσμού της μεσαίας τάξης μετανάστευσε στο εξωτερικό ή εγκατέλειψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί πως η χαμηλή εισοδηματική τάξη, αντιπροσωπεύοντας το 32,5% των νοικοκυριών, κατέβαλε το 10,9% των φόρων και εισφορών το 2018, από 6,2% του συνόλου πριν από την κρίση, όταν αντιπροσώπευε το 35,4% των νοικοκυριών.