«Όταν ήρθε η Ειρήνη, της ζήτησα να δω το μωρό, αλλά δεν με άφησε. Μου φώναζε πως κοιμόταν και με έβριζε. Τη ρώτησα αν της έδωσε γάλα και μου είπε πως την τάισε στο σπίτι με τη μητέρα της. Τη ρώτησα εάν ήθελε να φάει κάτι και μου απάντησε αρνητικά. Μετά έφυγε στο διπλανό δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα. Εγώ κοιμόμουν στο πάτωμα, σε άλλο δωμάτιο. Τη ρωτούσα εάν είναι όλα εντάξει, αλλά δε μου απάντησε. Υπέθεσα πως κοιμόταν. Γύρω στις 00:30 έπεσα ήσυχος για ύπνο μιας που είχε επιστρέψει. Κατά τη 01:00 ξύπνησα γιατί άκουσα την Ειρήνη να κάνει ένα θόρυβο σαν κλάμα και να μιλάει στο τηλέφωνο με τη μητέρα της. Της χτύπησα την πόρτα για να τη ρωτήσω τι είχε συμβεί. Δεν μου απαντούσε και μπήκα μέσα», περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο φίλος της Ειρήνης που ήταν παρών στο μοιραίο περιστατικό».
Ο ίδιος μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του και όντας συναισθηματικά φορτισμένος, ανέφερε για το επίμαχο βράδυ:
«Είδα το μωρό με τα χέρια ανοιχτά, ρώτησα την Ειρήνη τι είχε συμβεί και μου απάντησε πως δε γνωρίζει. Έκανα τεχνητή αναπνοή στο παιδί, αλλά δεν ανταποκρινόταν. Εγώ ήμουν αυτός που φώναξε τη γειτόνισσα να έρθει να βοηθήσει και όχι η Ειρήνη. Το είδε και η ίδια πως έμοιαζε με νεκρό. “Μπορεί να πέθανε” μας είπε. Τα χείλη του ήταν μελανιασμένα και είχε τη γλώσσα του έξω από το στόμα».
Πηγή