Το 2020 οι δαπάνες των χωρών της ΕΕ για την έρευνα και την ανάπτυξη αντιστοιχούσαν στο 2,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, έναντι 1,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Ειδικότερα, το 2020, τα κράτη μέλη της ΕΕ δαπάνησαν περίπου 311 δισεκατομμύρια ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α). Πρόκειται για μείωση 1 δισεκ. ευρώ σε σύγκριση με το 2019 (312 δισ. ευρώ).
Το 2020, η υψηλότερη ένταση σε έρευνα και ανάπτυξη καταγράφηκε στο Βέλγιο και τη Σουηδία (3,5% του ΑΕΠ) και ακολούθησαν η Αυστρία (3,2%) και η Γερμανία (3,1%).
Στο αντίθετο άκρο της κλίμακας, έξι κράτη μέλη κατέγραψαν δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη κάτω του 1% του ΑΕΠ: η Ρουμανία (0,5%), η Μάλτα και η Λετονία (και οι δύο 0,7%), η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Σλοβακία (όλες 0,9%).
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η ένταση σε έρευνα και ανάπτυξη αυξήθηκε σε 24 κράτη μέλη, με την υψηλότερη αύξηση να καταγράφεται στο Βέλγιο (+1,5 ποσοστιαίες μονάδες, από 2,0% του ΑΕΠ το 2010 σε 3,5% το 2020), στην Ελλάδα (+0,9 ποσοστιαίες μονάδες, από 0,6% σε 1,5%), στην Πολωνία και στην Τσεχία (και οι δύο +0,7 π.μ.· από 0,7% σε 1,4% και από 1,3% σε 2,0%, αντίστοιχα).
Αντίθετα, η ένταση σε έρευνα και ανάπτυξη μειώθηκε την τελευταία δεκαετία σε τρία κράτη μέλη: στη Φινλανδία (από 3,7% σε 2,9%), στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο (από 1,6% σε 1,2% και από 1,5% σε 1,1%, αντίστοιχα).
Η Eurostat επισημαίνει ότι η έρευνα και ανάπτυξη αποτελούν βασικό μοχλό της καινοτομίας και οι δαπάνες και η έντασή τους είναι δύο από τους βασικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των πόρων που διατίθενται στην επιστήμη και την τεχνολογία παγκοσμίως.
Ο τομέας των επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι ο κύριος τομέας στον οποίο στοχεύουν οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 66% του συνόλου το 2020. Ακολουθούν ο τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (22%), ο δημόσιος τομέας (12%) και ο ιδιωτικός μη κερδοσκοπικός τομέας (1%).
Πηγή