Την ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης συμμετοχής της βιομηχανίας στο πλαίσιο μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, τονίζει στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ, αναδεικνύοντας τη συμβολή του κλάδου στην ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και στην ευημερία της κοινωνίας. Οπως αναφέρει ο ΣΕΒ, από τα 3,2 εκατ. εργαζομένους κυρίως στον ιδιωτικό τομέα (με την εξαίρεση της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και της υγείας αλλά και την προσθήκη όσων εργάζονται σε δίκτυα υπό τον έλεγχο του κράτους προς ιδιωτικοποίηση), το 77% απασχολείται σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας από τον μέσο όρο της οικονομίας (όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επαγγελματικές υπηρεσίες, τέχνες και διασκέδαση, γεωργία και κτηνοτροφία, κατασκευές), που παράγουν περίπου το 33% της ακαθάριστης προστιθέμενης
αξίας της οικονομίας.
Αντίθετα, το 23% απασχολείται σε κλάδους με υψηλότερη παραγωγικότητα από τον μέσο όρο, και σε αυτούς περιλαμβάνεται η βιομηχανία και όλες οι υποκατηγορίες της (διύλιση πετρελαίου, ηλεκτρισμός, παροχή νερού, ορυχεία και μεταποίηση πλην των πετρελαιοειδών).
Επίσης, σε αυτούς τους κλάδους περιλαμβάνονται οι τράπεζες, μεταφορές και αποθήκευση, ενημέρωση και επικοινωνία – εκδόσεις κ.λπ. Ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι ειδικά η βιομηχανία απασχολεί 389.000 εργαζομένους εκ των οποίων 330.000 στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών, που παράγουν το 14,8% και 9,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της οικονομίας αντίστοιχα.
Ο κλάδος της βιομηχανίας προσφέρει επίσης τις καλύτερες αμοιβές σε σχέση με τους υπόλοιπους (εκτός του Δημοσίου), ενώ θεωρείται ιδιαίτερα κερδοφόρος. Ετσι, το μέσο ωρομίσθιο (περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών) διαμορφώνεται σε 11,2 ευρώ, με τη βιομηχανία να ανέρχεται σε 11,8 ευρώ, το εμπόριο σε 8,8 ευρώ, ο τουρισμός σε 6,8 ευρώ, οι κατασκευές σε 5,7 ευρώ κ.λπ. Από την άλλη, το ωρομίσθιο στη δημόσια διοίκηση διαμορφώνεται σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα (15,3 ευρώ). Τέλος, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι η μείωση του ΑΕΠ κατά 25% από το 2008-2013 συνοδεύτηκε με ανάλογη πτώση μεγάλων κλάδων της οικονομίας, με τη βιομηχανία να συρρικνώνεται, σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία. Εκτοτε, ανακάμπτει ταχύτερα καθώς η μεταποίηση στρέφεται στις εξαγωγές μετά την καθίζηση της εγχώριας ζήτησης.