Με το νέο ασφαλιστικό ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, θέματα ενοποίησης του ΕΦΚΑ με το ΕΤΕΑΕΠ, ψηφιακού μετασχηματισμού του ΕΦΚΑ, οργάνωσης του ΕΦΚΑ.
Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει ρυθμίσεις με τις οποίες επιχειρείται η συμμόρφωση της πολιτείας προς τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν τη βελτίωση ανταποδοτικότητος των κύριων συντάξεων, την αποκατάσταση περικοπών στις επικουρικές συντάξεις καθώς και εισαγωγή νέου συστήματος υπολογισμού και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών ελευθέρων επαγγελματιών. Πέραν αυτών ρυθμίζονται θέματα ενοποίησης του ΕΦΚΑ με το ΕΤΕΑΕΠ, ψηφιακού μετασχηματισμού του ΕΦΚΑ και οργάνωσης του ΕΦΚΑ. Περιλαμβάνει δε και κάποιες άλλες επιμέρους ρυθμίσεις.
Δεν θεωρώ ότι το σχέδιο νόμου αποτελεί μια συνολική παρέμβαση στο ασφαλιστικό της χώρας μας. Αποτελεί σύνολο στοχευμένων αλλαγών, που στην πλειονότητά τους είναι βελτιωτικές για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, σε σχέση με το σημερινό καθεστώς. Το αν θα έπρεπε να είναι θετικότερες ή περισσότερο γενναιόδωρες προς τους συνταξιούχους, είναι ένα ζήτημα που δεν πρέπει με ελαφρότητα να αντιμετωπίσουμε. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι βελτιώσεις, για παράδειγμα, στους συντελεστές αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων από τα 30 έως τα 44 έτη ασφάλισης, στην ουσία αποτελούν συμμόρφωση με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ότι το προηγούμενο σύστημα δεν είχε την αρμόζουσα ανταποδοτικότητα. Δεν είναι πολιτική απόφαση που προέρχεται από βελτίωση των δεικτών της οικονομίας ή των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος που δικαιολογούν αυξήσεις στις συνταξιοδοτικές παροχές, με δεδομένο το πλαίσιο των συνταξιοδοτικών δαπανών, που μας έχει ορισθεί.
Κατά την άποψή μου ορθώς πριμοδοτήθηκε με βελτιωμένους συντελεστές αναπλήρωσης ο μακρύτερος ασφαλιστικός βίος, κάτι που έπρεπε να συνεχίζεται και μετά τα 44 έτη ασφάλισης. Από την άλλη πλευρά, η άποψη που εκφράζεται ότι με αυτόν τον τρόπο διογκώνεται η συνταξιοδοτική δαπάνη, στην ουσία υποκρύπτει την αντίληψη ή ότι δεν έπρεπε να υπάρξει συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάτι που θεωρώ απαράδεκτο σε ένα κράτος δικαίου, ή ότι, για να μην αυξηθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη, η βελτίωση κάποιων συντάξεων θα έπρεπε να συνδυάζεται και να συνοδεύεται με μείωση των συντάξεων όσων έχουν ολιγότερα από 30 έτη ασφάλισης. Κάτι τέτοιο βεβαίως όχι μόνο θα κλόνιζε τα στοιχειώδη όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, που έχουν υπέρμετρα περιορισθεί εξαιτίας της κρίσης, αλλά θα έθετε εν αμφιβόλω τον ίδιο τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης και τη σημασία και αξία της ελάχιστης κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας.
Χαρακτηρίζω επίσης θετικές τις παρεμβάσεις και αλλαγές που γίνονται στη διαδοχική ασφάλιση, στις προϋποθέσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής, στην απασχόληση συνταξιούχων, όπου όμως υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης των ρυθμίσεων, στη μείωση εισφορών μισθωτών, στις ασφαλιστικές εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών, στην παράλληλη υποχρέωση καταβολής εισφορών κ.λπ., υπό την έννοια ότι βελτιώνουν τα ισχύοντα. Η ενοποίηση ΕΦΚΑ-ΕΤΕΑΕΠ θα γίνεται κατά την άποψή μου δυσχερής και ελπίζω να μην καταλήξει σε αυτό που πολλοί φοβούνται, δηλαδή σε απορρόφηση της επικουρικής από την κύρια σύνταξη.
Σημαντικός επίσης είναι, παρότι η υλοποίησή του έχει τεράστιες δυσκολίες και απαιτεί τομές στο κανονιστικό πλαίσιο που δεν έχουν προχωρήσει, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του ΕΦΚΑ και η ψηφιακή σύνταξη. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο, όμως θεωρώ ότι ακόμα και μετά δύο έτη από την οριζόμενη ολοκλήρωση αν περατωθεί, θα είναι μια μεγάλη αλλαγή στο ασφαλιστικό μας σύστημα. Οι βελτιώσεις ενός συστήματος δεν είναι κατ’ ανάγκην κοστοβόρες ή δαπανηρές, ώστε να αντιμετωπίζονται με συστηματικό αρνητισμό και αδικαιολόγητη επιφυλακτικότητα. Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτιώσεων, κυρίως στη βάση του ασφαλιστικού συστήματος, που είναι η ασφάλιση και οι εισφορές, που όχι μόνο δαπάνες δεν συνεπάγονται αλλά αντίθετα θα βελτιώσουν τις εισπράξεις. Εχουμε συνηθίσει να κοιτάζουμε προς τις παροχές και συνήθως αγνοούμε τη βασική σταθερά ενός ασφαλιστικού συστήματος που είναι τα έσοδά του, δηλαδή η ασφάλιση και οι εισφορές, στον τομέα δε αυτό υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτιώσεων οι οποίες είναι απαραίτητες για να λειτουργήσει καλύτερα και το σύστημα χορήγησης των παροχών, που εσφαλμένα ανακόπτεται και διαχωρίζεται από τη βάση του. Κατά την άποψή μου, το σύστημα δεν πάσχει από τη μη εισαγωγή πολλαπλών πυλώνων ή από τη μη μετατροπή του σε κεφαλαιοποιητικό, όπως υποστηρίζεται από διάφορες πλευρές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το βασικό και στοιχειώδες ότι είναι άλλο πράγμα να εφαρμόζεις για πρώτη φορά σε μια χώρα ένα ασφαλιστικό σύστημα και άλλο να μετατρέπεις ένα λειτουργούν διανεμητικό σύστημα σε κεφαλαιοποιητικό. Στην τελευταία περίπτωση, αν συμφωνούσε κάποιος σε τέτοια επιλογή, το κόστος μετάβασης θα ήταν καταστροφικό. Ιδιαίτερα χρήσιμο θα ήταν να γίνει ένας τέτοιος προσδιορισμός του κόστους μετάβασης, ώστε όλοι να έχουμε πλήρη γνώση των συνεπειών και των επιπτώσεων.
Από εκεί και πέρα κοιτάζοντας προς το άμεσο μέλλον για το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι απαραίτητη μια νέα οπτική, κυρίως στους τομείς ασφάλισης – ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών, με προσεγγίσεις που θα στοχεύουν σε απλοποίηση, εκσυγχρονισμό και «εκλογίκευσή» του. Και αυτό σαφώς επιδρά θετικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της οικονομίας. Για να υπάρξει και να προχωρήσει η ανάπτυξη της οικονομίας πρέπει και οι επιμέρους παράμετροι, το διοικητικό περιβάλλον και οι κρατικές δομές, να έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λειτουργούν συνδυαστικά αρμονικά με την όλη επενδυτική – αναπτυξιακή διαδικασία. Αυτό κατ’ αρχήν προϋποθέτει (σε όλους τους τομείς αλλά και στην κοινωνική ασφάλιση) σαφές κανονιστικό πλαίσιο, δηλαδή περιορισμό αν όχι εξαφάνιση των «γκρίζων ζωνών». Υπ’ αυτήν την έννοια θα πρέπει με σαφήνεια να οριοθετηθούν οι κοινωνικοασφαλιστικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων με νομοθετικούς κανόνες οριζόντιους, ενιαίους, απλούς, δίκαιους και σαφείς. Εφόσον υπάρχει αυτό, από εκεί και πέρα ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιμονή στην τήρηση των κανόνων αυτών για όλους, χωρίς περιθώρια παρανόμησης, η οποία λειτουργεί καταστρεπτικά στον υγιή ανταγωνισμό. Ο περιορισμός του μη μισθολογικού κόστους που προτάσσεται ως αναγκαιότητα για την ανάδειξη επιχειρηματικότητος, δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών – εργαζομένων, και αυτό το επισημαίνω χωρίς να αμφισβητώ τη σημασία της μείωσης. Επιτυγχάνεται και με την αποδέσμευση εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, που αναλίσκονται σε προσπάθεια εντοπισμού και οριοθέτησης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, καταλήγοντας σε συμπεράσματα και πρακτικές αμφίβολης αποδοχής σε περίπτωση ουσιαστικού ελέγχου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του ΕΦΚΑ. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να υπάρχουν σε έναν ενιαίο ΕΦΚΑ περισσότερες από χίλιες διαφορετικές κατηγορίες ασφάλισης μισθωτών. Είναι γεγονός ότι σε μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων που όχι απλώς επιθυμούν, αλλά επιδιώκουν να είναι συνεπείς στο ασφαλιστικό σύστημα, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για το αν αυτά που ακολουθούν, είναι αυτά που τελικά θα θεωρηθούν σύννομα από οποιονδήποτε προβεί σε ενδελεχή έλεγχο, τον οποίο έχει δυνατότητα να πραγματοποιήσει σε βάθος εικοσαετίας. Αυτό βεβαίως δημιουργεί ανασφάλεια που λειτουργεί οπωσδήποτε αποτρεπτικά σε κάποιον που θέλει να επενδύσει αντιλαμβανόμενος ότι θα προχωρήσει με επισφαλείς παραδοχές και ασταθείς παραμέτρους. Αποψή μου είναι ότι το ασφαλιστικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη υπό διττή έννοια. Αφενός πρέπει να λειτουργήσει υποβοηθητικά όντας φιλικό στην ανάπτυξη, αφετέρου μπορεί και πρέπει να βοηθηθεί από την ανάπτυξη, η οποία επιβάλλεται να συμβάλλει ουσιαστικά στην επαρκή χρηματοδότησή του. Αυτή βέβαια η υποστηρικτική λειτουργία προς την ανάπτυξη αφορά όχι μόνο τον τομέα των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς τον ασφαλιστικό φορέα, αλλά και τον τομέα των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων, η διασφάλιση των οποίων συνιστά ορθή και ισορροπημένη λειτουργία της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης. Ανάπτυξη χωρίς ενεργή, ουσιαστική και ισχυρή σύμπραξη των εργαζομένων δεν νοείται. Αυτό για να επιτευχθεί, πλην άλλων, απαιτεί το πέπλο κοινωνικοασφαλιστικής προστασία να είναι λειτουργικό, δίκαιο, διασφαλιστικό των δικαιωμάτων σε οποιαδήποτε περίπτωση και με οποιαδήποτε μορφή προκύψει θέμα απαιτούμενης παροχής. Ας επανεξετάσουμε λοιπόν το σύστημα λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της εξέλιξης που η σημερινή πραγματικότητα καταδεικνύει, αλλά και τις επερχόμενες αλλαγές (δημογραφικό, ρομποτική, αυτοματισμοί κ.λπ.) και ας προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε σε απλοποιήσεις και βελτιώσεις που θα αναδεικνύουν το ασφαλιστικό μας σύστημα σε υποστηρικτή των προσπαθειών ανάπτυξης αλλά και σε αρωγό μιας ολοκληρωμένης και αξιοπρεπούς ασφαλιστικής κάλυψης με ισορροπημένη και ουσιαστική κοινωνικοασφαλιστική ευαισθησία μετά την επαλήθευση των ασφαλιστικών κινδύνων (γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας, θανάτου αλλά και ανεργίας). Υπ’ αυτή την έννοια, μια αναπτυξιακή στόχευση ενός ασφαλιστικού συστήματος μπορεί να επιδιωχθεί, χωρίς να συνεπάγεται φαλκίδευση ή περιορισμό των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ιδίως δε αν η προσδοκώμενη ανάπτυξη έχει τα χαρακτηριστικά της δίκαιης ανάπτυξης, η συνύπαρξη δίκαιου και προστατευτικού ασφαλιστικού με την ανάπτυξη γίνεται περισσότερο λειτουργική και αποτελεσματική με αμφίπλευρη και ισόρροπη ωφέλεια.
* O κ. Δημήτρης Μπούρλος είναι δικηγόρος, τ. εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ».