Μετά τη δημοσιοποίηση της πολυαναμενόμενης απόφασης φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα οι δύο διεκδικητές του έργου του 1,8 δισ. ευρώ να… αλληλοεξοντώθηκαν. Το μόνο δεδομένο είναι ότι το ΣτΕ επιβάλλει το «πάγωμα» του διαγωνισμού.

«Κίτρινη κάρτα» και στις δύο κοινοπραξίες που διεκδικούν την κατασκευή της γραμμής 4 του μετρό βγάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με τις δύο αποφάσεις, που έχει στη διάθεσή της η «Κ», το δικαστήριο καταλήγει ότι είναι βάσιμες οι προσφυγές και των δύο συμμετεχόντων. Με δεδομένο ότι ο διαγωνισμός υποχρεωτικά «παγώνει», το υπουργείο Υποδομών καλείται τώρα να αποφασίσει αν θα περιμένει την εκδίκαση των κυρίως προσφυγών, όταν τελικά μπορεί να «κοπούν» και οι δύο εταιρείες, ή θα προχωρήσει στην ακύρωση όλου του διαγωνισμού.

Οι δύο αποφάσεις του Δ΄ τμήματος του ΣτΕ (50,51/2020) αφορούν τις προσφυγές που έκαναν οι δύο κοινοπραξίες (Ακτωρ-Ansaldo-Hitachi και J&P Αβαξ-Ghella-Alstom Transport) κατά της «Αττικό Μετρό», ζητώντας η μία τον αποκλεισμό της άλλης από τον διαγωνισμό. Οπως προκύπτει, κατά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών, η κοινοπραξία υπό την «Αβαξ» συγκέντρωσε υψηλότερη βαθμολογία (88), έναντι εκείνης της αντιπάλου της (85,71). Οσον αφορά τις αιτήσεις (ασφαλιστικών μέτρων) των δύο εταιρειών προς το ΣτΕ:

1. Στην προσφυγή της η «Αβαξ» έθεσε ένα επιχείρημα: ότι κατά την υποβολή της τεχνικής προσφοράς της, η «Ακτωρ» έπρεπε μεταξύ πολλών άλλων να κάνει μια προσομοίωση του συστήματος αερισμού των συρμών υπό συνεχή λειτουργία, επί ποινή αποκλεισμού (αν αυτό που καταθέσει δεν είναι σύμφωνο με τις προδιαγραφές του διαγωνισμού). Αυτά όμως που κατέθεσε η «Ακτωρ» δεν ήταν επαρκή και έτσι η Επιτροπή Διαγωνισμού της «Αττικό Μετρό» ζήτησε διευκρινίσεις, μετά τις οποίες η «Ακτωρ» κατέθεσε νέα προσομοίωση. Στην προδικαστική της προσφυγή η «Αβαξ» ζήτησε τον αποκλεισμό της «Ακτωρ» και η «Αττικό Μετρό» απέρριψε το αίτημά της, υποστηρίζοντας ότι οι όροι του διαγωνισμού δεν εξαντλούν όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες και γι’ αυτό δόθηκαν διευκρινίσεις. Το Δ΄ τμήμα κατέληξε ότι «η επανυποβολή της μελέτης προσομοίωσης με άλλα δεδομένα, για να αρθεί η απόκλιση από τους όρους της πρόσκλησης του διαγωνισμού, συνιστά ουσιώδη αλλοίωση της προσφοράς». Με άλλα λόγια, υποδεικνύει ότι ήταν λανθασμένος ο χειρισμός της επιτροπής του διαγωνισμού και συνεπώς η κοινοπραξία υπό την «Ακτωρ» έπρεπε να είχε «κοπεί».

2. Στην προσφυγή της η «Ακτωρ» έθεσε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο (που απορρίφθηκε) αφορούσε στο κατά πόσον έπρεπε να υπογράφει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Κώστας Μιτζάλης, όταν η «Αβαξ» όρισε άλλον πληρεξούσιο, στο πλαίσιο των μέτρων αυτοκάθαρσής της (είναι πάντως ενδιαφέρον ότι η «Ακτωρ», που επίσης καταδικάστηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για τους ίδιους λόγους, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα τη μη επαρκή αυτοκάθαρση των ανταγωνιστών της, όταν και η ίδια έχει πρόβλημα για τους ίδιους «τυπικούς» λόγους στον διαγωνισμό του άξονα Ακτίου –  Αμβρακίας).

Το δεύτερο αφορούσε στο κατά πόσον η Alstom υπέβαλε στη β΄ φάση του διαγωνισμού όλα τα απαιτούμενα για ένα σύστημα (συγκεκριμένα: αυτόματης επιτήρησης, σηματοδότησης και ελέγχου συρμών). Στην προδικαστική προσφυγή της «Ακτωρ», που ζήτησε τον αποκλεισμό της αντιπάλου της, η «Αττικό Μετρό» απάντησε ότι τα απαραίτητα στοιχεία είχαν ήδη υποβληθεί από το α΄ στάδιο του διαγωνισμού. Το ΣτΕ κατέληξε ότι η απάντηση της «Αττικό Μετρό» είναι «πλημμελής» καθώς δεν διευκρίνισε ποια στοιχεία είχε υποβάλει η «Αβαξ» κι αν αυτά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαγωνισμού. Επομένως, το ΣτΕ καταλήγει ότι «πιθανολογείται σοβαρά» ότι η παράλειψη της «Αβαξ» έπρεπε να οδηγήσει στον αποκλεισμό της.

Υστερα από τη δημοσιοποίηση της πολυαναμενόμενης απόφασης, φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα οι δύο διεκδικητές του έργου του 1,8 δισ. ευρώ να… αλληλοεξοντώθηκαν! Το μόνο δεδομένο είναι ότι το ΣτΕ επιβάλλει το «πάγωμα» του διαγωνισμού, μέχρι οι δύο διεκδικητές του να υποβάλουν προσφυγές, να εκδικαστούν και να βγει απόφαση (μια υπόθεση που μπορεί να κρατήσει περισσότερο από ένα έτος, δεδομένης και της υπολειτουργίας του ΣτΕ λόγω κορωνοϊού). Επομένως, το υπουργείο Υποδομών καλείται να αποφασίσει αν θα περιμένει το αποτέλεσμα των προσφυγών αυτών (και στην καλύτερη περίπτωση να συνεχίσει στο τελευταίο στάδιο του διαγωνισμού –το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών που έχουν ήδη κατατεθεί– με έναν μόνο διεκδικητή του έργου) ή θα αποφασίσει την ακύρωση του διαγωνισμού, μια πολιτική απόφαση με μεγάλο βάρος, καθώς συνεπάγεται μια καθυστέρηση τουλάχιστον 3-4 ετών στον διαγωνισμό (έχουν ήδη περάσει τρία χρόνια από τη στιγμή της προκήρυξής του, στις 30.3.2017). Η όποια απόφαση πάντως θα ληφθεί σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο.

kathimerini.gr