ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. «Είναι μία ειδική σχέση, αλλά πιστεύω ότι είναι μία υγιής σχέση – τα συμφέροντα των δύο πλευρών είναι ευθυγραμμισμένα». Είναι μία γκρίζα μέρα στο Λουξεμβούργο –φυσιολογική, με άλλα λόγια– και η «Κ» βρίσκεται στο γραφείο του Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Ισως δεν είναι η σημαντικότερη συνάντηση της ημέρας για τον Ρέγκλινγκ – νωρίτερα είχε δεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, γνωστό ως «πατέρα του ESM». Αλλά ο έμπειρος Γερμανός οικονομολόγος, με δεκαετίες στην πρώτη γραμμή της γερμανικής και μετά της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, δεν είναι φειδωλός με τον χρόνο του.  

«Εμείς στον ESM, αλλά υποθέτω και ο ελληνικός λαός, αυτό που θέλουμε να δούμε είναι να αυξάνεται το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα, να είναι διασφαλισμένη η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να αυξηθεί η απασχόληση», τονίζει. Παράλληλα, υπενθυμίζει την αμοιβαία εξάρτηση που υφίσταται: μέσω του ESM και της πρότερης εκδοχής του, του EFSF, η Ελλάδα έχει δανειστεί 204 δισ. ευρώ – «το μεγαλύτερο πρόγραμμα διάσωσης που έχει λάβει ποτέ μία χώρα».

Ο ESM γεννήθηκε μέσα στις φωτιές της κρίσης, αμφισβητήθηκε σφόδρα, ειδικά στη χώρα του ίδιου του επικεφαλής της, αλλά σήμερα πλέει σε πιο ήρεμα νερά. Με την ολοκλήρωση του τρίτου ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο το 2018, μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αποστολή της διάσωσης του ευρώ εξετελέσθη, και να εστιάσει στην επόμενη μέρα. Πλέον, οι αξιολογήσεις των πρώην μνημονιακών χωρών –ακόμα και της Ελλάδας– στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας κυλούν ομαλά και δεν φτάνουν στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Παράλληλα τρέχει το εγχείρημα της αναβάθμισης του οργανισμού (μέσω αλλαγής συνθήκης), με ενισχυμένο  ρόλο σε μελλοντικά προγράμματα προσαρμογής, τη χρηματοδότηση του common backstop για την εξυγίανση προβληματικών τραπεζών κ.ά.  «Ο ESM έχει ταχέως εδραιωθεί ως ένας σημαντικός θεσμός της Ευρωζώνης που συμβάλλει ζωτικά στη σταθερότητα του κοινού νομίσματος», δηλώνει στην «Κ» ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel. «Διαθέτει τεχνικές γνώσεις εις βάθος και είναι παρών σε όλες τις μείζονες συζητήσεις στο Eurogroup. Θα μπορούσε μάλιστα «να αποτελέσει τον πυρήνα ενός μελλοντικού ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών».

Οι αρχικές φιλοδοξίες, όταν συστάθηκε ο EFSF τον Ιούνιο του 2010, ήταν πολύ πιο μετριοπαθείς: να δοθεί ένα σήμα στις αγορές ότι η Ευρώπη ήταν διατεθειμένη να δράσει για να υπερασπιστεί το ευρώ – χωρίς να αναγκαστεί να δράσει. Οπως λέει στην «Κ» o Κάλιν Ανεβ Γιάνσε, οικονομικός διευθυντής του ESM και από τα ιδρυτικά στελέχη του EFSF, η αρχική ιδέα για τον πρώτο εκείνο οργανισμό ήταν ότι θα καταργούνταν έπειτα από τρία χρόνια «και δεν θα χρησιμοποιούνταν ποτέ» (την ημέρα που τον συναντήσαμε έτυχε ο ESM να εκδίδει το νεότερο ομόλογό του).

«Η σύσταση του EFSF σηματοδότησε την αναγνώριση ότι η κρίση στην Ευρωζώνη είχε συστημικά χαρακτηριστικά και δεν περιοριζόταν στην Ελλάδα», εξηγεί στην «Κ» ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, υπουργός Οικονομικών τις θυελλώδεις εκείνες μέρες. «Στη συνέχεια η απόφαση για τη δημιουργία του ESM είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα αναθεώρησης της οικονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης».

Ο Ρέγκλινγκ παρακολούθησε στενά την εφαρμογή των τριών ελληνικών προγραμμάτων – με τον ESM να συμμετέχει από το 2015 ως ισότιμο μέλος των «θεσμών» που τα διαμόρφωναν και παρακολουθούσαν την εφαρμογή τους. Θεωρεί πραγματικά ότι μπορούν να χαρακτηρισθούν επιτυχημένα; Δεν θα μπορούσε το κοινωνικό κόστος να ήταν χαμηλότερο;

«Δεν αρκούν τα τελευταία δέκα χρόνια για να καταλάβει κανείς τι συνέβη στην Ελλάδα», απαντά. «Πρέπει να κοιτάξει 20 χρόνια στο παρελθόν, και ίσως λίγο πιο πίσω ακόμα». Το μοναδιαίο κόστος εργασίας και άλλοι δείκτες ανταγωνιστικότητας «είχαν αρχίσει να κινούνται στη λάθος κατεύθυνση ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90». «Εσωτερική υποτίμηση σε μία νομισματική ένωση είναι ο μόνος τρόπος για τη γρήγορη ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας», προσθέτει. «Είναι πολύ επώδυνη διαδικασία, το αναγνωρίζω, και θα έπρεπε να αναγνωρίζουν όλοι τις θυσίες που σήμανε για πολλούς Ελληνες. Αλλά ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της πολύ ταχείας αύξησης των εισοδημάτων στη χώρα τη δεκαετία που προηγήθηκε, χωρίς την ανάλογη βελτίωση της παραγωγικότητας».

Σχετικά με τον βαθμό της λιτότητας των προγραμμάτων, σημειώνει ότι «για να επιβραδυνθεί ο ρυθμός της προσαρμογής θα έπρεπε να δοθούν ακόμα περισσότερα χρήματα – και κανείς δεν είχε την πρόθεση να τα χορηγήσει». Η άλλη επιλογή –μία πιο έγκαιρη εμπλοκή των ιδιωτών πιστωτών στη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος– δεν βρίσκεται, ούτε και σήμερα, στο σύμπαν των πιθανών λύσεων που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί. «Ο ESM λειτουργούσε ως συνισταμένη των επιμέρους δυνάμεων του Eurogroup (βλέπε Γερμανία), κρατώντας σχετικά συντηρητική στάση στο θέμα ελάφρυνσης του χρέους. Λειτουργούσε δηλαδή ως πολιτικό όργανο της Ευρωζώνης που αντανακλά τον συσχετισμό δυνάμεων των κρατών-μελών», δηλώνει στην «Κ» ο Γιώργος Χουλιαράκης, πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών. Χωρίς τη δημιουργία μιας ισχυρής γραφειοκρατίας ανεξάρτητης από τα κράτη-μέλη, υπαινίσσεται ο Χουλιαράκης, ο ESM θα παραμείνει ενταγμένος στο διακυβερνητικό σύστημα ισχύος, παρά την ενισχυμένη του θέση.

Εξετάζοντας την ευρύτερη εικόνα, ο Ρέγκλινγκ θεωρεί ότι «σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος» στην αντιμετώπιση των αιτιών της ευρωκρίσης – τόσο των παθογενειών συγκεκριμένων κρατών-μελών όσο και της απουσίας θεσμών και εργαλείων για τη διαχείριση συστημικών απειλών. Θεωρεί το BICC (o επονομαζόμενος «προϋπολογισμός της Ευρωζώνης») ένα «καλό πρώτο βήμα» – αν και δεν επαρκεί για να παίξει ρόλο μακροοικονομικής σταθεροποίησης. Επιπλέον, θεωρεί ότι η πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων θα γίνει πραγματικότητα «μία μέρα», καθώς όλα τα κράτη-μέλη έχουν υιοθετήσει την ιδέα. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι κηδεμόνες του ευρώ μπορούν να χαλαρώσουν, προσθέτει. «Ο εφησυχασμός μπορεί να οδηγήσει στην επόμενη ύφεση, ακόμα και σε μια νέα κρίση».

Το σχέδιο «Ηρακλής» θα φέρει αποτελέσματα



Ο νέος επικεφαλής της αποστολής του ESM για την Ελλάδα, Πάολο Φιορέτι, τονίζει πως το σχέδιο «Ηρακλής» «μπορεί να επιταχύνει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να δημιουργήσει μια δευτερογενή αγορά για τη διαχείρισή τους». STEVE EASTWOOD

Οι εντάσεις του παρελθόντος στις σχέσεις θεσμών – Αθήνας μοιάζουν μακρινή ανάμνηση, αλλά η ελληνική οικονομία δεν παύει να αντιμετωπίζει σύνθετες προκλήσεις. Η πιο άμεση είναι να σταματήσουν οι ισολογισμοί των τραπεζών να είναι χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ο νέος επικεφαλής της αποστολής του ESM για την Ελλάδα, Πάολο Φιορέτι, είναι ειδικός σε τραπεζικά ζητήματα – και Ιταλός (χώρα από την οποία εμπνεύστηκε η Ελλάδα το σχέδιο «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια). «Ο “Ηρακλής” μπορεί να λειτουργήσει καλά αν εφαρμοστεί σωστά», λέει στην «Κ».

«Μπορεί να επιταχύνει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να δημιουργήσει μία δευτερογενή αγορά για τη διαχείρισή τους». Αρκεί αυτή η προσέγγιση ή χρειάζεται κάτι πιο ριζοσπαστικό, όπως μία κακή τράπεζα; «Δεν λειτουργεί πάντα αυτή η λύση. Είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο μόνο υπό συγκεκριμένους όρους. Δυστυχώς το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πιο δύσκολο: όταν έχεις μη εξυπηρετούμενα δάνεια διεσπαρμένα σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, η κακή τράπεζα καθίσταται αναποτελεσματική».

Στο πλευρό του Φιορέτι ως νέα αναπληρώτρια επικεφαλής αποστολής για την Ελλάδα είναι η Μαριαλένα Αθανασοπούλου. Απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορικό από το University of Southern California (LA), με ειδικότητα στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών και προϋπηρεσία στο ΔΝΤ, η κ. Αθανασοπούλου σχολιάζει ότι «οι μεταρρυθμίσεις είναι μία διαρκής διαδικασία». Μιλάει για τον «εκσυγχρονισμό» της δημόσιας διοίκησης που έχει επιτελεστεί τα τελευταία δέκα χρόνια και το πώς «οι αγορές στην Ελλάδα σιγά σιγά ανοίγουν ώστε νέες εταιρείες να μπορούν να εισέλθουν και να υπάρξει ανταγωνισμός που θα ωφελήσει τους καταναλωτές και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».

Σε ερώτηση για το αν υπάρχει κάτι για τον οργανισμό στον οποίο εργάζεται που θα ήθελε να ξέρουν οι αναγνώστες της «Κ», απαντά: «Ο ESM επένδυσε πολύ χρόνο και προσπάθεια, εκτός από χρήματα, για να στηρίξει τις προσπάθειες της Ελλάδας να λύσει τα προβλήματά της. Για τους συναδέλφους μου κι εμένα, κατέληξε να είναι όχι απλά μία επαγγελματική, αλλά και μία προσωπική δέσμευση».

kathimerini.gr