Δεν παίρνει το «πράσινο φως» της Κομισιόν η επέκταση του λεγόμενου «Ιβηρικού μοντέλου» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς σύμφωνα με την ανάλυση κόστους-οφέλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δόθηκε στη δημοσιότητα, τα αποτελέσματα μεταξύ των 27 κρατών – μελών θα ήταν «πολύ άνισα», χωρίς να είναι δεδομένη η αποτελεσματικότητα του.
Σύμφωνα με το non paper στην ανάλυση κόστους-οφέλους για μια πιθανή πανευρωπαϊκή εισαγωγή του μηχανισμού επιδοτήσεων που εφαρμόζονται στην Ισπανία και την Πορτογαλία, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων επισημαίνει τα εξής:
«Μία από τις πιο σημαντικές επιλογές σχεδιασμού για έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό είναι το επίπεδο της επιδότησης. Αρκετά κράτη μέλη έχουν προτείνει ένα επίπεδο επιδότησης που είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό που εφαρμόζεται στην Ιβηρική Χερσόνησο και το οποίο θα περιόριζε την τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο ισοδύναμο μιας τιμής TTF 100-120 EUR/MWh.»
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικό «να οριστεί η επιδοτούμενη τιμή στόχος αρκετά υψηλά, έτσι ώστε η ενέργεια με αέριο να μην γίνεται πιο ελκυστική (δηλαδή φθηνότερη) από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες τεχνολογίες». Ωστόσο, ακόμα και με το υψηλό ανώτατο όριο 100-120 EUR/MWh, «η ζήτηση φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα αυξηθεί μεταξύ 5-9 bcm, κυρίως λόγω των εξαγωγών εκτός ΕΕ». Σημειώνεται επίσης, ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί η ακριβής ποσότητα επιπλέον κατανάλωσης φυσικού αερίου που δημιουργείται από το μέτρο και «η συνολική αύξηση μπορεί να είναι υψηλότερη».
Η Επιτροπή τονίζει, στη συνέχεια ότι: «Η αποτελεσματικότητα του μέτρου τόσο όσον αφορά τη μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και την αποφυγή της πρόσθετης κατανάλωσης φυσικού αερίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό στον οποίο μπορούν να αποφευχθούν οι αυξημένες ροές επιδοτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας προς τρίτες χώρες». Η Επιτροπή εξηγεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος να εκτιναχθούν στα ύψη οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, που επιδοτείται από τους ευρωπαίους, εκτός της ΕΕ (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία κτλ.) «Τέτοιες εξαγωγές θα μείωναν τα καθαρά οικονομικά οφέλη του μέτρου, καθώς οι επιδοτήσεις που καταβάλλονται στην ΕΕ θα μείωναν ουσιαστικά τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για καταναλωτές εκτός ΕΕ», τονίζει η Επιτροπή.
Τέλος, το κόστος των επιδοτήσεων θα ποικίλλει πολύ, σύμφωνα με την Επιτροπή: « Τα κράτη μέλη που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αέριο στο ηλεκτρικό τους σύστημα θα αντιμετωπίσουν το υψηλότερο κόστος για τις απαραίτητες επιδοτήσεις. Αυτό θα συνέβαινε για παράδειγμα στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες και στην Ιταλία. Τα κράτη μέλη που είναι καθαροί εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας με αέριο θα επωφεληθούν από την ηλεκτρική ενέργεια που επιδοτείται από άλλα κράτη μέλη. Ο μεγαλύτερος καθαρός δικαιούχος εκτιμάται ότι θα είναι η Γαλλία».
Υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 20ης Οκτωβρίου κάλεσε την Κομισιόν να υποβάλει συγκεκριμένες αποφάσεις για μια σειρά βημάτων που σχετίζονται με την αγορά ενέργειας. Αυτό περιλαμβάνει ένα προσωρινό πλαίσιο της ΕΕ για το ανώτατο όριο στην τιμή του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Η εναλλακτική πρόταση της Κομισιόν
Η εναλλακτική πρόταση της Κομισιόν είναι η εφαρμογή «μιας πιο μακροπρόθεσμης και πιο διαρθρωτικής μεθόδου για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας», η οποία «θα μπορεί να εφαρμοστεί γρήγορα».
Όπως αναφέρεται, η μέθοδος αυτή εστιάζει στην αμοιβή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και άλλων Τεχνολογιών με βάση το πραγματικό κόστος παραγωγής τους. «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλοι τύποι ηλεκτροπαραγωγών υποδομών (π.χ. πυρηνικά) θα αμείβονται βάσει συμβάσεων για τη διαφορά, ανεξάρτητα από την οριακή τιμή.
Η τιμή αυτών των συμβάσεων θα καθορίζεται συνήθως με διαγωνισμό και θα είναι άμεση συνάρτηση του πραγματικού κόστους παραγωγής των σχετικών τεχνολογιών. Αυτή η στροφή σε μια αμοιβή που βασίζεται σε συμβάσεις για διαφορά μπορεί να εφαρμοστεί πολύ γρήγορα και εύκολα για νέα δυναμικότητα που εισέρχεται στην αγορά», τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Πηγή